«Όχι, αλλά μέσα σ’ αυτές υπήρχε και μια που ήταν δική μου, στέναξε ο κοντός ανθρωπάκος.
«Ε, λοιπόν. Ζήτησε την από την κυρία Όκσοτ.
«Εκείνη μου είπε να την ζητήσω από σας.»
«Λοιπόν. Πήγαινε ζήτα την από το Βασιλέα της Πρωσσίας. Φτάνει πια. Πήγαινε στο διάβολο.» Προχώρησε θυμωμένος προς τον συνομιλητή του, ο οποίος εξαφανίσθηκε στο σκοτάδι.
«Ω, αυτό μπορεί να μας απαλλάξει της επισκέψεως στην οδό Μπρίξτον» ψιθύρισε ο Χολμς. Ακολουθήστε με και θα δούμε τι μπορούμε να βγάλουμε από αυτόν τον κύριο. Τρέχοντας ο φίλος μου μέσα από διάσπαρτους ομίλους κόσμου που τεμπέλιαζαν γύρω από τους φωτισμένους πάγκους πλησίασε τον κοντό άνθρωπο και τον άγγιξε στον ώμο.
Εκείνος στράφηκε απότομα και παρατήρησα, ότι είχε γίνει κάτωχρος.
«Ποιός είσθε και τι με θέλετε; Ρώτησε με τρέμουσα φωνή.
«Με συγχωρείτε», του είπε με μελίρρυτο τόνο ο Χολμς, «αλλά χωρίς να θέλω άκουσα τις ερωτήσεις που κάνατε πριν λίγο στον έμπορο. Νομίζω πως εγώ είμαι σε θέση να σας πληροφορήσω.»
«Εσείς; Ποιος είστε εσείς και πως μπορεί να γνωρίζετε κάτι από αυτήν την υπόθεση;»
«Ονομάζομαι Σέρλοκ Χολμς. Είναι δουλειά μου να γνωρίζω ό,τι οι άλλοι αγνοούν.»
«Μα τι μπορεί να γνωρίζετε σχετικά;»
«Συγγνώμη. Τα ξέρω όλα. Ζητείτε να μάθετε τί έγιναν οι χήνες τις οποίες η κυρία Όκσοτ της οδού Μπρίξτον πούλησε σε ένα έμπορο ονόματι Μπράκιρτζ και εκείνος κατόπιν τις πούλησε στον κύριο Οιΐντιγκαντ του Άλφα, ο οποίος πάλι τις έδωσε στην επιτροπή της οποίας μέλος είναι ο κύριος Ένρυ Μπάικερ.»
«Ω κύριε! Είστε ακριβός ο άνθρωπος, τον οποίον ζητώ, φώναξε ο κοντός ανθρωπάκος, με τεντωμένα χέρια και τρεμάμενα δάκτυλα. Δεν μπορώ να σας πω πόσο πολύ με ενδιαφέρει αυτή η υπόθεση.»
Ο Σέρλοκ Χολμς κάλεσε ένα μόνιππο που περνούσε. «Θα κάνουμε καλλίτερα είπε να συζητήσουμε σε ένα ζεστό δωμάτιο, παρά στην υπαίθρια αγορά. Σας παρακαλώ όμως πρώτον να μου πείτε με ποιόν έχω την τιμήν να μιλώ;»
Ο άγνωστος δίστασε προς στιγμήν. «Ονομάζομαι Τζον Ρόμπινσον», απάντησε με μια λοξή ματιά.
«Όχι, όχι, το αληθινό σας όνομα θέλω» είπε γλυκά ο Χολμς. «Είναι πάντοτε ενοχλητικό να ασχολείται κανείς με μιαν υπόθεση υπό ψευδώνυμο.
Το αίμα κάλυψε τα λευκά μάγουλα του αγνώστου. «Ε, λοιπόν, είπε. Το αληθές μου όνομα είναι Τζέιμς Ράϊντερ.»
«Ακριβώς, επικεφαλής του ξενοδοχείου «Κοσμοπόλιταν». Ανεβείτε στο αμάξι και σύντομα θα σας πω παν ό,τι επιθυμείτε να μάθετε.»
Ο ανθρωπάκος στέκονταν εκεί ακίνητος ρίχνοντας εναλλάξ πλάγια βλέμματα σε καθένα από μας με μάτια στα οποία διάβαζε κανείς πότε τρόμο και πότε ελπίδα σαν κάποιος που δεν ήταν σίγουρος αν βρισκόταν εμπρός σε ένα θεόσταλτο δώρο ή σε μια καταστροφή. Απεφάσισε επί τέλους να ανέβει στο αμάξι. Μετά από μισή ώρα βρισκόμασταν στο σαλόνι της οδού Μπαίκερ. Δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε λέξη, κατά την διαδρομή όμως η έντονη και λεπτή αναπνοή του νέου μας συντρόφου, και το κούμπωμα και ξεκούμπωμα των χεριών του, πρόδιδαν την νευρική ένταση εντός του.
«Φτάσαμε», είπε ο Χολμς μόλις εισήλθαμε στο σαλόνι. «Έχουμε και ωραία φωτιά, απαραίτητη με αυτόν τον καιρό. Φαίνεστε παγωμένος κύριε Ράϊντερ. Καθίσατε παρακαλώ. Θα φορέσω, αν μου επιτρέπετε, τις παντούφλες μου πριν ασχοληθώ με την μικρή σας υπόθεση. Και τώρα είμαι δικός σας. Θέλετε να μάθετε τι έγιναν οι χήνες;»
«Μάλιστα, κύριε.»
«Ή μάλλον, υποθέτω, ότι ενδιαφέρεσθε για μία μόνο χήνα, μίαν άσπρη που είχε μια μαύρη γραμμή λοξά στην ουρά της.»
Ο Ράϊντερ έτρεμε από συγκίνηση. «Ω! κύριε, κραύγασε, μπορείτε να μου πείτε τί έγινε αυτή η χήνα;»
«Την έχω εδώ.»
«Εδώ;»
«Μάλιστα. Ήταν μια αξιοπερίεργη χήνα, άλλωστε, και δεν εκπλήσσομαι που ενδιαφέρεσθε τόσο γι’ αυτήν. Μετά τον θάνατόν της, γέννησε ένα θαυμάσιο γαλάζιο αυγό. Το έχω κρύψει στο μουσείο μου.