Μαρακές, ξημερώματα Σαββάτου προς Κυριακή. Ο Βιλέν στριφογυρίζει στο κρεβάτι του φτηνιάρικου ξενοδοχείου. Οδυνηρές κράμπες διαπερνάν το κορμί του. Κρύος ιδρώτα τον λούζει. Ένοιωθε όλες τις αρθρώσεις να πονάνε. Δάκρυα τρέχανε ακούσια από τα μάτια του.
Σηκώθηκε και άναψε το φως. Πήρε ένα μπουκάλι με βότκα δίπλα από το κομοδίνο και κατέβασε μονορούφι το λιγοστό περιεχόμενο. Αυτή την φορά η βότκα είχε αντίθετα αποτελέσματα. Το στομάχι του έκανε μία σύσπαση και έστειλε μία μαύρη ρουκέτα πάνω στο έτσι κι’ αλλιώς λερό πάτωμα.
«Σκατά», μονολόγησε. Μέσα από το συρτάρι έβγαλε ένα κουτί Tramadol16. Κούμπωσε πέντε χάπια και ξαναξάπλωσε με το φως αναμμένο. Κουνούσε τα πόδια με νευρικότητα. Η οχλοβοή έξω είχε κοπάσει. Το ίδιο οι πίπιζες και τα νταούλια. Μετά από μισή ώρα ένοιωσε το κορμί του να ηρεμεί. Βυθίστηκε σε έναν βαθύ λυτρωτικό ύπνο χωρίς όνειρα. Η έτσι νόμιζε.
Ξαφνικά βρέθηκε στην Μόσχα σε ένα από τα μαγαζιά του Ζένια. Ήδη μισομεθυσμένος κάπνιζε στην μπάρα, όταν είδε έναν τυπάκο, όχι πάνω από εικοσιπέντε να μπαίνει μέσα. Ξυρισμένο κεφάλι, φαβορίτες, νευρικές κινήσεις, ψηλός, αδύνατος, θύμιζε skinhead. Κάνοντας έναν κύκλο, τον πλησίασε από πίσω. Έβγαλε ένα Serdyuvov με σιγαστήρα και τον πυροβόλησε τρεις φορές στην κοιλιά. «Μάλλον στρατιωτικός ή μυστικός μπάτσος», σκέφθηκε ο Βιλέν.
Μάταια προσπάθησε να κρατηθεί από την μπάρα. Βρέθηκε στο πάτωμα, παρασέρνοντας το σκαμπό. Είδε τον δολοφόνο να ετοιμάζεται να του δώσει την χαριστική βολή. Ένοιωσε την ζωή να φεύγει από μέσα του.
«Ώστε αυτό ήταν. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη μαλακία από αυτό που λένε στα μυθιστορήματα: είδε την ζωή του σαν ταινία να τρέχει μπροστά του! Παπάρια μάντολες» ήταν η τελευταία σκέψη του.
Ο φονιάς δεν ολοκλήρωσε την επίθεση. Με μία βαθιά ανάσα από το στόμα σαν να πνιγόταν, ξύπνησε και ανακάθισε ταραγμένος στο κρεβάτι. Για δύο εβδομάδες δεν έβγαινε καθόλου από το δωμάτιο. Από την ρεσεψιόν του βρήκανε μία βίνταζ έγχρωμη τηλεόραση, μία παλιατζούρα Sanyo.
Ο ρεσεψιονίστ του έφερνε τα φάρμακα του και τσιγάρα. Τρεις φορές την ημέρα του άφηνε χαρίρα, μία παραδοσιακή Μαροκάνικη πηχτή σούπα με λαχανικά έξω από την πόρτα χτυπώντας την τρεις φορές ρυθμικά για να καταλάβει ότι το φαγητό είχε σερβιριστεί. Έτσι και αλλιώς το στομάχι του δεν άντεχε ακόμα και απέρριπτε κάθε μορφής στέρεα τροφή.
Για τρεις εβδομάδες, χαπακωνόταν για τα στερητικά βλέποντας στα Μαροκάνικα κανάλια, σειρές και ταινίες χωρίς να καταλαβαίνει τι λένε. Δεν είχε καν προσπαθήσει να μάθει αυτή την δύσκολη γλώσσα πλην από μερικές λέξεις.
Ούτως ή άλλως δε είχε σκοπό να μείνει για πάντα. Από την στάση του σώματος των ηθοποιών ή την χροιά της φωνής του δημοσιογράφου προσπαθούσε να υποθέσει τι λέγανε και μετά έβαζε δικούς του διαλόγους.
*
Το επόμενο βράδυ ο Βιλέν είδε ένα ακόμα περίεργο όνειρο. Ήταν στην Μόσχα μία το μεσημέρι μόλις είχε σχολάσει από το γυμνάσιο. Συνήθως γύριζε με την αδερφή του Λιουμίλα. Μιλώντας για διάφορα ασήμαντα ή περισσότερο σημαντικά, κορόιδευαν τον καθηγητή των μαθηματικών για το γεμάτο λιπώματα καραφλό του κεφάλι, έλεγαν τα νέα της ημέρας και κάνανε όνειρα για το μέλλον. Όχι όμως εκείνη την ημέρα. Μάταια περίμενε την Λιουμίλα έξω από την πόρτα. Η ώρα περνούσε και εκείνη δεν έλεγε να φανεί. Η αδερφή του δεν θα έφευγε ποτέ χωρίς τον μικρό της αδερφό. Έτσι ο Βιλέν αποφάσισε να μπει πάλι μέσα στο σχολείο για να την αναζητήσει. Μετά από λίγο ψάξιμο την βρήκε να κάθεται στον διάδρομο και να κλαίει.Τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα. Το πρόσωπο της μέσα στα αίματα και τα ρούχα της κουρελιασμένα.
«Ποιος σου το έκανε αυτό;»
«Ο Εβγένι, ο μαθηματικός» είπε κλαίγοντας με αναφιλητά. «Με βίασε, με χτύπησε πρώτα με χαστούκια και μετά με γροθιές.»
Ο Βιλέν δεν περίμενε να ακούσει άλλο, πήγε στην τάξη της αδερφής του.
Ο μαθηματικός ήταν ακόμα εκεί.
«Εσύ; Τι θέλεις;»
Ο Βιλέν δεν απάντησε πλησίασε κοντά του με σφιγμένες γροθιές. Τα μάτια του πέταγαν φωτιές μίσους και περιφρόνησης συνάμα. Ο άλλος βήμα-βήμα οπισθοχωρούσε μέχρι που στριμώχτηκε σε μία γωνιά μην μπορώντας να κάνει πίσω. Ο Βιλέν τον κοίταξε για μία στιγμή. Δεν είχε τίποτα πέρα από τα γυμνά χέρια. Τότε είδε το μεταλλικό στυλό στην τσέπη του πουκαμίσου. Τον τράβηξε πριν ο καθηγητής προλάβει να αντιδράσει. Κοίταξε τον ατσάλινο στυλό, με το χαραγμένο όνομα και το επώνυμο του. Πάτησε το πάνω μέρος και εμφανίστηκε η μύτη του ανταλλακτικού.
Το στυλό κατέβηκε πολλές φορές στον λαιμό του καθηγητή. Έφερε το χέρι στον λαιμό προσπαθώντας απεγνωσμένα να σταματήσει την ακατάσχετη αιμορραγία. Προσπάθησε κάτι να πεί αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να φτύσει αίμα στο πρόσωπο του Βιλέν. Μετά από λίγο σωριάστηκε στο πάτωμα νεκρός.
Καθώς έβγαινε από την αίθουσα διδασκαλίας, δεν πρόλαβε καλά-καλά να κλείσει την πόρτα. Με τρόμο αντίκρισε μία γυμνή γυναίκα. Το πρόσωπο της ήταν φριχτά παραμορφωμένο. Μία άμορφη μάζα από λιωμένες σάρκες και αίμα.
Από τα περίτεχνα τατουάζ και το υπέροχο κορμί αναγνώρισε την Αριάδνη.
«Δεν έπρεπε να με αφήσεις, έπρεπε να με προστατεύσεις» άκουσε της φωνή που έμοιαζε περισσότερο με επιθανάτιο ρόγχο. Πνιγμένος μέσα στην ίδια του την κραυγή ξύπνησε. Λαχανιασμένος με κοφτές γρήγορες ανάσες. Τρομαγμένος όσο δεν έπαιρνε. Ακόμα και οι εφιάλτες με τον πατέρα του έμοιαζαν μπροστά του με αθώο όνειρο μικρού παιδιού.
«Τι όνειρο και αυτό;» αναλογίστηκε όταν διαπίστωσε ότι ήταν στο δωμάτιο του φθηνοξενοδοχείου που έμενε. Άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
«Όλα καλά,όλα καλά».
Δίπλα του η Γιασμίν κοιμόταν ατάραχη. Δεν είχε καταλάβει τίποτα.
*
Μία ιδρωμένη νύχτα πλανιόταν πάνω από το Μαρακές. Έχοντας αναλάβει πλήρως τις δυνάμεις του, ο Βιλέν σκότωνε την ώρα του στα καφενεία και τα πολυτελή εστιατόρια ξενοδοχείων, συνοδευμένος πάντα από την Γιασμήν, το λουλούδι του Μαρακές. Toυ άρεσε η παρέα της από κείνο το πρώτο βράδυ που την είχε πάρει από το μαγαζί του Έλληνα και πήγαν στο διαμέρισμα της πολυκατοικίας χωρίς ρεύμα. Αν και μιλούσε πολυ καλά Αγγλικά γενικά δεν ήταν και πολύ ομιλητική και αυτό το εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Ρώσος.
Ο Βιλέν έπληττε θανάσιμα, τώρα που οι νύχτες του ήταν στεγνές όσο και η έρημος. Όταν χτύπησε το κινητό, δεν ένοιωσε έκπληξη για το ποιος τον καλούσε. Ο κουτσός, είχε χάσει ένα πελατάκι και ίσως ήθελε να δει τι παίζει.
«Ρώσε;»
«Σαλί;»
«Σε περιμένω στο καφενείο, όσο πιο γρήγορα έρθεις, τόσο καλύτερα.»
Ο Βιλέν παραξενεύτηκε. Προφανώς κάτι άλλο έτρεχε.
Τον βρήκε στον καφενέ να ρουφάει ναργιλέ, πίνοντας τσάι από ένα χαμηλό ποτήρι. Προσπάθησε να του χαμογελάσει, αλλά καθώς ήταν χτυπημένος του βγήκε κάτι σαν γκριμάτσα πόνου. Είχε μελανιές και κοψίματα σε όλο το πρόσωπο και τα δύο μάτια ήταν μπλαβισμένα.
«Ποιος σε κατάντησε έτσι;» ρώτησε.
«Γι’ αυτό σε φώναξα. Να κάνεις τα δικά σου…»
Η συνάντηση δεν διήρκεσε πάνω δέκα λεπτά. Ο Κουτσός δεν ήθελε να του πασάρει σταφ, αλλά ένα συμβόλαιο. Στόχος ήτα τρεις Σκανδιναβοί. Τους συνάντησε στο παράνομο στριπτιζάδικο. Είχαν κλείσει ραντεβού για να αγοράσουν μαύρο και κόκα. Του έστησαν καρτέρι και τον άφησαν μισολιπόθυμο από το ξύλο δύο στενά πιο κάτω. Ο κουτσός ήταν εύκολη λεία. Εκτός από την αρπαγή της ντόπας του ψείρισαν και ότι λεφτά είχε πάνω του. Ντροπιασμένος δεν ήθελε να το μάθει ο Μπάμπης Βορβολάκος, το αφεντικό. Ο Βοθρολάκκος όπως τον έλεγε ο Βιλέν, παραφράζοντας το όνομα του. Έπρεπε να ταχτοποιηθεί χωρίς να το μάθει. Και κυρίως να σταλθεί ένα μήνυμα από στόμα σε στόμα σε όλους τους χρήστες, πώς δεν υπάρχει καμιά ανοχή σε όποιο σηκώνει χέρι,κλέβει την ντόπα και τα λεφτά.
Εύκολα ο Βιλέν έμαθε από το ξενοδοχείο ότι οι τρεις φίλοι είχαν αναχωρήσει για Καζαμπλάνκα με έναν ενδιάμεσο σταθμό σε κάποιο ξενοδοχείο-παλάτι μέσα στην έρημο.
Έφθασε με τον Ταρίκ και το ίδιο χρέπι ταξί με τα σεμέν στα παράθυρα την ώρα που οι Βερβερίνοι έκαναν το σώου τους πάνω στα άλογα. Ήταν μία από τις πολλές ατραξιόν για τουρίστες,η προσομοίωση μάχης,όπως και η αναπαράσταση γάμου.
Οι τρεις φίλοι μαστουρωμένοι, φώναζαν και αστειευόταν στην γλώσσα τους. Hταν και οι τρεις διαστάσεων Giant Silva17 και αν και οι άλλοι θεατές δείχνανε ενοχλημένοι δεν τόλμησαν να πούνε τίποτα.
Την ώρα που έπεφταν οι πυροβολισμοί καθισμένος στην ξύλινη αμφιθεατρική εξέδρα πίσω από τους τρεις Σκανδιναβούς τους πυροβόλησε τον καθένα από δύο φορές με το colt python του κουτσού. Οι έξι συνολικά πυροβολισμοί μπερδεύτηκαν από τους άσφαιρους πυροβολισμούς του σώου. Ο Βιλέν είχε χτυπήσει την πλάτη του μεσαίου σαν κάποιος ενοχλημένος θεατής που δεν βλέπει.
«Vad?18» του είπε αγριωπά.
Το πρόσωπο του ήταν σκυθρωπό δεν απάντησε.Το καυτό μολύβι φυτεύτηκε στο στομάχι τους. Τους ακούμπησε τον έναν πάνω στον άλλο. Όλοι ήταν απορροφημένοι με το σώου. Κανείς δεν είχε πάρει είδηση. Σηκώθηκε και έκανε να φύγει. Μόλις ανέβηκε τα τελευταία σκαλοπάτια από την ξύλινη εξέδρα του σώου, σηκώθηκε και κάποιος ακόμα που ο Ρώσος δεν είδε. Ήταν σαν σκιά που βγήκε από το σκοτάδι. Ο άγνωστος περίμενε να περάσει από μπροστά του ο Βιλέν και όταν πια του είχε γυρίσει την πλάτη, κινήθηκε με νευρικές στακάτες κινήσεις. Ο Ταρίκ περίμενε έξω από το ξενοδοχείο με την μηχανή αναμμένη. Όταν μπήκε στο ταξί ο Βιλέν τον είδε να έχει ακουμπήσει το κεφάλι πάνω στο τιμόνι και έδειχνε να κοιμάται.
«Πάμε Ταρίκ, πάμε να φύγουμε από εδώ, δεν είναι ώρα για ύπνο.»
Ο Ταρίκ έμεινε ακίνητος. Ο Βιλέν ένοιωσε μέσα στου να τσιτώνει. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσε να δεί την τρύπα στον κρόταφο του Μαροκινού οδηγού του. Μπόρεσε να μυρίσει όμως την μυρωδιά του αίματος. Ένα καμπανάκι κινδύνου χτυπούσε μέσα στο κεφάλι του Ρώσου.
Άνοιξε την πόρτα για να βγει. Ένας άγνωστος άνδρας τον πλησίαζε με μοχθηρή έκφραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.
«Ο Βιλέν;» ρώτησε αν και φαινόταν να ξέρει ήδη την απάντηση.
Ήταν ψηλός, αδύνατος με κοντοκουρεμένα μαλλιά και περιποιημένο μούσι. Φορούσε ένα χακί στρατιωτικό τζάκετ χωρίς κανένα χαρακτηριστικό και μαύρο τζιν με επίσης μαύρα αδιάβροχα στρατιωτικά άρβυλα.
«Χαιρετίσματα από τον Ιβάν» είπε και πυροβόλησε τρεις φορές με ένα Walter PPK, πάνω στο οποίο είχε προσαρμόσει έναν σιγαστήρα.
Οι τρεις σφαίρες βρήκαν τον Βιλέν στο στήθος και σκίζοντας τον μυϊκό ιστό βγήκαν από την πλάτη. Λύγισε τα πόδια σαν να ήθελε ξαφνικά να γονατίσει.
Ο εκτελεστής έβαλε το Walter μέσα από το αμπέχωνο και σήκωσε το φερμουάρ. Σταύρωσε τα χέρια, χαμηλά στην κοιλία για να συγκρατήσει το όπλο και έριξε μία τελευταία μοχθηρή ματιά. Απομακρύνθηκε πριν τελειώσει το σώου και ανάψουν οι προβολείς. Σε λίγο οι θεατές θα έβγαιναν στο δρόμο.
(16) Ναρκωτικό φάρμακο που χρησιμοποιούν οι χρήστες για να αντιμετωπίσουν τα στερητικά
(17) Giant Silva-αθλητής του wrestling.
(18) «Τι;» στα Σουηδικά.