Η καταδίκη της σπείρας Σωτήρχαινα

Τρεις απαίσιοι κακούργοι ή τρεις αθώοι που βαδίζουν προς τον θάνατο

Σωτήρχαινα

Όσοι το βράδυ της 8ης Ιανουαρίου 1932 ξενύχτησαν στο κακουργιοδικείο Πειραιά, περιμένοντας την έκδοση της απόφασης για την «σπείρα Σωτήρχαινα» ή την «καμόρα της Λιβαδειάς», άκουσαν με συγκίνηση την ετυμηγορία των ένορκων.

Μεγάλες αναμφισβήτητα οι ποινές, μεγάλες όσο και το τερατώδες κακούργημα που δικάστηκε. Αξίζει λοιπόν να περιγράψω πως άκουσαν την καταδίκη τους οι δεκατρείς κατηγορούμενοι. Πως πέρασαν το τελευταίο αγωνιώδες βράδυ τους στο δικαστήριο και πως δέχτηκαν το άγγιγμα του χάρου που ξεπήδησε από την έδρα του προέδρου και τους αγκάλιασε με τα κρύα και λιπόσαρκα μπράτσα του…

Νευρικότητα και ανησυχία     

Από τις έξι το βράδυ, οπότε το δικαστήριο των ενόρκων έλαβε τα ερωτήματα και αποσύρθηκε σε σύσκεψη, οι αλυσοδεμένοι σύντροφοι του Σωτήρχαινα δεν βρήκαν μια στιγμή ησυχία. Χλωμοί περιέφεραν τα βλέμματα τους διαρκώς στην υπερπληρωμένη από τον κόσμο αίθουσα, καπνίζοντας αδιάκοπα και σιγοκουβεντιάζοντας.

Τι λέει ο Σωτήρχαινας  

«Είμαι και επειδή ξέρω ότι είμαι αθώος, φαντάζομαι πως οι ένορκοι δεν θα μου αρνηθούν το δίκιο μου που ζητώ σαν άνθρωπος και χριστιανός. Πιστεύω πως κατάλαβαν την σκευωρία του Κίνια που μας πολέμα σαν σκυλί και θα μας απαλλάξουν. Είναι άδικο να πιστέψουν στα λόγια του τρελο-Μπρίνιου και να μας καταστρέψουν. Από όλους αυτούς που με δικάζουν δεν ήξερα κανέναν πριν με συλλάβουν. Αλλά τι να γίνει. Ελπίζω να με δικαιώσουν. Αλλά και αυτό να μη γίνει ο θάνατος δεν με τρομάζει. Η συνείδηση μου είναι καθαρή γιατί δεν έκανα το έγκλημα αυτό και θα πεθάνω ήσυχος. Ο θάνατος έρχεται σαν τον ύπνο και δεν τον καταλαβαίνει κανείς. Τούτες μόνο οι στιγμές είναι φριχτές».

σπείρα Σωτήρχαινα
Ο καταδικασμένος σε θάνατο Σπύρος Σωτήρχαινας

Τι λένε οι άλλοι  

Ο Ναπολέων Λουκάς που φέρνει κάποτε αντιρρήσεις στην αρχή μουρμουρίζει σαν να διαισθάνεται εκείνο που έρχεται.

«Αν δεν μας δώσουν εδώ την δικαιοσύνη θα μας την δώσει ο Θεός που ξέρει το κάθε τι στον κόσμο και γράφει τις πράξεις των ανθρώπων. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε σαν το λουλούδι που μαραίνεται σε μια στιγμή την ώρα που κανείς δεν το περιμένει. Θέλω να πω πως η ζωή μας είναι αρραβώνας που λένε του θανάτου».

Περισσότερο λιγομίλητος ο Δανιήλ, κατεβάζει το κεφάλι του και απαντάει σαν τους παλιούς Σπαρτιάτες.

«Τι σε μέλει; Θα πεθάνουμε τώρα για να μην πεθάνουμε αύριο!»

Ο Κουσκούσης, ο Τζαμτζής, ο Γιαμάς, ο Βαλαής και ο Αρκούδης περιμένουν «δικαιοσύνη» και ο πατήρ Ζαχαρίας χώνοντας διαρκώς στα ρουθούνια του ταμπάκο, λέει:

«Ότι είναι γραφτό να γίνει θα γίνει. Εγώ τους είπα: Ή αθώωση ή θάνατο. Δεν θέλω άλλη ποινή. Το παιδί μου μεγάλωσε πια, πάντρεψα με την δύναμη του Θεού το κορίτσι μου και τώρα δεν με μέλλει πως θα πεθάνω.»

Η εκφώνηση της απόφασης

Μολονότι όλοι σχεδόν φαινόντουσαν πως ήταν προετοιμασμένοι να δεχτούν την καταδίκη τους, εν τούτοις όταν κλήθηκαν από τον Πρόεδρο να ακούσουν την ετυμηγορία των ενόρκων έγιναν άσπροι όπως το πανί και έτρεμαν σαν τα φύλλα που τα δέρνει ο άγριος βοριάς.

Καθηλωμένοι στις θέσεις τους, με τα στόματα μισάνοιχτα και τα μάτια γουρλωμένα και έτοιμα να βγουν από τις κόγχες τους έμοιαζαν με κέρινες κούκλες που δεν είχαν ζωή και αναπνοή.

Στην αρχή δεν ένοιωσαν καλά τι διάβαζε ο γραμματέας, μα όταν ο Πρόεδρος τους τα εξήγησε σε αριθμούς, κτυπήθηκαν στους πάγκους σαν μανιασμένο κύμα που δέρνεται στο βράχο.     

«Ωχ!», ακούστηκε μόλις ο Πρόεδρος απήγγειλε την εις θάνατο καταδίκη του Σωτήρχαινα. Τα βλέμματα όλων στράφηκαν προς το εδώλιο, μα ο Σωτήρχαινας δεν υπήρχε από την στιγμή εκείνη. Είχε λιώσει μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Είχε κουβαριαστεί. Δεν ήταν παρά ένα ζωντανό πτώμα.

Άλλες δυο εις θάνατον καταδίκες απαγγέλλονται και άλλα δυο επιφωνήματα απελπισίας ξεχύνονται στην ησυχία της αίθουσας. Δυο κεφάλια παρακολουθούν τον Σωτήρχαινα, δυο ζωές σωριάζονται ακόμα κουρελιασμένες και εκμηδενισμένες στο εδώλιο. Ναπολέων Λουκάς και Δανιήλ ή Παπαδανιήλ.

Βαλλάς ή Θηβαίος ισόβια δεσμά. Βαλαής ισόβια δεσμά. Κουσκούκης ισόβια δεσμά. Ζαχαρίας δέκα ετών πρόσκαιρα δεσμά και Αρκούδης εννιά μηνών ειρκτή. Απαλλάσσονται οι Καθάριος, ο υιός Ζαχαρίας, ο Γιαμάς ή Μπασδέκης και ο Τζαμτζής.

Ο Πρόεδρος ρωτάει τους καταδίκους αν έχουν καμιά αντίρρηση για τις ποινές τους αλλά κανείς δεν έχει φωνή ούτε στόμα για να μιλήσει. Ο φαντάρος Βαλλάς μόνο, πηδάει πάνω και μουγγρίζει:

«Δεν είναι αυτή απόφαση» και επισφραγίζει τα λόγια του με μια βρισιά ακατανόμαστη.

Οι μελλοθάνατοι σχολιάζουν την απόφαση

Οι δικαστές φεύγουν αμέσως. Ο κόσμος σχολιάζοντας την απόφαση αδειάζει σιγά-σιγά την αίθουσα που την φωτίζει πια το φως της ημέρας και να πάλι εμείς μπροστά στα ανθρώπινα κουρέλια. Δεν μιλούν καθόλου. Μόνο βλέπει ο ένας τον άλλον και τρέμουν περισσότερο.

Ο Μπρίνος φαίνεται πως θα λιποθυμήσει και από τα μάτια του Ναπολέοντος Λούκα τρέχουν τα δάκρια ποτάμι. Ο Δανιήλ, λευκός στο χρώμα, στέκεται ακίνητος, βυθισμένος σε σκέψεις και μόνο όταν οι χωροφύλακες του δένουν τα χέρια με τις αλυσίδες συνέρχεται και ρίχνει ένα βλέμμα στον Σωτήρχαινα.

«Βρε σε θάνατο…» του ψιθυρίζει και κλονίζεται σαν να τον χτύπησε απότομα ζαλάδα.

Ο Σωτήρχαινας επιστρατεύει όλη του την ψυχραιμία και προσπαθεί να τον εμψυχώσει.

«Ντροπή βρε! Σε θάνατο! Καλά, και ύστερα;»

Ο Δανιήλ σκύβει το κεφάλι και σωριάζεται στο σκαμνί. Αμέσως δίπλα του ο Κουσκούκης που μέχρι την στιγμή εκείνη έμενε σιωπηλός μουντζώνει το ταβάνι και ξεχύνει από το στόμα του όλο τον βόρβορο της ψυχής του.

Πλησιάζω για δεύτερη φορά τον Σωτήρχαινα. Δεν θέλει ερώτηση για να απαντήσει.

«Δεν το περίμενα ποτέ. Με πήραν στο λαιμό τους δυο τρελοί κι ένας οικογενειακός μου εχθρός, ο Κίνιας. Αλλά το αίμα μου δεν θα χαθεί.»        

«Και τώρα;»

«Μα θα κάνω αναίρεση. Δεν είναι απόφαση αυτή. Δεν με φοβίζει ο θάνατος, σου λέω, αλλά ζητώ να βρω το δίκιο μου…»

Τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι άλλοι, όσοι μπορούν να αρθρώσουν δυο λέξεις, ενώ παρέκει οι αθωωθέντες λάμπουν ολόκληροι από χαρά. Ο γέρος Ζαχαρίας κλαίει κι ο Καθάριος που βρίσκεται κοντά του προσπαθεί να τον παρηγορήσει.

«Μην στεναχωριέσαι Ζαχαρία. Αν έχεις δίκιο θα το βρει όπως κι εγώ κι άλλοι…»

«Αχ, γιε μου. Δύσκολο μου φαίνεται.»

Η θλιβερή έξοδος       

Έπειτα αλυσοδεμένοι όλοι κατεβαίνουν μαζί τις κυκλικές σκάλες του δικαστηρίου, έξω από την πόρτα του οποίου το μεγάλο καμιόνι της υπηρεσίας των φυλακών, έτοιμο να τους παραλάβει, στραφταλίζει μουσκεμένο από την υγρασία της νύχτας στις πρώτες ανταύγειες της ημέρας.

Έξω στον δρόμο, κόσμος πολύς περιμένει τους καταδίκους και τους μελλοθάνατους κι ανάμεσα σε αυτόν οι συγγενείς τους κλαίγοντας στέλνουν τον ύστατο χαιρετισμό σε αυτούς που κανείς δεν ξέρει αν θα ξαναδούν ποτέ…     

 

Μ. Γοργός

*Παρακολουθήστε τα ρεπορτάζ του Μ. Γοργού μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir

Καμία δημοσίευση για προβολή