Εις Θάνατον! Ο Αθανάσιος Μαρίγκος σε μια χαράδρα ένα χάραμα…

Πως τουφεκίστηκε σε μια χαράδρα πίσω από το Επταπύργιο ο Αθανάσιος Μαρίγκος.

Μαρίγκος

Ο επίλογος ενός άγριου εγκλήματος γράφηκε μόλις η μέρα φώτισε την Θεσσαλονίκη και ο Αθανάσιος Μαρίγκος πλήρωσε με την ζωή του τον φόνο ενός αθώου θύματος της κακουργίας, τόσο αυτού όσο και των συνενόχων του.

Το έγκλημα είχε διαπραχθεί το 1929. Μια νύχτα του Ιανουαρίου που ο Μαρίγκος με άλλους δυο συγχωριανούς του, τους Τέρτσου και Ρέικου, ενέδρευσε τον εκ Γουμενίτσης, εύπορο δερματέμπορο Χρήστο Αλεξίου στο απόκεντρο σημείο της οδού Κάρπης – Γουμενίτσης.

Πυροβολώντας εναντίον του με πιστόλι

Πρώτος κατά του θύματος επιτέθηκε ο Μαρίγκος πυροβολώντας εναντίον του με πιστόλι αλλά η σφαίρα αστόχησε και αντί να βρει τον Αλεξίου βρήκε τον ίππο του τον οποίον τραυμάτισε. Ακολούθησε λυσσώδης μάχη. Ο Αλεξίου πηδώντας από το άλογο του όρμησε κατά του Μαρίγκου, πριν αυτός προφτάσει να πυροβολήσει εκ νέου, και προσπάθησε να τον αφοπλίσει. Μεγαλύτερος της σωματικής δύναμης καθώς ήταν θα τον κατόρθωνε αν οι σε μικρή απόσταση οι ενεδρεύοντες Τέρτσος και Ρέικος δεν έσπευδαν κατά του Αλεξίου κατακρεουργώντας τον για να τον αποτελειώσουν. Έπειτα τον λήστεψαν, αφαιρώντας τα χρήματα και άλλα τιμαλφή τα οποία έφερε.

Οι δράστες του στυγερού εγκλήματος αποκαλύφθηκαν από ένα τεμάχιο πουκαμίσου, το οποίο το θύμα κρατούσε σφιχτά στο χέρι του όταν ανευρέθη το πτώμα του. Έπειτα αναγνωρίστηκε ότι το τεμάχιο άνηκε στον Μαρίγκα που συνελήφθη.

Δεν ήξερε

Επί της εκτέλεσης του Μαρίγκου είχε τηρηθεί απόλυτη μυστικότητα εκ μέρους των αρχών, μόλις δε αργά τη νύχτα επιτράπηκε η εν ολίγοις ανακοίνωση αυτής στον τύπο.       

Η τηρηθείσα εξαιρετική μυστικότητα του πράγματος έγινε αφορμή καταπλήξεως και αυτών ακόμα των φυλάκων του Επταπυργίου. Βρέθηκαν αιφνιδίως την 5η πρωινή ώρα προ εξαιρετικής κίνησης λεωφορείων μεταφερόντων χωροφύλακες, φορτηγών του στρατού πλήρων στρατιωτών και ταξί των οποίων οι επιβάτες αντιπροσωπεύουν τις διάφορες αρχές.  

Την 5.30 κατέφθασε επί τόπου ο αντεισαγγελέας των Πρωτοδικών κύριος Μικρουλέας, συνοδευόμενος υπό του γραμματέα του. Αμέσως η βαριά θύρα του Επταπυργίου ανοίχτηκε για να φωτιστεί μετά από λίγο το γραφείο του διευθυντή όπου είχε ήδη αρχίσει για τον κατάδικο η αγωνία του φτερουγίζοντος θανάτου.

Μόλις πριν λίγα λεπτά ο Μαρίγκος είχε πληροφορηθεί από τον διευθυντή των φυλακών ότι θα εκτελούνταν η απόφαση του δικαστηρίου των ενόρκων, αφού είχε προηγηθεί η απόρριψη της αίτησης του για μείωση της ποινής του σε ισόβια δεσμά.

Ο Μαρίγκος πληροφορείται την απόφαση

Τέως δημοδιδάσκαλος ο Μαρίγκος αλλά φέρον επί της ράχης του και άλλη καταδίκη εις θάνατον, για τον φόνο ενός Γάλλου αξιωματικού στην Βουλγαρία. Ο τρόπος που υποδέχτηκε την απόφαση του Συμβουλίου των Χαρίτων φανερώνει το αποφασιστικό του χαρακτήρα του.   

Όταν η θύρα του υπ’ αριθμόν 7 κελιού, όπου κρατούνταν μετά των λοιπών σε θάνατο καταδικών, άνοιξε και οι φύλακες τον κάλεσαν στο γραφείο της διεύθυνσης, ο μελλοθάνατος αναπήδησε γεμάτος αγωνία.  

«Τι με θέλει τέτοια ώρα ο διευθυντής;» ρώτησε.

«Θα μεταφερθείς στις φυλακές διότι θα αναθεωρηθεί η υπόθεση σου» του απάντησαν.

«Μου φαίνεται πως δεν την γλίτωσα, ο Θεός να βάλει το χέρι του.»

«Πάρε και τα πράγματα σου μαζί».

Μαρίγκος

Στην υπόδειξη αυτή των φυλάκων, ο μελλοθάνατος ρίγησε αλλά η αβεβαιότητα ακόμα του άφηνε μερικά ίχνη ελπίδας. Και βρίσκεται μετά από λίγο απέναντι του διευθυντή του Επταπυργίου ο οποίος του ανακοινώσει τη απόφαση.  

«Ότι γίνει ας γίνει. Θέλω να εξομολογηθώ.» 

Η εξομολόγηση

Στο δίπλα γραφείο περίμενε  ο ιεράς. Εκεί ο κατάδικος παρέμεινε επί μακρόν μέχρι την άφιξη του κυρίου αντεισαγγελέως. Εκπλήρωσε τα τελευταία του χριστιανικά καθήκοντα λέγοντας πολλά για την πράξη που τον έστειλε στον θάνατο. Η πλήρης ομολογία όμως έγινε προς τον αντεισαγγελέα κύριο Μικρουλέα ο οποίος κράτησε πρακτικά των αποκαλύψεων του Μαρίγκου.    

«Το έγκλημα το έκανα αλλά μη νομίζεται πως και οι άλλοι δύο δεν είναι ένοχοι. Υπάρχει κι ένας ακόμα ο οποίος βρίσκεται ελεύθερος. Δεν διστάζω να σας τον αποκαλύψω. Ονομάζεται Παπαχρήστος κι αυτός είναι ο ηθικός αυτουργός. Εγώ άρπαξα το θύμα μας αλλά ήταν γερός άνθρωπος. Ή θα με σκότωνε ή θα τον σκότωνα. Τότε ενώ εμείς κυλιόμασταν κατά γης, οι άλλοι δύο, δηλαδή οι Τέρτσος και Ράικος έπεσαν πάνω και στους δύο και σκότωσαν εκείνον. Αλλά αυτούς σας βεβαιώνω ότι ο Παπαχρήστου τους έβαλαν να κάνουν την δουλειά επειδή τον συναγωνιζόταν στα δέρματα, εκείνοι δε πάλι ανακάτωσαν εμένα. Δεν θέλω να πω πως πηγαίνω άδικα. Τουναντίον μάλιστα. Έκανα κάτι και πληρώνω γι’ αυτό. Από τους συγγενείς μου δεν θέλω να γνωρίζω κανέναν, ούτε αυτόν τον άτιμο τον αδελφό μου που δεν μου έβαλε κανέναν δικηγόρο να με γλιτώσει.»

Η πομπή του θανάτου   

Από την στιγμή εκείνη ο Μαρίγκος ήταν ένας ζωντανός πεθαμένος. Ο κύριος αντεισαγγελέας υπέγραψε το πρακτικό της εκτέλεσης και το απόσπασμα των χωροφυλάκων αποτελούμενο από τριάντα άντρες παραλαμβάνει τον μελλοθάνατο με τα χέρια δεμένα όπισθεν.

Ο αντιπρόσωπος του φρουράρχου, υπασπιστής λοχαγός Δημάκος, δίνει το πρόσταγμα προς εκκίνηση και η βαριά εξωτερική θύρα του φοβερού φρουρίου ανοίγεται.  

Στο πρωινό γλυκοχάραμα διακρίνονται οι σιλουέτες των χωροφυλάκων που ξεχύνονται από το Επταπύργιο σέρνοντας στο μέσο του όγκου της δυνάμεως τους εκείνον που σε λίγο θα είναι νεκρός.

Ακολουθεί ο ιερέας και κατόπιν έρχονται ο αντεισαγγελέας, ο διευθυντής των φυλακών και οι εκπρόσωποι του τύπου. Κανένας πολίτης εκτός των σοφέρ οι οποίοι υπηρεσιακώς έφτασαν μέχρι εκεί.

Όλοι, νομίζει κανείς, ότι βιάζονται τρομερά να τελειώσουν μια ώρα αρχύτερα μηδ’ αυτού του μελλοθάνατου εξαιρουμένου. Στην ανατολή ο ήλιος αρχίζει να ροδίζει. Το ψύχος όμως είναι αρκετά διαπεραστικό. Ο Μαρίγκος προχωράει με βήμα πηδηχτό, ευθυτενής και τουρτουρίζοντας από τα κρύο. Ασκεπής και φέρον στρατιωτικό χακί αμπέχονο διαρκώς ρίχνει άγρια βλέμματα προς τους συνοδούς του χωροφύλακες χωρίς όμως να βγάζει τσιμουδιά από το στόμα του.

Μια διαδρομή 500 μέτρων ανάμεσα στα πέριξ του Επταπυργίου, χαράδρες μισοάσπρες από το χιόνι, αρκούν για να σταματήσει η πομπή του θανάτου εκεί όπου, εκ προηγούμενης νυχτερινής αναγνώρισης του αρμοδίου αξιωματικού θα ήταν ο τόπος της εκτέλεσης. Στην αυτή την τραγική χαράδρα, το έδαφος της οποίας είναι ακόμα σκεπασμένο από υπολείμματα χιονιών, έχει ανοιχτεί ένας μεγάλος τάφος για να δεχτεί το πτώμα του Μαρίγκου.

Επί τόπου  

Στις εφτά ακριβώς, το στρατιωτικό εκτελεστικό απόσπασμα με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό κύριο Αργυρίου, είναι ήδη παρατεταγμένο εφ ενός στοίχου και με μέτωπο προς το σημείο που ο ήλιος αρχίζει να στέλνει τις πρώτες του ακτίδες. Απέναντι στο θέαμα των δώδεκα τουφεκιών που θα εκτελέσουν την απόφαση της Δικαιοσύνης, ο Μαρίγκος κατελήφθη από δέος και ακατάσχετη πολυλογία με την οποία δεν ήθελε να επιδείξει ρητορεία αλλά μόνο να ζήσει μερικά λεπτά ακόμα.

Μαρίγκος

Ο αντεισαγγελέας Μικρουλέας πλησιάζει πάλι τον κατάδικο ρωτώντας του τις τελευταίες θελήσεις.

«Τι να πω κύριε Εισαγγελέα; Να γράψεις στο υπουργείο το παράπονο μου, πως τουφεκίζομαι μόνος μου ενώ έπρεπε τώρα να έχω συντρόφους μου τους Τέρτσο και Ρέικο. Να γράψεις κύριε εισαγγελέα ότι σκοτώνομαι δίκαια και δεν έχω κανένα άλλο παράπονο από την δικαιοσύνη. Τι να σου κάνει και αυτή αφού δεν είχα λεφτά να πάρω δικηγόρο; Ενώ τους άλλους τους βοήθησε ο ηθικός αυτουργός του εγκλήματος ο Παπαχρήστου και δεν πρέπει να τον αφήσετε ελεύθερο.»

Ο αντεισαγγελέας ρωτάει αν θέλουν να του δεθούν τα μάτια.

«Τι να μου τα δέσετε; Ή λυτά ή δεμένα το ίδιο κάνει.»   

Σύντομα ο εισαγγελικός γραμματέας διαβάζει την απόφαση της εις θάνατον καταδίκης και μετά από αυτήν την απόρριψη της αιτήσεως χάριτος.

«Μαρίγκο, έχεις να προσθέσεις τίποτα άλλο;» τον ρωτάει ο κύριος αντεισαγγλέας.

«Ναι, ωχ, τι παθαίνω! Φταίω… Τον σκότωσα αλλά οι άλλοι είναι ζωντανοί ακόμα. Θα με σκότωνε αυτός αν δεν τον σκότωναν οι άλλοι δυο την ώρα που παλεύαμε. Παιδιά! Να με χτυπήσετε καλά!»

«Επί σκοπόν!», ακούγεται η φωνή του επικεφαλής ανθυπολοχαγού ο οποίος έσυρε το σπαθί του.

Ένα ανατριχιαστικό «κρακ-κρακ» των όπλων ακούγεται και οι στρατιώτες είναι έτοιμοι.

Δώδεκα κάννες Μάνλιχερ στρέφονταν τώρα προς τον εγκληματία. Εκείνος έχει προτείνει το στήθος με την αριστερά πλευρά ελαφρώς στραμμένη προς το απόσπασμα. Ο ιερέας  ψαλμωδεί την νεκρώσιμο ακολουθία και λίγο πριν δοθεί το παράγγελμα ο Μαρίγος σηκώνει αγέρωχα το κεφάλι του!

«Μια στιγμή, κάτι θέλω να πω ακόμα…» και ο μελλοθάνατος αποτείνεται προς τους παρακολουθούντες την εκτέλεση, συντάκτες των εφημερίδων.

«Κύριοι δημοσιογράφοι! Φταίει ο άτιμος ο αδελφός μου. Δεν μου έβαλε έναν δικηγόρο για να γλυτώσω από τον θάνατο. Είναι άτιμος. Έφαγε όλη μου την περιουσία και γι’ αυτό κατάντησα σήμερα να με τουφεκίζουν.»  

«Πυρ!»

Τα όπλα αστραποβροντούν. Τίθεται ο επίλογος του άγριου δράματος. Ο ληστής Αθανάσιος Μαρίγκος κλονίζεται, λυγίζει και καταρρέει. Πέφτει προς την εμπρός και δεξιά πλευρά ενώ από το κεφάλι του ποτάμι το αίμα του αρχίζει να τρέχει αχνίζοντας.

Ήταν νεκρός πριν του δοθεί η τελειωτική βολή. Όλες σχεδόν οι σφαίρες τον έχουν βρει στο κεφάλι.

Λίγο μετά απονεμήθηκε χάρη στους συνενόχους του, Τέρτσο και Ράικο, μετατρέποντας την ποινή τους σε ισόβια δεσμά.    

Μ. Γοργός

Θεσσαλονίκη, 24 Φεβρουαρίου 1932

Παρακολουθήστε τα ρεπορτάζ του Μ. Γοργού μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir

Καμία δημοσίευση για προβολή