«Ε, λοιπόν, κύριε, δεν θα σας το πω.»
«Όπως θέλετε. Αυτό μου είναι αδιάφορο. Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί θυμώνετε για μια ταπεινή ερώτηση.»
«Γιατί θυμώνω; Θα θυμώνατε και ‘σεις κύριε, αν σας ενοχλούσαν σαν και μένα. Όταν αγοράζω ένα εμπόρευμα τοις μετρητοίς, υποθέτω πως δεν πρέπει αν γίνει λόγος γι’ αυτό ξανά. Και όμως διαρκώς εμφανίζονται μπροστά μου άνθρωποι και με ρωτούν: ”Που είναι οι χήνες; Σε ποιόν πούλησες τις χήνες; Πόσο αξίζουν οι χήνες;”. Όλος ο κόσμος ασχολείται με τις δικές μου χήνες, σαν να μην υπάρχουν άλλες στον κόσμο.
«Ε, λοιπόν, εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτούς τους ανθρώπους», είπε με αδιαφορία ο Χολμς. Εάν δεν θέλεις να μου απαντήσεις, θα χάσω το στοίχημα. Είμαι όμως πάντοτε πρόθυμος να υποστηρίξω την γνώμη μου όταν πρόκειται για πουλερικά, έχω δε στοιχηματίσει πέντε φράγκα ότι αυτή η χήνα έχει έλθει από την εξοχή.»
«Ε, λοιπόν κύριε, χάσατε το στοίχημά σας γιατί η χήνα εκτράφηκε μέσα στην πόλη», είπε ο έμπορος.
«Δεν σας πιστεύω διόλου.»
«Έχετε άδικο.»
«Δεν θα με πείσετε φίλε μου.»
«Νομίζετε, λοιπόν, πως μπορείτε να ξέρετε καλλίτερα από μένα που τις δουλεύω από νιάνιαρο; Σας επαναλαμβάνω ότι οι χήνες που πούλησα στο “Άλφα” είναι μεγαλωμένες στην πόλη.»
«Δεν θα με πείσετε σας λέω.»
«Θέλετε τότε να στοιχηματίσαμε;»
«Είναι σαν να σας παίρνω τα λεφτά από μέσα από την τσέπη σας γιατί είμαι βέβαιος γι’ αυτό που λέω. Θα στοιχηματίσω όμως μία λίρα, μόνο και μόνον για να σας μάθω να μην είσθε πεισματάρης.»
Ο έμπορος γέλασε ειρωνικά.
«Φέρε μου τα βιβλία, Μπιλ», είπε.
Ο μικρός έφερε δύο βιβλία, ένα μικρό πολύ λεπτό και ένα άλλο μεγαλύτερο και λιγδερό. Τα άπλωσε στο τραπέζι κάτω από την κρεμαστή λάμπα.
«Και τώρα κύριε πεισματάρη,» είπε ο έμπορος, «νόμιζα πως δεν έχω πια χήνες στο μαγαζί μου, αλλά σε λίγο θα σας αποδείξω πως έχω μία εδώ μπροστά μου. Βλέπετε το μικρό αυτό βιβλίο;»
«Ε, λοιπόν;»
«Αυτό περιέχει τον κατάλογο των ανθρώπων από τους οποίους αγοράζω τα πουλερικά μου. Με εννοείτε; Κατόπιν σ’ αυτή τη σελίδα υπάρχει ο κατάλογος των αγροτών και οι αριθμοί δείχνουν την σελίδα των λογαριασμών τους στο μεγάλο βιβλίο. Βλέπετε τώρα αυτή την άλλη σελίδα γραμμένη με κόκκινο μολύβι; Εδώ είναι ο κατάλογος των προμηθευτών μου της πόλης. Διαβάσατε παρακαλώ φωναχτά το τρίτο όνομα;»
«Κυρία Όκσοτ 117, Οδός Μπρίξτον 249», διάβασε ο Χολμς.
«Ωραία, ψάξατε τώρα στο μεγάλο βιβλίο στη σελίδα 240.»
Ο Χολμς άνοιξε το βιβλίο.
«Ιδού λοιπόν. Κυρία Όκσοτ 117, Οδός Μπρίξτον πωλήτρια αυγών και πουλερικών.»
«Ποιά είναι η τελευταία αγορά της;»
«Την 22η Δεκεμβρίου. Είκοσι τέσσερις χήνες προς επτά σελίνια και έξι πέννες.»
«Ωραία και από κάτω τι γράφει;»
«Πουλήθηκαν στον κύριο Ουίντιγκέιτ του Άλφα προς δώδεκα σελίνια.»
«Τι έχετε να μου πείτε τώρα;»
Ο Σέρλοκ Χολμς φαίνονταν τρομερά λυπημένος. Έβγαλε μια λίρα από την τσέπη του, την έρριψε επί της μαρμάρινης τραπέζης και αποσύρθηκε με ύφος ανθρώπου απερίφραστα αηδιασμένου. Λίγα μέτρα μακρύτερα σταμάτησε κάτω από ένα φανάρι του δρόμου για να γελάσει ικανοποιημένος με τον χαρακτηριστικό αθόρυβο τρόπο του.
«Όταν συναντάς έναν άνθρωπο με τέτοιο στυλ γενειάδας και με ένα μεγάλο μαντήλι στην τσέπη, μπορείς πάντοτε να τον κάνεις να σου πει ό,τι θέλεις με ένα στοίχημα. Είμαι βέβαιος, ότι αν του έδινα και εκατό λίρες ακόμη δεν θα μου έδινε τις πληροφορίες που του απέσπασα, μόλις φαντάστηκε πως πρόκειται για στοίχημα. Ε, λοιπόν. Τώρα Ουότσον, νομίζω, ότι πλησιάζουμε στο τέλος της έρευνας μας και το μόνον σημείο που μένει να καθορίσουμε είναι εάν θα πάμε σήμερα την νύχτα στης κυρίας Όκσοτ ή εάν θα ήταν καλλίτερο να την δούμε αύριο. Είναι φανερό πλέον, από όσα ο αυτός ο θλιβερός τύπος είπε ότι και άλλοι άνθρωποι ενδιαφέρονται γι’ αυτή την υπόθεση και θα ήθελα…»
Οι παρατηρήσεις του διακόπηκαν αιφνιδίως από ένα μεγάλο θόρυβο που ξέσπασε από το κατάστημα.
Στραφήκαμε και είδαμε το ακόλουθο θέαμα: Ο Μπρέκινριτζ στο μέσον της θύρας έτεινε με λύσσα τοη γροθιά του προς ένα βραχύσωμο άνθρωπο, του οποίου η πονηρά φυσιογνωμία φωτίζονταν κακώς από το κιτρινωπό φως της κρεμασμένης λυχνίας.
«Με παραζάλισες εσύ και οι χήνες σου», φώναξε ο έμπορος. Πήγαινε στο διάβολο! Κι’ αν εξακολουθείς να με φουρκίζεις θα βάλω το σκύλο μου να σε κουρελιάσει. Φέρε μου εδώ την κυρία Όκσοτ και ξέρω τι θα της πω. Εσένα όμως τι σε ενδιαφέρει επί τέλους; Μήπως από σένα αγόρασα τις χήνες;».