Μαύρο δελφίνι V

Πέμπτο επεισόδιο

Το χιλιοτρακαρισμένο Mazda RX5 κατέβαινε με ιλιγγιώδη ταχύτητα την Συγγρού. Στα ηχεία έπαιζε στην διαπασών το Ich will.

Τίποτα δεν αποσπούσε την προσοχή του Βιλέν στο τιμόνι και η μουσική τον κρατούσε σε εγρήγορση.

Ο Κυριάκος έβγαλε μία καρτέλα χάπια.

«Oxycontin», του είπε συνωμοτικά και του ‘κλείσε το μάτι. «Πολύ καλό πράγμα.»

Κούμπωσαν από τρία χάπια μαζί με τις μπύρες που είχαν πάρει νωρίτερα από το ψιλικατζίδικο στην πλατεία. Βγήκαν στην παραλιακή γκαζωμένοι, με τις λαμαρίνες να τρίζουν. Ο Βιλέν έμενε σιωπηλός. Ήθελε να είναι απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό που πήγαιναν να κάνουν.

Τι ήξερε; Ένα μεγάλο μοδάτο κλαμπ της παραλιακής, τέτοια ώρα σίγουρα τίγκα στον κόσμο. Το αφεντικό του μαγαζιού χρώσταγε στον δικό του  λεφτά από ένα «δάνειο». Ένας μπράβος μαζί του που ήταν βαρίδι για τον Βιλέν, καθώς του άρεσε να δουλεύει μόνος του.

«Άκουσε», είπε λίγο πριν φθάσουν στο κλαμπ. «Μπαίνω και βγαίνω μόνος, μόλις τελειώσω την δουλειά.»

«Μα», αντιγύρισε ο άλλος.

«Δεν έχει μα και ξεμά», είπε με ήρεμη φωνή. «Μέσα στο μαγαζί θα έχει  ανθρώπους του μαλάκα που πάμε να φάμε, συν μερικές χιλιάδες πελατάκια. Πρέπει να διαφυλάξεις την έξοδο και την διαφυγή μας.»

Ήθελε να του πει: «σε θεωρώ κρετίνο και δεν σε θέλω στα πόδια μου για να μην τα σκατώσεις», αλλά δεν είχε νόημα.

«Άκου», ξαναείπε με μελιστάλαχτη φωνή, καθώς τα κουμπιά είχαν αρχίσει να τον πιάνουν. «Μπαίνω, καθαρίζω, φεύγουμε. Μπαίνω, καθαρίζω, φεύγουμε. Μπαίνω, καθαρίζω, φεύγουμε…»

Ο άλλος τον κοίταγε με μισόκλειστα μάτια από την μαστούρα.

«Είσαι στην είσοδο, αφήνεις το αμάξι κοντά. Αν πάει να με εμποδίσει κανείς του την μπουμπουνίζεις, βγαίνω και την κοπανάμε από ‘δώ. Κατάλαβες;»

Ο Κούλης ένευσε καταφατικά.

Ο Βιλέν τον κοίταξε, αλλά απέφευγε την ματιά του.

«Όταν σου μιλάω θα με κοιτάς στα μάτια.»

«Εεε, είπαμε εντάξει ρε Ρώσε, θα γίνει το σχέδιο όπως θες», είπε και προσπάθησε το γλαρωμένο βλέμμα του να συναντήσει αυτό του Βιλέν.

Το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο, η πόρτα χαλαρή και οι παρκαδόροι ήταν πηγμένοι καθώς σκοτωνόταν να εξυπηρετήσουν τα αμάξια που έφθαναν, οπότε  δεν θα είχε πρόβλημα ο μικρός, να παρκάρει κοντά στην πόρτα.

Ο Βιλέν διέσχισε το μαγαζί, στην ουσία μία μεγάλη πίστα όπου όλοι χόρευαν και τις  πέντε μεγάλες μπάρες περιμετρικά και προχώρησε στο βάθος. Ένα μπιλιάρδο στόλιζε τον χώρο. Δεν υπήρχε ψυχή. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ούτε γορίλας στην πόρτα ούτε κανείς. Μπήκε μέσα και είδε τον ιδιοκτήτη καθισμένο στο γραφείο του με ένα μπουκάλι 12αρι Ηibiki και ένα μισογεμάτο ουισκοπότηρο.

Δίπλα είχε ένα Glock 35 gen.

«Hρθες;» του είπε με ένα κουρασμένο χαμόγελο «σε περίμενα».

Ο Βιλέν έβγαλε το Τοκάρεφ και βίδωσε τον σιγαστήρα.

«Σαν σκοτεινός άγγελος.»

«Δεν χρειάζεται, μάγκα μου, τζάμπα κόπος.»

Σήκωσε το Glock και το έχωσε στο στόμα του. Ο Βιλέν άκουσε τον πυροβολισμό, ενώ από πίσω ακουγόταν ο απόηχος της μουσικής, κάποια τελευταία χορευτική επιτυχία. Ο τοίχος είχε γεμίσει αίματα και κάποια κομμάτια από αυτό που κάποτε  ήταν το μυαλό. Πήρε μια βαθειά ανάσα, έβγαλε τον σιγαστήρα  και βγήκε. Έκλεισε την πόρτα απαλά σαν να κοιμόταν και να μην θέλει να τον ξυπνήσει.

Στον δρόμο δεν μίλαγαν. Και τι να πούν; Αυτό το σκηνικό δεν το είχε ξαναδεί. Στα ηχεία ακουγόταν το fuck the police:

«Ο φόνος αποκαλείται, παρεξήγηση, μπάτσε είσαι μπάσταρδος δεν χωράει άλλη εξήγηση.»

Άφησε το βλαμμένο στην πλατεία Βικτωρίας και ανηφόρισε για Νεάπολη. Πάρκαρε στην Βατατζή και κατέβηκε  στο διαμέρισμα του, μία ημιυπόγεια γκαρσονιέρα. Είχε το πλεονέκτημα να είναι δίπλα στο ασανσέρ υπηρεσίας, το μόνο που ανέβαζε στην ταράτσα. Από εκεί μπορούσε να κόβει κίνηση στην  Ιπποκράτους ή να την κοπανίσει από ταράτσα σε ταράτσα αν τον στριμώχνανε οι μπάτσοι.

Του άρεσε η περιοχή. Ήταν κέντρο απόκεντρο, μία ήσυχη γειτονιά κοντά στα Εξάρχεια, αλλά μακριά από τα μπάχαλα.

Καβάτζωσε το Τοκάρεφ και τον σιγαστήρα και έπεσε ντυμένος στο κρεβάτι. Σε μισή ώρα έπρεπε να είναι στην πλατεία. Τον ξύπνησε η φασαρία από τον δρόμο. Η Ιπποκράτους ήταν μποτιλιαρισμένη όπως πάντα.

Ανακάθισε στο κρεβάτι, ήταν δέκα το πρωί.

«Σκατά, με πήρε ο ύπνος», μονολόγησε.

Κούμπωσε  δύο χάπια που είχε καβατζώσει  από τον μικρό, με χθεσινό καφέ σε πλαστικό ποτήρι. Κατέβηκε στο γνωστό καφενείο στην πλατεία, αλλά ο Ιαν δεν ήταν εκεί.

«Είδες τον δικό μου;» ρώτησε τον καφετζή.

«Ήταν εδώ, έφυγε πριν καμία ώρα.»

Πήρε φρέσκο καφέ σε πλαστικό κύπελλο και βγήκε. Κατηφόρισε την Στουρνάρη μέχρι την Μάρνη και κατευθύνθηκε προς την πλατεία Βικτωρίας. Πήγε σε δύο χαρτοπαιχτικές που είχε ο Αλβανός, αλλά δεν ήταν πουθενά.

«Γαμημένε Ιανέ που είσαι;» γρύλισε.

Μεσημέριαζε όταν γύρισε  σπίτι. Πήρε το 22αρι Ruger το έχωσε στην μπότα και μπήκε στο αμάξι. Έφτασε στο Ζεφύρι μετά από περίπου μία ώρα. Μπήκε στον χωματόδρομο   με τις λακκούβες και βγήκε σε έναν μαχαλά από παράγκες. Ένας Ρομά λιαζόταν σε έναν χιλιοτρυπημένο καναπέ, με  ένα τεραστίων διαστάσεων κασετόφωνο δίπλα του να  παίζει  τέντα, σκυλοτράγουδα.

«Πάλι εδώ μπάλαμο;» Είπε χαμογελώντας

Μπήκε στην παράγκα, χωρίς να απαντήσει. Η Γιασεμή, μία ακαθορίστου ηλικίας όμορφη Τσιγγάνα του ζύγισε στην ηλεκτρονική ζυγαριά, ένα πεντάγραμμο και της έδωσε 200 ευρώ. Τράβηξε μία μυτιά και ένοιωσε την μύτη του να μουδιάζει.
Έβαλε τα Ray-ban και βγήκε. Το κασετόφωνο έπαιζε  τώρα άλλο  τραγούδι και ξυπόλητα παιδιά χόρευαν και έτρεχαν στον χωμάτινο δρόμο με  τα λασπόνερα και την αλάνα.

«Να μας ξανάρθεις άρχοντα», του είπε  ο τύπος με το κασετόφωνο

«Σίγουρα», αποκρίθηκε ο Βιλέν.

Το απόγευμα πήγε στο ίδιο καφενείο της πλατείας. Ο Ιαν δεν ήταν και πάλι έκει. Τον πήρε στο κινητό και ήταν κλειστό. Κατηφόρισε στις δύο λέσχες βρήκε τον Άντι, το δεξί χέρι του Ιαν, να καπνίζει έξω σε μία από αυτές, τον πήρε αγκαλιά και τον τράβηξε μέσα. Ένοιωσε το Colt με την θήκη, περασμένη στην ζώνη κάτω από το σακάκι.

«Τι είναι αυτό ρε;»

«Τίποτα μην ανησυχείς, έγιναν πολλά που δεν ξέρεις.»

«Όπως;»

«Άσε θα στα πει ο Ιανός καλύτερα.»

Ο Άντι ήταν ένας 35χρονος χτιστός με πολλά ένσημα στην νύχτα. Είχε βγάλει ήδη μία θητεία φυλακή για προστασία και εκβιασμούς. Ο Βιλέν δεν γούσταρε πολλά  μαζί του. Ήταν κωλόπαιδο, νεοναζί, οργανωμένος χουλιγκάνος, ένα απόβρασμα. Είχε ακουστεί ότι είχε σφάξει έναν Πακιστανό στον Αγ. Παντελεήμονα, ωστόσο ποτέ δεν μαθεύτηκε αν ήταν αλήθεια η παραμύθι. Είχε έναν μεγάλο κέλτικο σταυρό στον σβέρκο μην αφήνοντας καμιά αμφιβολία ότι είναι ένα μπάσταρδο του Χίτλερ.

«Οκ, θα τα ξαναπούμε», είπε χαμογελώντας.

Δεν θα είχε κανέναν ενδοιασμό να του τινάξει τα μυαλά στον αέρα.

Πέρασε μία εβδομάδα και ο Ιαν ήταν ακόμα άφαντος. Χτύπησε το κινητό αλλά ήταν το βλαμμένο.

«Έλα τι έγινε;»

«Όλα καλά!»

«Δεν έμαθες τι έγινε;»

«Όχι, τι;»

«Φάγανε έναν Πακιστανό ντίλερ στην Βικτώρια.»

«Α! Έτσι», είπε δήθεν αδιάφορα, ο Βιλέν

«Μίλησες με τον Ιαν;»

«Όχι είναι εξαφανισμένος, μάλλον φοβάται σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε στον  μικρό καθώς δεν το εμπιστευόταν.

Ο Αλβανός  δεν γούσταρε μαλακίες στην περιοχή του. Δεν ήθελε ναρκωτικά πουτάνες και εμπόριο όπλων. Προτιμούσε λιγότερο επικίνδυνες δραστηριότητες όπως ο τζόγος  και η τοκογλυφία. Εκτός από τις δύο λέσχες, είχε και δύο τρία ανταλλακτήρια χρημάτων όπου ξέπλενε το χρήμα.

Το ερώτημα ήταν γιατί είχε εξαφανιστεί. Είχε σχέση με αυτόν που καθάρισε τον έμπορα;

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή