Η αδελφή μου μού είχε πει πριν από λίγες βδομάδες, ότι μπορούσα να διαλέξω μια χήνα για τα Χριστούγεννα. Δεν είχα λοιπόν παρά να πάρω από τώρα μία και αφού της δώσω να καταπιεί την πέτρα, να την μεταφέρω χωρίς κίνδυνο στο Χίλμπορν. Διάλεξα λοιπόν μια παχιά άσπρη με μια μαύρη γραμμή στην ουρά. Την έπιασα, της άνοιξα το ράμφος και της έχωσα βαθιά στο λάρυγγα την πέτρα. Το πλάσμα αντιτάχθηκε και αισθάνθηκε την πέτρα που κατεβαίνει στο στομάχι του. Εκείνη τη στιγμή κτύπησε το φτερό του και η αδελφή μου ακούγοντας τον θόρυβο, έτρεξε να δει τί συμβαίνει. Καθώς γύρισα για να της μιλήσω, η χήνα μου ξέφυγε από τα χέρια και έτρεξε να ανακατεύθηκε με τις άλλες.
“Τι έκανες λοιπόν στην χήνα Τζιμ;” με ρώτησε.
“Δεν μου είχες υποσχεθεί μια χήνα για τα Χριστούγεννα;” της απάντησα. “Τις έπιανα για να διαλέξω την παχύτερη.”
“Ω”, μου είπε εκείνη, “τη δική σου την έχουμε βάλει χωριστά. Είναι εκείνη η άσπρη χονδρή που βλέπεις εκεί κάτω. Έχουμε είκοσι έξι. Μια για σένα, μια για μας και είκοσι τέσσερις για πούλημα.”
“Η άλλη ζυγίζει πολύ περισσότερο”, μου απάντησε.
“Δεν πειράζει”, είπα “θέλω την άλλη και θα επιθυμούσα να την πάρω μαζί μου.”
“Όπως θέλεις, μου είπε. “Ποιά θέλεις, λοιπόν;”
“Αυτή την άσπρη με την μαύρη γραμμή στην ουρά.”
“Ωραία. Σφάξε την και παρε την.”
Πήρα την χήνα λοιπόν και πήγα στο Χίλμπορν. Διηγήθηκα στο φίλο μου τι είχα κάνει. Εκείνος γέλασε με την καρδιά του. Πήραμε μαχαίρι και ανοίξαμε την χήνα. Το αίμα μου όμως πάγωσε στις φλέβες μου, όταν είδα ότι δεν υπήρχε το διαμάντι στο στομάχι της. Είχα φαίνεται κάνει λάθος. Γύρισα αμέσως στης αδελφής μου και πήγα κατ’ ευθείαν στην αυλή. Δεν υπήρχε πια ούτε μία χήνα.
“Που είναι οι χήνες Μάγγη;” την ρώτησα.
“Στον έμπορο.”
“Ποιόν έμπορο;”
“Τον Μπρέκινριτζ στο Κόβεντ Γκάρντεν.”
“Μα είχε και άλλη χήνα με μαύρη γραμμή στην ουρά;”
“Ναι, Τζιμ. Ήταν δύο όμοιες που ποτέ μου δεν μπόρεσα να τις ξεχωρίσω.”
Τότε τα κατάλαβα όλα και έτρεξα όσο μπορούσα γρηγορότερα στο Μπάρκινριτζ. Μα αυτός τις είχε πουλήσει μαζεμένες τις χήνες και δεν ήθελε να μου πει σε ποιόν. Τον ακούσατε και ‘σεις ο ίδιος σήμερα το βράδυ. Ε, λοιπόν με τον ίδιο τρόπο μου απαντούσε πάντοτε. Η αδελφή μου νομίζει πως τρελάθηκα. Κάποτε το πιστεύω και εγώ ο ίδιος. Και τώρα ιδού εγώ κλέφτης χωρίς μάλιστα να κατορθώσω να απολαύσω το κέρδος, για το οποίο θυσίασα την τιμή μου. Ο Θεός να με λυπηθεί.»
Και άρχισε να κλαίει. Μία μακρά σιγή ακολούθησε την διήγηση του. Ο Χολμς σκέπτονταν. Κατόπιν σηκώθηκε και άνοιξε την θύρα.
«Εξέλθετε», είπε.
«Τί κύριε; Ο Θεός να σας ευλογήσει.»
«Ούτε λέξη. Πηγαίνετε.»
Ο άλλος δεν απάντησε. Μ’ ένα πήδημα βρέθηκε στην θύρα, την οποίαν έκλεισε με πάταγο. Και η σιγή επανήλθε γύρω μας.
«Στο κάτω-κάτω της γραφής,» μου είπε ο Χολμς, «δεν είμαι μισθωτός της αστυνομίας για να αναπληρώνω την ανεπάρκειά της. Εάν ο Χόρνερ κινδύνευε θα ήταν διαφορετικό το πράγμα. Αλλά το υποκείμενο αυτό δεν θα παρουσιασθεί στο δικαστήριο και η κατηγορία θα καταπέσει αφ’ εαυτής. Και εάν υποθέσουμε ότι ευνοώ ένα ένοχο, σώζω όμως ίσως μια ψυχή. Διότι ο άνθρωπος αυτός δεν θα διαπράξει ποτέ άλλη κλοπή. Εάν τώρα καταδικάζονταν, θα μεταβάλλονταν γρήγορα σε κακοποιό. Διανύουμε εξ’ άλλου την εποχή της συγχώρεσης. Η τύχη έθεσε στον δόμο μας ένα πρόβλημα από τα πλέον περίεργα, και μόνον το γεγονός ότι το λύσαμε, είναι αρκετή ικανοποίηση. Αν έχετε την καλοσύνη να χτυπήσετε το κουδούνι, Γιατρέ, θα αρχίσουμε μια ακόμα έρευνα στην οποία επίσης ένα πουλί θα αποτελέσει το κυρίαρχο στοιχείο.
ΤΕΛΟΣ
Διαβάστε τα προηγούμενα επεισόδια