Η ληστεία της Πέτρας Χ

Ο Ελιάς τρέχει πεσμένος πίσω στ’ άλογο και το αίμα του κοκκινίζει τα χιόνια | Το θέατρο και ο κινηματογράφος θα υποστούν τέλεια επανάσταση και αναστάτωση με την εφεύρεση αυτή

Κεφάλαιο 19 (19 Νοεμβρίου 1928)

Η αμαξοστοιχία πλησιάζει στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θήβας. Ήδη οι επιβάτες από τα παράθυρα των κουπέ τους μπορούν να δουν τους πρώτους διαβάτες –αγρότες που οδηγούν τα άλογά τους φορτωμένα με το αλέτρι προς τους αγρούς. Αυτοί μπορούν να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς χειροπέδες. Ο Γιάννης και ο Θύμιος Ρέντζος μπορούν μόνο να αναπολούνε το παρελθόν τους από τα παράθυρα του βαγονιού και να βλέπουνε τους κάμπους και τα πευκόφυτα βουνά.

Ο σταθμάρχης στην τηλεγραφική μηχανή έχει πληροφορήσει ότι η ταχεία πέρασε μόλις από τη στάση Βαγίων. Εντός είκισι λεπτών, την ώρα της ανατολής του ηλίου, θα έχει φτάσει στη Θήβα. Ήδη ακούγεται ο πρώτος συριγμός που προειδοποιεί για την άφιξή της.

Στο σταθμό βρίσκονται ο υπομοίραρχος αστυνόμος της Θήβας και δυο χωροφύλακες, μάλλον προς ικανοποίηση ατομικής περιέργειας παρά προς εκτέλεση καθήκοντος, αφού τώρα δεν πρόκειται να αντικρύσουν τα διαβόητα αδέλφια ως μέλη καταδιωκτικού αποσπάσματος. Άνθρωποι περίεργοι μαζί με πλήθος άλλων ανθρώπων που έρχονται σε ομάδες από το κοντινό χωριό Πυρί και από τη Θήβα.

Οι συρρέοντες έχουν καταλάβει επίκαιρες θέσεις. Αναρριχώνται στα δέντρα, τις χαμηλές στέγες των ελάχιστων οικημάτων του σταθμού και στο ξύλινο κιγκλίδωμά του. Τα βλέμματα είναι στραμμένα προς την κατεύθυνση της μηχανής που πλησιάζει.

«Έρχονται! Τους φέρνουνε!»                 

Η αμαξοστοιχία σταθμεύει με κάποια υπερηφάνεια, καίτοι άψυχη συμμετέχει στο γεγονός της μεταγωγής των δυο τρομερών αδελφών στην Αθήνα από τη Βάρνα. Τα θεμέλια των κεφαλών τους είναι πια σαθρά. Δύσκολο να τα κρατήσουνε στους ώμους τους. Αυτό είναι μέσα στα ρίσκα του επαγγέλματος και από κάποια σκοπιά ξεπεράσανε τις προσδοκίες τους σε διάρκεια.

Δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψει κανείς το κουπέ τους. Από τα τζάμια ενός βαγονιού δεύτερης θέσης κάπου στο μέσο της αμαξοστοιχίας, φαίνονται οι αστυφύλακες και ανάμεσά τους ο Γιάννης και ο Θύμιος καταπτοημένοι, με την αγωνία και την κούραση εξωτερικευμένη στα πρόσωπά τους, υπό μορφή ελαφρών ρυτίδων και άφθονης χλωμάδας. Οι άνθρωποι εδώ τους βλέπουν και τους μυκτηρίζουν. Ο Γιάννης Ρέντζος τους κοιτάζει με ψυχρότητα και ενδεχομένως να σκέφτεται πως αν η δράση του είχε επεκταθεί μέχρι τη Θήβα, τώρα θα τους έβλεπαν με μεγαλύτερο σεβασμό.

Η αμαξοστοιχία ξεκινάει. Ο Θύμιος συνεχίζει να κάθεται στο απέναντι κάθισμα από τον Γιάννη, ενώ ο καθένας τους έχει στην κάθε πλευρά του από έναν μπασκίνα. Από το βλέμμα του Θύμιου πετάγονται γιαταγάνια και χατζάρια να πνίξουν στο αίμα όλους όσους αυτή τη στιγμή είναι κοντά και τους κοιτάζουν χωρίς να τους σέβονται, χωρίς να τους φοβούνται και χωρίς να τους τρέμουν. Έχουνε στα χέρια χειροπέδες και στο δεξί πόδι μια βαριά αλυσίδα, την οποία τους πέρασε η βουλγάρικη αρχή αμέσως μετά τη σύλληψή τους. Στη Βουλγαρία αυτή η μεταχείριση προβλέπεται. Μόλις φτάσουνε στην ελληνική φυλακή, θα τους τις βγάλει ο σιδηρουργός, γιατί οι κρίκοι στα πόδια τους είναι συγκολλημένοι.

*

Η συνεχής βροχή των προηγούμενων ημερών μάζεψε επιτέλους τον κόσμο στα σπίτια του, που καλά και σώνει δεν εννοούσε να παραδεχτεί ότι έφτασε ο χειμώνας. Άρχισαν οι βεγγέρες, τα τσαγάκια και οι εν κλειστώ χώρω συγκεντρώσεις. Σε κάποιες από αυτές τις συγκεντρώσεις, σίγουρα οι παρέες θα συζητούν για τις εξελίξεις στην τηλεμηχανική. Για τον νέο κόσμο που υπόσχεται η τηλεόραση. Ο άνθρωπος στο εξής, λέει, πηγαίνοντας στο τηλέφωνο, όχι μόνο θα ακούει τη φωνή του προσώπου με το οποίο θα μιλάει, αλλά θα βλέπει και το πρόσωπό του. Η νέα επιστήμη υπόσχεται ότι ο συγχρονισμός μεταξύ της φωνής και των κινήσεων του ανθρώπου, στην άλλη άκρη της γραμμής, θα είναι τέλειος. Θα γίνεται δηλαδή από το γραφείο του κάποιος να παραβρίσκεται στις διαδηλώσεις και τις στρατιωτικές παρελάσεις που θα εξελίσσονται στους δρόμους της Νέας Υόρκης ή του Πεκίνου, ακούγοντας συγχρόνως και τις ζητωκραυγές που θα τις συνοδεύουν! Το θέατρο και ο κινηματογράφος θα υποστούν τέλεια επανάσταση και αναστάτωση με την εφεύρεση αυτή. Όταν η ραδιοφωνία συνδυαστεί με την τηλεόραση, θα γίνει πραγματικότητα το θέατρο στο σπίτι. Ο τηλεκινηματογράφος θα είναι η αυριανή διασκέδαση. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να ελαττωθούν οι σημερινές κινηματογραφικές αίθουσες. Κάθε σπίτι θα έχει από μία και εκεί θα συγκεντρώνονται τα μεγαλύτερα γεγονότα όλου του κόσμου.

Σε κάποια άλλη συγκέντρωση, είναι πιθανόν να συζητούν για τη νέα οικονομική πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου και το αναπόδραστο της αποτυχίας της, καθώς με πρόχειρους πειραματισμούς δεν μπορεί να λυθεί το οικονομικό πρόβλημα. Κάποιοι άλλοι θα συμφωνούν ότι ο φασισμός είναι ένα μέγα ιστορικό φαινόμενο και πως κατάφερε να επιβληθεί χάρη στα μεγάλα πλεονεκτήματα τα οποία περιέχει το δόγμα του. Ο Ντούτσε θριαμβεύει, έστω και παρά τα συμπεράσματα κάποιων που ακόμα αμφιβάλουν. Κάποιοι άλλοι συζητάνε για το σκάνδαλο της Πάουερ, ενώ άλλοι για τη σημασία που έχει ο αγώνας των καπνεργατών. Όμως είναι περισσότερο από βέβαιο πως οι περισσότερες συγκεντρώσεις θα έχουν έστω μια αναφορά στη σύλληψη και την έκδοση των Ρεντζαίων.      

Κεφάλαιο 20 (Χειμώνας 1923-1924)

Τη μια τουφεκιά ακολούθησε κι άλλη και άλλες πολλές. Ο Θύμιος τρέχει και φυλαχτά-φυλαχτά ανοίγει την πόρτα για να δει. Ένας από τους δικούς τους άλλαζε βόλια με πέντε χωροφύλακες κι έναν νωματάρχη. Σ’ αυτές τις δουλειές κουράγιο και ταχύτητα χρειάζονται. Κοιτάξανε να δούνε αν θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν ο Συντόρης και ο Γιώργος, όμως δεν ήταν για κουβέντα. Ήταν και οι δυο τους στουπί.

«Βρε μας σκοτώνουν», φωνάζει ο Θύμιος.

«Άσε κι ας μας σκοτώνουν», λέει ο Συντόρης, ενώ ο Γιώργος υπερθεματίζει:

«Τώρα αξίζει ο θάνατος.»

Ό,τι έπρεπε να γίνει κάτω από αυτές τις συνθήκες, έπρεπε να το κάνουνε τα αδέλφια μόνα τους. Αρπάζουνε τα τουφέκια κι αρχίζουν τα βόλια. Οι χωροφύλακες οι κακόμοιροι πυροβολούν κι αυτοί, αλλά το χαμηλό μέρος που είναι δεν τους βοηθάει να κάνουν περισσότερο το παλικάρι. Προτιμούνε να κάνουν φρόνιμα λοιπόν, να οπισθοχωρήσουν και να φύγουν.

Ύστερα από αυτά τα επεισόδια, δεν ήταν δυνατόν να παραμείνουν στο μέρος εκείνο. Το απόσπασμα που χτυπηθήκανε θα έτρεχε τώρα να μαζέψει ολόκληρο σύνταγμα. Καταβρέχουν με νερό τον Συντόρη και τον Γιώργο και καταφέρνουν να τους συνεφέρουν λίγο. Διώχνουν τις δυο γυναίκες, ντύνουν τον Ελιά στρατιωτικά και κατά τα ξημερώματα από δω παν’ οι άλλοι. Κακοπάθανε εκείνη τη νύχτα γυρίζοντας μέσα στα χιόνια και το ξεροβόρι. Τον αιχμάλωτο τον έχουνε καβάλα στο άλογο και εκείνοι προχωράνε πεζή. Όλη την ημέρα περπατάνε δρασκελώντας χαράδρες, χιονιές και ποτάμια.

Και να το χειρότερο. Μόλις είχε σουρουπώσει τη βραδιά της άλλης μέρας, κάτω σε ένα λόφο, φάνηκαν οκτώ άνθρωποι ντυμένοι πολιτικά με τους γκράδες τους. Τους βλέπουν κι πιάνουν πόστα. Χωρίς να χάσουν στιγμή αρχίζουν τις τουφεκιές. Ο Συντόρης που έχει τώρα ξεμεθύσει φωνάζει:

«Πιάστε θέσεις. Χτυπάτε! Χτυπάτε!»

Και το τουφεκίδι ανάβει. Μισή ώρα κράτησε, αλλά μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπαν ο ένας τον άλλον. Η συμμορία των Ρεντζαίων, για κακή τους τύχη, έσωσε γρήγορα από βόλια. Οι άλλοι όμως είχαν και έριχναν ακατάπαυστα. Ο Γιάννης τούς φωνάζει να σκορπίσουν, να μη σκοτωθούνε όλοι. Αυτό το είδε ο αιχμάλωτος και ξαφνικά, αφού τόση ώρα στεκόταν σαν χαμένος και κοιτούσε τη συμπλοκή, χιμάει στο άλογο, το καβαλάει πάλι και παίρνει δρόμο σαν αστραπή. Ο Συντόρης, που το είδε, δεν χάνει τον καιρό του. Αρπάζει το τουφέκι του και ρίχνει. Ο Ελιά τρέχει πεσμένος πίσω στ’ άλογο και το αίμα του κοκκινίζει τα χιόνια.

«Πάει κι αυτός», λέει ο Γιάννης και τους διατάζει να χωριστούν.

«Στον Ασπράγγελο θ’ ανταμώσουμε μεθαύριο βράδυ», τους λέει.

Και χωριστήκανε με την ιδέα ότι αυτή τη φορά έχασαν τη δουλειά από τα χέρια τους.

*

Δεν ήταν απόσπασμα αυτό με το οποίο συμπλακήσαν, αλλά άλλη συμμορία που τους πέρασε για χωροφύλακες επειδή φορούσανε τις χακί στολές. 

Ο μόνος τραυματίας από την εκ παρεξηγήσεως γενόμενη συμπλοκή ήταν ο φουκαράς ο Ελιά ο Μαραμένος. Μετά από κάμποσες τουφεκιές, εξαφανίστηκαν και οι δυο συμμορίες προς αντίθετες κατευθύνσεις, θεωρώντας και οι δύο τον άλλον χωροφυλακή. Ο αιχμάλωτος που τους είχε ξεφύγει κυλιόταν μέσα στα χιόνια με τέσσερις σφαίρες στο σώμα του, αναίσθητος σχεδόν, και, με μόνο του σύντροφο το άλογο, έμεινε εκεί όλη τη νύχτα, περισσότερο από δεκαπέντε ώρες. Οι πόνοι και η αιμορραγία τον είχαν εξαντλήσει εντελώς. Εντωμεταξύ, το χιόνι εξακολουθεί να πέφτει άφθονο και φτάνει σε ύψος τριάντα και πλέον εκατοστά.

Τα ξημερώματα πέρασε από το μέρος εκείνο ένας χωρικός από την Ποδαγορά. Από μακριά αντελήφθη το άλογο και του φάνηκε ότι ήταν νεκρό. Με αυτή την ιδέα προσπάθησε να αφαιρέσει τη σέλα και τα άλλα εξαρτήματα που ήταν στη θέση τους. Ο Μαραμένος ήταν σχεδόν καλυμμένος από το χιόνι και δεν τον αντιλήφθηκε αμέσως. Μόλις πλησίασε περισσότερο, είδε κάτω από τη χοντρή κάπα να κινείται κάτι. Και μόλις τη σήκωσε, είδε έναν άγνωστο άνθρωπο, πλημμυρισμένο μέσα στο αίμα, αναίσθητο σχεδόν, με μεγάλα μαλλιά και γένια και στολή χακί να τον παρατηρεί με βλέμμα απλανές. Έκπληκτος για το απροσδόκητο εύρημα, τον ρώτησε:

«Ποιος είσαι εσύ;»

Ο Μαραμένος δεν απάντησε. Περισσότερο περίεργος τώρα να εξακριβώσει τι συμβαίνει, ανασήκωσε το κεφάλι του τραυματία, καθάρισε πρόχειρα τα αίματα με το χιόνι και επανέλαβε την ερώτησή του. Ο Μαραμένος, που άρχισε πια να συνέρχεται, αφηγήθηκε στον χωρικό την περιπέτειά του, τη συμπλοκή, τη διαφυγή και την εγκατάλειψη.

Μόλις πληροφορήθηκε τα τεκταινόμενα, ο χωρικός παρέλαβε τον τραυματία και τον μετέφερε σε μια γειτονική στάνη. Εκεί, αφού τον περιποιήθηκε πρόχειρα και του έδεσε τις πληγές, τον εγκατέλειψε, λέγοντάς του ότι θα πάει να αναζητήσει γιατρό. Χωρίς να χάσει χρόνο, έσπευσε στη στάνη του Μερεμέτη, πρωτοξάδελφου των Ρεντζαίων, και τον ενημέρωσε με κάθε λεπτομέρεια για τα της ανακάλυψής του.

Ο Μερεμέτης τούς αναζήτησε στα γνωστά λημέρια και χωρίς μεγάλη δυσκολία τους εντόπισε, αναφέροντάς τους το ιστορικό της ανεύρεσης του αιχμαλώτου. Οι τρεις τους σπεύδουν στη στάνη, όπου βρίσκουν τον αιχμάλωτο σε ημιθανή σχεδόν κατάσταση από την αιμορραγία.

Πρώτη φροντίδα του Γιάννη ήταν να προβεί σε χειρουργική επέμβαση για την εξαγωγή των σφαιρών, διότι το ενδεχόμενο θανάτου του θα είχε ως συνέπεια την απώλεια των λύτρων. Χωρίς πολλούς δισταγμούς, ανασύρει από τη μέση του ένα πελώριο μαχαίρι και βγάζει τις δύο σφαίρες, παρά τις απελπισμένες κραυγές του θύματος. Οι άλλες δυο σφαίρες είχαν σφηνωθεί σε μέρος που ήταν αδύνατον να εξαχθούν και για αυτό παρέστη ανάγκη και δεύτερης χειρουργικής επέμβασης. Γλυκά-γλυκά, βγάζει ο Γιάννης τις σφαίρες από το κορμί του Ελιά και έτσι δεν γαγγραίνιασε και έζησε.                  

Η άλλη συμμορία, μόλις έμαθε τι συνέβη και ότι εξαιτίας τους κινδυνέψανε να χάσουνε τον αιχμάλωτο, φοβήθηκε την τιμωρία της και δραπέτευσε στην Αλβανία και μέχρι τη σύλληψη των Ρεντζαίων έμεινε εκεί.   

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Sic transit gloria mundi | Άντε παιδί μου. Και κοίτα να μπεις στο δρόμο του Χριστού. Να βαφτιστείς και τότε ό,τι με θέλεις είμαι παρόν)

Καμία δημοσίευση για προβολή