Ο επισκέπτης μας κλονίστηκε και στηρίχθηκε στην θερμάστρα με το δεξί του χέρι. Ο Χολμς άνοιξε το χρηματοκιβώτιο του και έβγαλε το μπλε ρουμπίνι το οποίο έλαμπε σαν αστέρι με μια ψυχρή λάμψη να εκπέμπεται από κάθε του γωνία. Ο Ράιντερ στέκονταν όρθιος με το πρόσωπο συσπασμένο, αβέβαιος για το αν έπρεπε να παραδεχτεί ή να αποκηρύξει.
«Αρκεί η κωμωδία Ράιντερ, είπε ο Χολμς. Εμπρός, σηκωθείτε πριν καταρρεύσετε πάνω στην φωτιά. Βοηθήστε τον λοιπόν Ουότσον να καθίσει. Δεν είναι ακόμα αρκετά διεφθαρμένος για να διαπράττει ψύχραιμα το έγκλημα. Δώσε του λίγες σταγόνας κονιάκ να συνέλθει. Τώρα μου φαίνεται καλύτερα.»
Ο ήρωας μας βρίσκονταν σε κακά χάλια αλλά το οινόπνευμα τον αναζωογόνησε κάπως. Κάθισε τότε κοιτάζοντας μας με κατάπληξη.
«Γνωρίζω όλη την υπόθεση και έχω και τις σχετικές αποδείξεις, ώστε λίγα μόνο πράγματα πρόκειται να μου εξηγήσετε», του είπε ο Χολμς. Εν τούτοις καλά θα κάνετε να μου τα πείτε όλα. Γνωρίζατε λοιπόν την ύπαρξη της πολύτιμης αυτής πέτρας της κόμισσας Μορκάρ;»
«Η Κατερίνα Κούσακ μου ανέφερε γι’ αυτήν» είπε με τρεμάμενη φωνή.
«Καταλαβαίνω. Η θαλαμηπόλος της κόμισσας. Λοιπόν, δεν μπόρεσες ν’ αποφύγεις τον πειρασμό να γίνεις πλούσιος μονομιάς. Δεν υπήρξες όμως πολύ εκλεκτικός στα μέσα που μεταχειρίσθηκες προς τούτο. Μου φαίνεται Ράιντερ ότι κρύβεται ένας μικρός κακούργος μέσα σου. Γνώριζες ότι ο υδραυλικός ο Χόρνερ είχε καταδικασθεί άλλοτε για παρόμοια υπόθεση και ότι επομένως οι υπόνοιες θα βάρυναν αυτόν περισσότερο. Τι έκανες τότε; Χάλασες κάτι στο δωμάτιο της κυρίας, εσύ και η συνένοχος σου Κούσακ και κανονίσατε έτσι τα πράγματα, ώστε να καλέσουν ακριβώς τον εργάτη που θέλατε ‘σεις. Όταν δε εκείνος έφυγε, ανοίξατε το κουτί με τα κοσμήματα, και κατόπιν φωνάξατε και προκαλέσατε την σύλληψη του δυστυχισμένου ανθρώπου. Τότε…»
Ο Ράιντερ έπεσε αιφνιδίως στο δάπεδο και άρπαξε τα γόνατα του συντρόφου μου:
«Για τον Θεό λυπηθείτε με», του είπε. «Συλλογιστείτε τον πατέρα μου, την μητέρα μου. Αυτό θα τους συνέτριβε. Δεν έκανα έως τώρα κανένα κακό. Σας ορκίζομαι να μην ξανακάνω. Το ορκίζομαι επί της Βίβλου. Σας ικετεύω μη με στείλετε στο δικαστήριο. Όχι, κύριε, μην το κάνετε.»
«Κάθισε», του είπε με αυστηρότητα ο Χολμς. «Αρχίζεις να έρπεις τώρα και αν ικετεύεις, ενώ δεν σκέφτηκες διόλου τον δυστυχή Χόρνερ ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε.»
«Θα φύγω κύριε Χολμς. Θα εγκαταλείψω την χώρα. Και τότε η κατηγορία εναντίον του θα καταπέσει μόνη της.
«Χμ! Θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό. Και τώρα θέλω ν’ ακούσω την ιστορία από το στόμα σου. Πως η πέτρα βρέθηκε μέσα σε μια χήνα; Και πως αυτή η χήνα βρέθηκε στην αγορά; Πες μου την αλήθεια όμως. Είναι η μόνη σου ελπίδα!»
Ο Ράιντερ έσπευσε να απαντήσει:
«Θα σας τα διηγηθώ όλα όπως ακριβώς συνέβησαν» είπε. «Όταν ο Χόρνερ συνελήφθη, μου φάνηκε προτιμότερο να απαλλαγώ αμέσως από την πέτρα, διότι πιθανόν η αστυνομία να ενεργούσε έρευνα και στο δωμάτιο μου. Δεν υπήρχε όμως κανένα ασφαλές μέρος στο ξενοδοχείο. Βγήκα με την πρόθεση να εκτελέσω μίαν παραγγελία και πήγα στην αδελφή μου που έχει παντρευτεί κάποιον Όκσοτ και μένει στην οδό Μπρίξτον όπου τρέφει χήνες, τις οποίες πουλάει στην αγορά. Σε όλον τον δρόμο οι άνθρωποι που συναντούσα μου φαίνονταν σαν αστυφύλακες. Η αδελφή μου με ρώτησε γιατί ήμουν ωχρός. Της είπα ότι ταράχθηκα από μία κλοπή που είχε γίνει στο ξενοδοχείο. Πήγα κατόπιν στην αυλή πίσω από το σπίτι και άναψα την πίπα μου αναζητώντας τί πρέπει να κάνω.
Είχα άλλοτε ένα φίλο που τον έλεγαν Μώτλεϋ και ο οποίος πήρε τον κακό δρόμο και έμεινε κάμποσο καιρό φυλακή Πεντοβίλ. Τον είχα συναντήσει μία μέρα και μου ανέφερε για διάφορα τεχνάσματα κλεφτών και τους τρόπους που βρίσκουν να ξεφορτώνονται τα κλεμμένα. Ήξερα πως μπορούσα να ‘χω εμπιστοσύνη σ’ αυτόν και αποφάσισα να τον ευρώ στο Χίλμπορν για να μου πει πως να πουλήσω το κόσμημα. Αλλά πως να πάω έως εκεί; Μπορούσαν να με πιάσουν και να με ερευνήσουν. Η πέτρα βρισκόταν στην τσέπη του γιλέκου μου. Καθώς σκεπτόμουν όλα αυτά τα μάτια μου έπεσαν πάνω στις χήνες που γύριζαν την αυλή και ξαφνικά τότε μου ήλθε μια ιδέα που θα μπορούσε να κερδίσει και τον καλύτερο ντετέκτιβ που πέρασε ποτέ.