Έπειτα από επτά έτη αγωνίας στα οποία προστέθηκαν οι τελευταίες ημέρες ενός φρικαλέου μαρτυρίου, ο Νικόλαος Σάκκο και ο Βαρθολομαίος Βαντζέττι θανατώθηκαν κατά τις χθεσινές μεταμεσονύχτιες ώρες σύμφωνα με τους νόμους της Πολιτείας της Μασαχουσέτης.
Μια παγκόσμια διαμαρτυρία, η οποία δεν άφησε άθικτο κανέναν πολιτισμένο άνθρωπο και καμιά πολιτισμένη χώρα, δεν κατόρθωσε να αναστείλει ούτε την τελευταία στιγμή το χέρι του Νόμου. Έτσι οι δυο άσημοι Ιταλοί οι οποίοι κατά την διάρκεια της δίκης έγιναν γνωστοί στα πέρατα της οικουμένης, ανήκουν από σήμερα στην αιωνιότητα.
Δια της ηλεκτροτομήσεως τους, τέθηκε τελικά τέρμα στην σπουδαιότερη δικαστική υπόθεση που απασχόλησε ποτέ τα Αμερικανικά δικαστήρια.
Η Δικαιοσύνη μένει ικανοποιημένη
Τοιουτοτρόπως, η Δικαιοσύνη μένει ικανοποιημένη. Θα ήταν ευτύχημα αν της ικανοποιήσεως αυτής μετείχαν και τα εκατομμύρια εκείνα των ανθρώπων πάσης εθνικότητας, φυλής, θρησκεύματος και κοινωνικής τάξης τα οποία μέχρι στιγμής δεν έχουν πεισθεί ότι οι δυο θανατωθέντες κατάδικοι διέπραξαν όντως το έγκλημα για το οποίο πλήρωσαν τόσο ακριβά.
Οι αμφιβολίες αυτές όσον αφορά την έκβαση της μεγάλης δίκης της Μασαχουσέτης θα υφίστανται εφ΄ όσον η όλη υπόθεση δεν αναθεωρείται, ανεξαρτήτως του ο, τι έπαυσαν να ζουν τα δυο κύρια πρόσωπα περί τα οποία αυτή περιστράφηκε. Η Πολιτεία της Μασαχουσέτης την στιγμή αυτή αντιμετωπίζει την παγκόσμια κοινή γνώμη χωρίς αυτή να συμμερίζεται τις πολιτικοοικονομικές και κοινωνικές ιδέες του Σάκκο και του Βαντζέττι. Όμως αισθάνεται, φοβάται και υποπτεύεται ότι διεπράχθη μια από τις μεγάλες εκείνες δικαστικές πλάνες τις οποίες τίποτα δεν είναι πλέον δυνατόν να επανορθώσει.
Στον Κυβερνήτη της Πολιτείας της Μασαχουσέτης, Φούλλερ και στην Δικαιοσύνη της Μασαχουσέτης εναπόκειται να πείσουν τον πολιτισμένο κόσμο ότι καλώς θανατώθηκαν οι δυο κατάδικοι.
Δικαστές και Κυβερνήτης αρνούνται να δώσουν χάρη
Ο Φούλλερ αρνήθηκε μέχρι την τελευταία στιγμή να αναστείλει την εκτέλεση των δυο καταδίκων, να μετατρέψει την ποινή τους σε ισόβια δεσμά ή να διατάξει την αναθεώρηση της δίκης τους καίτοι επιτροπές επί επιτροπών έγκριτων Αμερικάνων τον επισκέφτηκαν στο Διοικητήριο και τον εξόρκισαν να μην επιτρέψει την ηλεκτροτόμηση των δύο καταδίκων διότι θα έστρεφε την παγκόσμια κοινή γνώμη κατά της Αμερικής.
Συγχρόνως, οι δικαστές των Ανωτέρων και των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Μασαχουσέτης και της χώρας εν γένει, αρνήθηκαν να επέμβουν υπέρ των καταδίκων ισχυριζόμενοι ότι είναι δήθεν αναρμόδιοι και ότι δεν επιθυμούν να επέμβουν στα εσωτερικά της Πολιτείας της Μασαχουσέτης.
Από το χθεσινό απόγευμα μέχρι τα μεσάνυχτα χιλιάδες εργατών, παρά τις αυστηρές αστυνομικές διαταγές και τις απαγορεύσεις οποιαδήποτε συγκέντρωσης, περικυκλώνουν συνεχώς το Διοικητήριο και συγκεντρώνονται στην ιστορική πλατεία Μπόστον Κόμμον, διαμαρτυρόμενοι για την επικείμενη θανάτωση των δυο καταδίκων. Οι αστυνομικοί έχουν συλλάβει εκατοντάδες διαδηλωτές και τους οδηγούν στα διάφορα αστυνομικά καταστήματα.
Ο Πορτογάλος κατάδικος Τσελεστίνος Μαδέιρος
Ο Νικόλαος Σάκκο και ο Βαρθολομαίος Βαντζέττι είχαν καταδικαστεί σε θάνατο για το φόνο του ταμία εργοστασίου της Μπράιηντρι και του βοηθού του στις 15 Απριλίου του 1920. Αμφότεροι επέμειναν μέχρι τέλους ότι ήταν αθώοι του εγκλήματος και ότι άδικα καταδικάστηκαν. Μαζί με αυτούς, χιλιάδες Αμερικάνοι, μη ανήκοντες στο Εργατικό κόμμα ή στην Εργατική τάξη, πιστεύουν στην αθωότητα των δυο ριζοσπαστών εργατών.
Μαζί με τους Σάκκο και Βαντζέττι, θανατώθηκε και ο Πορτογάλος κατάδικος Τσελεστίνος Μαδέιρος ο οποίος είχε καταδικαστεί σε θάνατο για το φόνο του ταμία Τράπεζας του Ρένθαμ εν έτη 1924. Ο Μαδέιρος είχε ομολογήσει επίσης ότι αυτός και τα μέλη της συμμορίας του είχαν διαπράξει τον διπλό, μετά ληστείας, φόνο για τον οποίον ο Σάκκο και ο Βαντζέττι καταδικάσθηκαν σε θάνατο.
Πολιτειακό Δεσμωτήριο Τσάρλεσταουν Μασαχουσέτης, 23 Αυγούστου 1927
Η παραμονή της εκτελέσεως υπήρξε μια ημέρα εξαιρετικά νευρική. Μόλις έγινε γνωστό ότι ο κυβερνήτης Φούλλερ είχε αρνηθεί να επέμβει υπέρ των δύο καταδίκων ο διευθυντής του Δεσμωτηρίου, κύριος Χέντρυ είπε στο καθένα των τριών καταδίκων ότι ευθύς μετά το μεσονύκτιο θα εκτελούνταν η θανατική ποινή τους.
Από της 8:40 εσπερινής ώρας, οι Σάκκο και Βαντζέττι καθώς και ο Μαδέιρος ειδοποιήθηκαν από ότι επρόκειτο να πεθάνουν. Αμφότεροι άκουσαν με ηρεμία την αναγγελία του προσεχούς θανάτου τους.
Οι κατάδικοι γνωρίζοντας πλέον ότι ουδεμία ελπίδα σωτηρίας απέμεινε φρόντισαν να τακτοποιήσουν όλες τις υποθέσεις τους, να κανονίσουν ακόμα κάθε σχέση την οποία είχαν με τον κόσμο αυτόν. Ο Σάκκο αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ημέρας του στην σύνταξη μιας μακράς επιστολής προς τον πατέρα του. Σε αυτήν ο ατυχής μελλοθάνατος διαβεβαιώνει ότι είναι αθώος από το έγκλημα «για το οποίο υποφέρω επτά ολόκληρα έτη. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη ότι η αθωότητα μου δεν θα αργήσει να αναγνωριστεί ακόμα και παρ’ αυτού του ανώτατου δικαστηρίου το οποίο απέρριψε την αίτηση μου για την αναθεώρηση της δίκης».
Στο μικρό του γιο έγραψε: «Να είσαι γενναίος και να μην κλαις! Μη λησμονείς ποτέ να βοηθάς τους αδυνάτους που ζητάνε βοήθεια και να υπερασπίζεσαι τους καταδιωκόμενους διότι αυτοί είναι οι καλύτεροι φίλοι σου. Είναι σύντροφοι σου οι οποίοι πολέμησαν και έπεσαν όπως ο πατέρας σου και θανατώθηκαν διότι αγωνίστηκαν για την ελευθερία όλων των φτωχών εργατών.»
Οι συνήγοροι των δύο καταδίκων κύριος Μουσμάνο και Χιλλ, οι οποίοι υπεράνθρωπος εργάστηκαν για να πετύχουν την αναθεώρηση της δίκης των δυο ηλεκτροτομηθέτων καταδίκων, επέστρεψαν στο δεσμωτήριο περί την 11η νυχτερινή και αποχαιρέτησαν τους καταδίκους κλαίγοντας σαν παιδιά.
Οι τρεις κατάδικοι αρνήθηκαν να δεχτούν οποιαδήποτε παραμυθία από τον ιερέα των φυλακών αιδεσιμότατο Μώρφυ ή να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων.
Ο Σάκκο παρέδωσε στον δεσμοφύλακα τις επιστολές που είχε γράψει και τον παρακάλεσε να τις ταχυδρομήσει. Ο Βαντζέττι είπε: «Οφείλουμε να υποταγούμε στο αναπόφευκτο».
Στο «Δωμάτιο των Νεκρών»
Ο Μαδέιρος, τρία λεπτά της ώρας μετά το μερονύχτιο, ο οποίος είχε κοιμηθεί ήσυχος οδηγήθηκε πρώτος συνοδευόμενος υπό των φυλάκων, στο «Δωμάτιο των Νεκρών». Η ηλεκτρική έδρα είχε ετοιμαστεί. Εξ ολοκλήρου μεταλλική για να εξασφαλιστεί το ανώτατο όριο επαφής αποτελείται από πλήθος αρπάγων και ονύχων.
Εν μέσω νεκρικής σιγής η σιδηρόθυρα του μικρού δωματίου άνοιξε για να εισέλθει ο κατάδικος και έκλεισε.
Ο Μαδέιρος οδηγήθηκε στην έδρα, και κάθισε επ’ αυτής χωρίς να πει τι. Ερρίφθη επ’ αυτής, και εντός ολίγων στιγμών προσεδέθη τόσο στερεά ώστε δεν ήταν δυνατόν πλέον να κινηθεί. Σε μικρή απόσταση είχαν τοποθετηθεί ορισμένοι μάρτυρες της εκτέλεσης: Λίγοι δεσμοφύλακες, υπάλληλοι, δημοσιογράφοι.
Αμέσως κατόπιν ο διευθυντής του δεσμωτηρίου κύριος Χέντρυ, ένευσε στον δήμιο Ροβέρτο Έλλιοτ να απολύσει το ηλεκτρικό ρεύμα. Ο δήμιος Έλλιοτ έστρεψε τον διακόπτη. Το σώμα του καταδίκου υπέστη σφοδρό κλονισμό και μέσα στα δεσμά του τα χέρια του συνεστράφηκαν ενώ οι φλέβες εξογκωθήκαν μέχρι διαρρήξεως. Το σώμα του ηλεκτροπληγέντως φαίνονταν σαν να έβραζε εσωτερικά. Ήταν μεσάνυχτα και δυο λεπτά. Ουδεμία κραυγή, ουδεμία λέξη εξήλθε από το στόμα του το οποίο συσπώταν σε φρικώδεις μορφασμούς. Οι κρόταφοι του ήταν περίρρυτοι εξ ιδρώτος.
Στις 12:09 η μεταβίβαση του ηλεκτρικού ρεύματος διεκόπη και ο γιατρός Μπούργκενς διαπίστωσε επισήμως τον θάνατο του. Το πτώμα του Μαδέιρος μεταφέρθηκε και οι δεσμοφύλακες μετέβησαν να φέρουν τον δεύτερο κατάδικο.
Ο Σάκκο
Δυο λεπτά της ώρας μετά οδηγήθηκε στο δωμάτιο ο Σάκκο. Ενώ οι δεσμοφύλακες καταγίνονταν στην εργασία της πρόσδεσης αυτός ψιθύρισε: «Χαίρε, χαίρε μητέρα μου, σύζυγοι, τέκνα και φίλοι μου!…». Έκλεισε τότε τους οφθαλμούς και οι δεσμοφύλακες του έσφιξαν το χέρι. Ο Σάκκο ήταν μεν ωχρός, διατηρούσε όμως την ψυχραιμία του και δεν θέλησε οι φύλακες να τον βοηθήσουν να καθίσει επί της καρέκλας.
Εν τέλη στρέφοντας το βλέμμα προς τους εφτά μάρτυρες της εκτελέσεως είπε σε αυτούς: «Καλή τύχη σας κύριοι!».
Ο κύριος Χέντρυ έδωσε το σύνθημα της θανάτωσης στον δήμιο, ώστε η μεγαλιωδέστερη εφεύρεση του ανθρώπου να χρησιμοποιηθεί για να του αποστερήσει την ζωή. Λίγα δευτερόλεπτα πριν ο δήμιος Έλλιοτ στρέψει τον ηλεκτρικό διακόπτη, ο Σάκκο πρόλαβε να αναφωνήσει στα Ιταλικά: «Ζήτω η αναρχία!».
Η μεταβίβαση του ηλεκτρικού ρεύματος επήλθε σαν κεραυνός σε όλο το σώμα του Σάκκο και τον συγκλόνισε ολόκληρο. Ο ιατρός του δεσμωτηρίου, Μπούργκενς διεπίστωσε επισήμως τον θάνατο μετά από δέκα λεπτά και προκήρυξε τον Σάκκο νεκρό ακριβώς στις 12:19 το ξημέρωμα.
Ο Βαντζέττι
Δυο λεπτά αργότερα οδηγήθηκε στο δωμάτιο της εκτέλεσης ο Βαρθολομαίος Βαντζέττι. Ο Βαντζέττι αντάλλαξε χειραψία με τρεις από τους φρουρούς τους οποίους αναγνώρισε και κατόπιν με τον διευθυντή του Δεσμωτηρίου κυρίου Χένρυ τον οποίον ευχαρίστησε «για την ευγενική προς αυτόν και τον Σάκκο συμπεριφορά του».
Η θλιβερή τελετή επαναλήφθηκε τότε ομοιόμορφα και τρίτη φορά. Οδηγηθείς στο τόπο της εκτέλεσης, μόλις ο Βαντζέττι κάθισε στην καρέκλα αναφώνησε:
«Επιθυμώ να σας πω για τελευταία φορά ότι είμαι αθώος. Ουδέποτε διέπραξα έγκλημα αν και ως άνθρωπος διέπραξα αμαρτίες. Σας ευχαριστώ για όσα εσείς καλοί μου φίλοι πράξατε για εμένα. Είμαι εντελώς αθώος του εγκλήματος για το οποίο ηλεκτροδοτούμε.» Κατόπιν έστρεψε το βλέμμα του προς τους μάρτυρες και είπε: «Επιθυμώ να συγχωρήσω εκείνους που με θανατώνουν καίτοι γνωρίζουν ότι είμαι αθώος»
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα η εκτέλεση άρχισε. Ο γιατρός Μπούργκενς διαπίστωσε τον θάνατο του τα μεσάνυχτα και 26 λεπτά. Ο ηλεκτρισμός εξυπηρέτησε για τρίτη φορά την αμερικανική δικαιοσύνη.
Χωρίς την μεταθανάτιο παρηγοριά
Κατά το διάστημα αυτό η σύζυγος του Σάκκο και η αδελφή του Βαντζέττι βρίσκονταν μαζί περιστοιχισμένες από τα παιδιά της πρώτης. Όταν σήμανε η μοιραία ώρα οι θρήνοι διπλασιάστηκαν. Η Λουίζια Βαντζέττι η οποία έσφιγγε στο χέρι της έναν μικρό σταυρό έπεσε γονυκλινής και προσευχήθηκε ενώ η Ρόζα, η σύζυγος του Σάκκο υπέφερε μόνη χωρίς την μεταθανάτιο παρηγοριά, χωρίς ελπίδα.
Μετά από μισή ώρα, τα τρία λείψανα εξήχθησαν του δωματίου της εκτέλεσης και μεταφέρθηκαν στο νεκροτομείο. Σήμερα θα παραδοθούν στους συγγενείς. Ο κυβερνήτης της Πολιτείας παρέμεινε στο Διοικητήριο μέχρι τις 12:15.
Τρίτη 23 Αυγούστου 1927