Το μπαρ της Γιούλης

Δικαστικό διήγημα ή courtroom fiction. Μυθοπλασία με σχεδόν υπαρκτά πρόσωπα και εν δυνάμει πραγματικές καταστάσεις...

Το μπαρ της Γιούλης

Ο Νικόλας

Ο Νικόλας καθυστέρησε τρία χρόνια να τελειώσει τη Νομική καθώς ως φοιτητής είχε βυθιστεί σε μια ελαφρώς βαθιά εξάρτηση ηρωίνης. Είναι ψηλός και λιγνός, θα έλεγε κανείς ξερακιανός. Η μελαχρινή του χωρίστρα παρουσιάζει κάποια αραίωση στα μπροστινά του μαλλιά. Έχει ελάχιστες άσπρες τρίχες στα τριάντα εννιά του χρόνια. Κάτω από τα μάτια του έχει κύκλους μεταξύ μοβ και μαύρου χρώματος. Θα έλεγε κανείς βυσσινί. Την συνολικά κακή εμφάνιση σώζει κάπως το κοστούμι που φοράει συνεχώς από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στα δικαστήρια αυτή η στολή εργασίας ξεχωρίζει για την χαμηλή της ποιότητα, στο μπαρ της Γιούλης όμως κανένας δεν ασχολείται με τα σακάκια των άλλων.

Ο Νικόλας ήταν στο έκτο έτος όταν ο φίλος του ο Μήτσος ο Στάμος, φοιτητής των ΤΕΙ τότε, με καταγωγή από την Μυτιλήνη που τον είχε γνωρίσει στο πρώτο έτος και αράζανε επί χρόνια τα απογεύματα στο σπίτι της Γιούλης πίνοντας ναρκωτικά, συνελήφθη για διακίνηση μιας μικροποσότητας, «για να βγαίνει το πιόμα», καταλήγοντας για πρώτη φορά φυλακή. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Μήτσος τελικά ακολούθησε καριέρα μικροπαραβατικού, ημιεξαρτημένου, εγκλωβισμένου στο σισύφειο σωφρονιστικό τρίγωνο σπίτι-φυλακή-πιάτσα και συγχρόνως ο λόγος που ο Νικόλας τα έκοψε όλα μαχαίρι -ακόμα και το κάπνισμα-, καθάρισε και μέσα σε δυο χρόνια πέρασε ότι μάθημα χρωστούσε.

Μετά πήγε στρατό. Δεν ολοκλήρωσε την θητεία του καθώς απαλλάχθηκε λόγω ψυχολογικών προβλημάτων. Γενικώς δεν την πάλευε. Εκεί ξεκίνησε πάλι το τσιγάρο το οποίο δεν μπορεί να κόψει ξανά. Ναρκωτικά δεν ξανάγγιξε στην ζωή του. Από το μεσημέρι όμως με το που τελειώνει το δικαστήριο ξεκινάει με μερικές μπιρίτσες και καταλήγει το βράδυ στο μπαρ της Γιούλης στην Ιπποκράτους να καταβροχθίζει αρκετά ποτήρια μπέρμπον. Πέφτει για ύπνο κάθε βράδυ ψιλογκόλ περίπου στις 23:00.

Αυστηρά τηρεί ένα οφάκι την εβδομάδα, κάθε Δεύτερα. Δευτέρα δεν πίνει ό,τι και να γίνει. Τις Τρίτες ξυπνάει πιο κουρασμένος γιατί τις Δευτέρες κοιμάται καλύτερα.

Σηκώνεται κάθε μέρα στις 8:15 και στις 9:00 φτάνει με τα πόδια από το Γκύζη στα δικαστήρια αναζητώντας πελάτες στους διαδρόμους. Ως διαδρομιστής γλυτώνει έξοδα γραφείου, δουλειά γραφείου, ψέματα και ενοχές. «Καμιά ζωή δεν θα καταστραφεί εξαιτίας μου» συνηθίζει να λέει, «οι περιπτώσεις που αναλαμβάνω είναι σχεδόν πάντα άνθρωποι στο τελικό στάδιο της κοινωνικής και οικονομικής καταβύθισης που δεν έχουν τρόπο να πληρώσουν έναν δικηγόρο. Εκεί εμφανίζομαι εγώ, με διορίζει η έδρα με πληρώνει το κράτος και είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Όσοι καταλήγουν σε εμένα σημαίνει ότι τα πράγματα γι’ αυτούς δεν μπορούν να πάνε χειρότερα. Αν και σπάνια μπορούν να πάνε καλύτερα.»

Ο Μήτσος Στάμος

Το τηλέφωνο του Νικόλα είχε χτυπήσει την προηγούμενη μέρα στις 15:05. Ήταν ο Μήτσος Στάμος και του είχε εξηγήσει μέσα σε λίγες προτάσεις τι είχε συμβεί: «Ένας καριολόπουστας υπάλληλος με έπιασε μετά το επισκεπτήριο με πρέζα, ένα καπάκι μόνο. Δεν είναι για μένα το πρόβλημα, συγχωνεύω, αλλά τραβάνε και την γυναίκα για εισαγωγή ναρκωτικών σε φυλακή. Αυτή απλώς επισκεπτήριο ήρθε, δεν την είδε κανείς να μου δίνει το μπαλάκι. Μου το βρήκανε στην έρευνα καθώς επέστρεφα στη πτέρυγα και τώρα την τραβάνε την κοπέλα με τους καριόλες που μπλέξαμε. Ένας χοντροκώλης υπάλληλος που το σώμα του είναι σαν ρόμβος. Φαίνεται θα πήρε το σχήμα της σούφρας του. Λίγη πρεζούλα να βγει η φυλακή ρε φίλε, αφού με ξέρεις δεν αρρωσταίνω. Δεν είναι τίποτα η υπόθεση. Μόνο η μαρτυρία αυτού του μπατιρογαμιόλα που μου την βρήκε κρυμμένη στα παπάρια και έχει καταθέσει ότι μου την πέρασε η κοπέλα στο επισκεπτήριο. Έλα να σου πω. Μη πάει φυλακή το κορίτσι φίλε, κρίμα είναι…»

Ήταν κάπου το απόγευμα η στιγμή μιας εσωτερικής διαπάλης για το αν θα ασχοληθεί με την αυριανή υπόθεση ρίχνοντας καμιά ματιά, ως όφειλε, στην δικογραφία ή αν θα πάει στο μπαρ της Γιούλης να πιει μερικά μπέρμπον. Όλα έδειχναν ότι θα ηττούνταν σε αυτήν την μάχη οπότε για να σώσει τον αυτοσεβασμό του από αυτό το αναπόδραστο νοκ άουτ πέταξε λευκή πετσέτα στο ρινγκ και βγήκε να κοινωνήσει στο ναό των ταγγισμένων εξομολογήσεων.

Ο μουργόλυκος της Ντίσνεΐ

Μιας τέτοιας εξομολόγησης έτυχε να γίνει λειτουργός το βράδυ από έναν άγνωστο του τύπο που κάθονταν στο διπλανό σκαμπό της μπάρας, με φάτσα που του θύμιζε κάποιον από τους μουργόλυκους της Ντίσνεΐ. Επέμενε να του μιλάει σαν να ήταν στ’ αλήθεια φίλοι ή λες κι από κάπου να γνωρίζονται. Ο Νικόλας κουνούσε το κεφάλι συγκαταβατικά μέχρι να τον ξεφορτωθεί κι εκείνος ο μουργόλυκος μέσα σε λίγα λεπτά του είχε πει μια σειρά από πράγματα που ξεκινούσαν από τις κοινωνικές τους απόψεις και κατέληγαν σε προσωπικές του αποκαλύψεις.

«Ζούμε σε μια κοινωνία διεφθαρμένη αδελφέ, εμένα να ακούς, γι’ αυτό και εγώ από μικρός τους γράφω όλους στ’ αρχίδια μου. Μια ζωή αλητεία και γούστα είμαι. Ούτε το σχολείο τελείωσα να φανταστείς. Και τι έγινε; Ακούς; Με πλαστό πτυχίο λυκείου δουλεύω είκοσι χρόνια και κανείς δεν έχει πάρει χαμπάρι τίποτα, ακούς; Τέτοιο μπουρδέλο κράτος είμαστε. Έτσι είναι ο Έλληνας από τη φύση του, ανυπόταχτος».

Το μάγουλο του Χριστού

Το επόμενο πρωί στην αίθουσα του δικαστικού μεγάρου μια αχτίδα ήλιου χαστούκιζε το ένα μάγουλο του Χριστού που χωρίς να γυρίσει και το άλλο απλώς έχασκε στο υπερπέραν μέσα από την αναρτημένη κορνίζα εντός της οποίας βρίσκονταν εγκλωβισμένος. Ακριβώς από κάτω του έστεκαν οι τρεις μικροί θρόνοι που σε λίγο θα καταλάμβαναν οι δικαστές. Η αίθουσα είχε την μυρωδιά δημόσιας υπηρεσίας και η ατμόσφαιρα το βάρος δισεκατομμυρίων χρόνων κάθειρξης που συσσωρεύτηκαν εκεί με το πέρασμα των δεκαετιών.

Ο Μήτσος Στάμος που το ξανθό χρώμα των μαλλιών του είχε ξανοίξει με τα χρόνια δίνοντας άσπρες αποχρώσεις στις κοντοκουρεμένες μπούκλες του κάθονταν φορώντας τις χειροπέδες του στο εδώλιο του κατηγορούμενου και δίπλα η φίλη του χωρίς χειροπέδες γερμένη στο αυτί του κάτι του ψιθύριζε. Ο μπάτσος των μεταγωγών στέκονταν πάνω από το κεφάλι τους βαριεστημένος και αδιάφορος.  

Η έδρα εμφανίστηκε, οι συνήγοροι και οι ελάχιστοι παριστάμενοι στην αίθουσα, κατά βάση κατηγορούμενοι σε κάποια επόμενη υπόθεση της ημέρας που ήρθαν νωρίς για να είναι σίγουροι ότι δεν θα δικαστούν ερήμην, σηκώθηκαν όρθιοι όπως ορίζουν οι τύποι. Ο Πρόεδρος διάβασε το όνομα του μοναδικού μάρτυρα κατηγορίας προκειμένου να εμφανιστεί και να καταθέσει.

Ο Νικόλας κοίταξε προς το μέρος του κοινού για να τον εντοπίσει. Το ακαθόριστο από μακριά πρόσωπο του ανθρώπου με το ρομβοειδές σώμα, σταδιακά και όσο πλησίαζε έπαιρνε μορφή. Την μορφή ενός μουργόλυκου της Ντίσνεϊ. Η κατηγορούμενη κοίταξε στο πάτωμα, ο κατηγορούμενος κοίταξε για λίγο τον Χριστό. Ο συνήγορος και ο μάρτυρας αντάλλαξαν ένα βλέμμα που διήρκησε για ένα δέκατο της στιγμής όσο και η επισφράγιση μιας σιωπηρής συμφωνίας…  

Τέλος

Τσεκάρετε βιβλιαράκια που μπορεί να σας αρέσουν:

Καμία δημοσίευση για προβολή