Παραθαλάσσιο IV

Πάμε ακόμη μια φορά στα βαθιά και όπου μας βγάλει...

Ο Ιάσονας καθώς έμπαινε στο γραφείο καθηγητών ένιωθε σα να κλείνει πίσω του η βαριά καγκελόπορτα της φυλακής. Και όταν ένα σχολικό κτήριο σου προκαλεί τόσο δυσάρεστους συνειρμούς κάτι πηγαίνει πολύ λάθος. Είτε σε εσένα. Είτε στο κτίριο. Εκεί ανάμεσα σε ταγέρ και φτηνά κοστούμια θα έπρεπε να καταθέσει τα διαπιστευτήρια του. Οι νέοι του συνάδελφοι τον κοιτούσαν με ένα ύφος απαξίωσης. Ένιωθε σαν τον απρόσκλητο επισκέπτη που χαλάει το οικογενειακό δείπνο. Έπρεπε να αντιδράσει γρήγορα αλλιώς θα έδινε την εντύπωση πως πρόκειται για έναν φοβισμένο νεαρό που υποκύπτει εύκολα στην εξουσία της ναφθαλίνης.

Συγκεντρώνοντας όση ενέργεια του είχε απομείνει και τοποθετώντας σε μια λογική σειρά τα υπολείμματα της σκέψης του συστήθηκε απρόθυμα χωρίς να μπει στην περιπέτεια της χειραψίας. Προσποιούμενος αδιαφορία άνοιξε το φάκελο με τις σημειώσεις του και κάθισε στο γραφείο δίπλα από την Αφροδίτη. Ξαφνικά οι αποκαλούμενοι συνάδελφοι του πετάχτηκαν επάνω. Ο λυκειάρχης που διατηρούσε δικό του ξεχωριστό γραφείο εισέβαλε στην αίθουσα. Ο Ιάσονας προσπάθησε να συγκρατήσει το γέλιο που ανέβλυζε έντονο στον οισοφάγο του.

«Αν σηκώνονται οι καθηγητές τι κάνουν οι μαθητές όταν μπαίνει στην αίθουσα ο λυκειάρχης», ρώτησε ψιθυρίζοντας στο αυτί της Αφροδίτης.

«Εσείς πρέπει να είστε ο νεαρός που μας έστειλε το υπουργείο για να καλύψει κάποιες ώρες ως το τέλος της σχολικής χρονιάς», αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα ο λυκειάρχης πλησιάζοντας προς το μέρος του.

Φορούσε μαύρο σακάκι, μαύρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο και κίτρινη γραβάτα.

«Ονομάζομαι Αλέξανδρος Ιωνάς» είπε με κάποια αυταρέσκεια στην φωνή του για να συμπληρώσει την συστατική χειραψία με τον υπότιτλο «είμαι ο διευθυντής του ιδρύματος εδώ.»

Τελικά δεν είχε κάνει λάθος μπαίνοντας στο γραφείο. Μάλλον βρισκόταν σε κάποιου είδους φυλακή.  Έσκυψε για δεύτερη φορά μέσα σε ελάχιστα λεπτά στο αυτί της Αφροδίτης λέγοντας της χαμηλόφωνα: «Ο Κάφκα στη σωφρονιστική αποικία, τα είχε περιγράφει καλύτερα πάντως».

Εκείνη γέλασε πονηρά. Το κουδούνι έβγαλε τους πάντες από τη δύσκολη θέση αυτής της πρώτης ατυχούς γνωριμίας.

Όταν ο Ιάσονας ανέβηκε τα σκαλάκια που τον οδηγούσαν στον πρώτο όροφο του τμήματος που θα δίδασκε ως το τέλος της σχολικής χρονιάς ένιωσε το λαιμό του να σφίγγεται. Ήταν αυτό το γνώριμο και απόκοσμο αίσθημα της δυσφορίας. Ξαφνικά ένιωσε τη καρδιά του να θέλει να πεταχτεί από το στήθος. Οι παλάμες του ίδρωναν. Είχε καιρό να μπει σε μια αίθουσα διδασκαλίας και το άγχος του μόλις είχε μετατραπεί σε πανικό. Μόλις βρέθηκε έξω από τη μπλε πόρτα της τάξης πήρε μια βαθιά ανάσα. Πάμε άλλη μια φορά στα βαθιά κι όπου μας βγάλει σκέφτηκε. Προσπάθησε να συγκεντρώσει όσες δυνάμεις του απέμεναν. Οι μαθητές τον κοιτούσαν σιωπηλοί. Εκείνος έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα να τους περιεργάζεται με το βλέμμα του. Ήταν σα σκηνή μονομαχίας από σπαγγέτι γουέστερν. Με μια απότομη και κοφτή κίνηση γύρισε πλάτη στους μαθητές, ένιωσε τα βλέμματα τους σα βέλη που του τρυπούσαν τη σπονδυλική στήλη. Κατευθύνθηκε προς τον μαυροπίνακα. Έγραψε: «Θέμα έκθεσης: Πως φαντάζεστε τις ζωές σας σε έναν χρόνο από σήμερα;». Είμαστε απλά σημεία, κουκίδες στο μαυροπίνακα της ύπαρξης. Σκέφτηκε.

*

Βγαίνοντας από την τάξη κρατούσε μια στοίβα από λευκές σελίδες με μπλε μελάνι. Οι μαθητές του μόλις είχαν απαντήσει στην ερώτηση του για το πως έβλεπαν το μέλλον τους. Ίσως έπρεπε να θέσει και στον εαυτό του την ίδια ερώτηση. Θα είχε ενδιαφέρον η απάντηση του. Τις σκέψεις του διέκοψε ο ήχος του μηνύματος από το κινητό του. «Απόψε είναι ο τελικός του Champions League, κερνάω ούζο και χταπόδι. Τσίχλας». Πριν προλάβει να απαντήσει στην πρόσκληση του νέου του φίλου η Αφροδίτη ξεπρόβαλε από την γειτονική αίθουσα.

«Πώς πήγε η πρώτη ώρα;» Τον ρώτησε.

«Περίεργα», της απάντηση εκείνος κάνοντας έναν μορφασμό προβληματισμού.

«Τι θα κάνεις το βράδυ;» την ρώτησε.

«Δεν ξέρω, ίσως βγω για ποδήλατο. Εσύ;» Του αντέτεινε η Αφροδίτη.

«Με κάλεσε ο Τσίχλας να πάμε να δούμε μπάλα.»

Εκείνη χαμογέλασε. «Θα σε πάει στο “Γειτονικό” ένα καφενείο που μαζεύονται και βλέπουν τα παιχνίδια. Θα είναι μια χρυσή ευκαιρία να κατανοήσεις την κοινωνική λαογραφία της περιοχής. Θα καταλάβεις τις συνήθειες και την ψυχή του μέρους άλλωστε τα μέρη δεν είναι οι δρόμοι και τα σπίτια αλλά οι άνθρωποι και οι ψυχές τους. Με προετοιμάζεις για κάτι την ρώτησε ο Ιάσονας. Θα δεις-θα δεις… Του απάντησε πονηρά εκείνη. Το πρωινό άγχος είχες κιόλας εξαλειφθεί. Τουλάχιστον προσωρινά.

Οι επόμενες ώρες κύλησαν τυπικά και για τους δυο. Το τελευταίο κουδούνι της ημέρας τους βρήκε να κατηφορίζουν τον μεγάλο παραλιακό δρόμο μαζί. Ήθελε τόσο πολύ να της μιλήσει για τους δυσάρεστους συνειρμούς που του προκαλούσε το κουδούνι. Το παρομοίαζε μόνο εκείνο των φυλακών που καλούσε τους κρατούμενους να εγκαταλείψουν την αυλή για να χωθούν και πάλι στα κελιά τους. Άραγε έτσι να ένιωθαν και τα παιδιά; Πως τους φυτεύουν ανάμεσα από τσιμέντα και παράθυρα; Κι εκείνη ήθελε να του μιλήσει. Να του πει για το ρόλο της εκπαίδευσης όπως εκείνη την φανταζόταν. Μιας εκπαίδευσης απαλλαγμένης από την βία της βαθμολόγησης που θα έθετε και πάλι στο επίκεντρο της τη χαρά της γνώσης και της διαφορετικότητας. Δεν ήθελε να αισθάνεται πως ετοιμάζει τα παιδιά να γίνουν αλυσίδες στους κρίκους της παραγωγικής διαδικασίας. Τελικά δεν μίλησε κανείς. Έμειναν να κοιτάζουν τη θάλασσα χαμένοι στις σκέψεις τους και τα λόγια έμειναν κλειδωμένα μέχρι την επόμενη ευκαιρία που θα τους δινόταν να απελευθερωθούν ορμητικά.

Καθώς έμπαιναν στο δρόμο με τα μαγαζιά ο μόλος που έστεκε αγέρωχος στα δεξιά τους έσφυζε από ζωή. Μια παρέα από σχολιαρόπαιδα κάθονται στην προβλήτα. Είναι οπλισμένα με την αναίδεια της νεότητας. Πέντε πιτσιρίκια πιασμένα χέρι-χέρι. «Με το τρία βουτάμε», λέει το ένα από αυτά. Στο βάθος το καράβι για το γειτονικό νησί έχει αγκυροβολήσει. Φοράνε εμφανίσεις ομάδων ποδοσφαίρου. Ο αποψινός τελικός τους έχει επηρεάσει. Ίσως αυτό θα ήθελαν να γίνουν έναν χρόνο μετά. Ποδοσφαιριστές. Να κυκλοφορούν με ακριβά αυτοκίνητα και όμορφες γυναίκες. Να τους αποθεώνουν τα πλήθη. Θυμάται τον εαυτό του είκοσι χρόνια πριν. Τα καλοκαίρια στο χωριό. Τότε που η Γαλλία σήκωνε το Μουντιάλ. Ο Ζιζού, από τα Αλγερινά προάστια, αυτός που στην τελευταία του συμμετοχή έδινε μια κουτουλιά στο Ματεράτσι κι ο μύθος ήθελε αυτή να ήταν μια ακόμη εκδοχή του «Ξύλο Στους  Φασίστες»  θα έπαιρνε το πρώτο παγκόσμιο κύπελλο ταπεινώνοντας τους Βραζιλιάνους. Οι πιτσιρικάδες δεν βουτάνε. Κρατιούνται σφιχτά. Περιμένουν τον πρώτο που θα κάνει το βήμα μπροστά. Μια εξαιρετική στιγμή αυτενέργειας. Σημασία δεν έχει που φτάνεις. Σημασία έχει να μην ξεχνάς πως ξεκινάς. Κλείνουν τις μύτες τους. Εκείνος τους παρατηρεί. Κρατιούνται ακόμη πιο σφιχτά χέρι με χέρι. Έχει εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον. Πάμε ακόμη μια φορά στα βαθιά και όπου μας βγάλει…

Ακολουθεί εδώ

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει:

Καμία δημοσίευση για προβολή