Εις θάνατον! Ο τουφεκισμός του ληστή Δημήτρη Μπουρλή

Νεκρική σιγή απλώνεται από άκρο σε άκρο. Αναμένεται το πρώτο παράγγελμα. Κι όμως ο Μπουρλής καπνίζει ακόμα τραγικά ψύχραιμος το τσιγάρο του από το οποίο σκορπίζεται μια ελαφρά μυρωδιά χασίς. Οι παρευρισκόμενοι απομακρύνονται σε αρκετή απόσταση εκτός βολής. Ο αξιωματικός ξιφουλκεί και δίνει το πρώτο παράγγελμα.

Δημήτρης Μπουρλής

Στον συνήθη τόπο των θανατικών εκτελέσεων, υπό την θέρμη του ιουλιάτικου απογεύματος, οι σωλήνες των όπλων ενός εκτελεστικού αποσπάσματος εκκένωσαν τον θάνατο στα στήθη του καταδικασμένου για την «ληστεία του Ορλιακού» Δημήτρη Μπουρλή.

Δημήτρης Μπουρλής

Το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας, που εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση ο γραμματέας του στρατοδικείου, ο ανθυπασπιστής Βουρνάς, ανήλθε στις εγκληματικές φυλακές Επταπυργίου και ζήτησε να τον δει .

Στο «κελί του αίματος»

Ο Δημήτρης Μπουρλής, με τον αιώνιο κούκο του στο κεφάλι, προσήχθη στον αυλόγυρο των φυλακών και άκουσε, απαθής και ατάραχος, την απόφαση του Στρατοδικείου. Κατόπιν χωρίς να πει τίποτα άλλο ζήτησε να τον επαναφέρουν στον θάλαμο του. Δεν μεταφέρθηκε όμως εκεί αλλά στον λεγόμενο «κελί του αίματος».

Από τον στενό φεγγίτη του κελιού αυτού οι σκοποί άκουσαν τον αδάμαστο ληστή κλαίοντα όλη την νύχτα σαν παιδί. Δεν μιλούσε σε κανένα αλλά κάπνιζε διαρκώς. Τις πρώτες πρωινές ώρες υπέκυψε τελικά στον ηθικό και φυσικό κάματο και αποκοιμήθηκε.

Την επόμενη ημέρα, ο Δημήτρης Μπουρλής σηκώθηκε ήσυχος. Είχε αναλάβει τη παροιμιώδη ψυχραιμία του, εκείνη που τον διέκρινε προ τόσων κινδύνων και συγκινήσεων της πολυκύμαντου ληστρικής ζωής του.

Ζήτησε αμέσως να δει τον αρχιφύλακα των φυλακών Μαθιουδάκη, ενώπιον του οποίου προέβη σε εξομολογήσεις σχετικές με τον βίο του. Τις υπόλοιπες ώρες τις πέρασε ήσυχος βηματίζοντας κατά μήκος και κατά πλάτος του στενού κελιού του, αναμένοντας στωικά τον θάνατο που λόγω της αναχώρησης του στρατηγού Τσερρούλη στη Βέροια, ο οποίος θα υπέγραφε την σχετική απόφαση, άργησε να έλθει για να τον απαλλάξει από το ψυχικό μαρτύριο.

Από το μεσημέρι το Επταπύργιο προσέλαβε εξαιρετική κίνηση. Οι κατάδικοι βαρυποινίτες ως επί το πλείστον πληροφορηθέντες από τις εφημερίδες ότι η εκτέλεση θα γίνονταν το απόγευμα, σχολίαζαν μεγαλοφώνως το γεγονός. Στις συζητήσεις λάμβαναν μέρος και οι σκοποί. Ως μακρινός ψίθυρος έφθανε μέχρι του σκοτεινού κελιού του μελλοθάνατου οι φωνές εκείνων που θα ζούσαν.

Κατά την έξοδο του στο προαύλιο οι κατάδικοι συνωθούνται προ του φεγγίτη του μελλοθάνατου του δίνουν τσιγάρα και του απευθύνουν διάφορες ερωτήσεις και παρήγορα λόγια.

«Πως τα περνάς Μπουρλή; Ο θάνατος είναι για τα παλικάρια, δεν πρέπει να φοβάσαι.»

«Δεν φοβούμαι κανέναν οποίος κάνει, πρέπει να τιμωρείται!»

Την 2:30 μμ ακριβώς, αφίχθη στις φυλακές Επταπυργίου προκειμένου να παραμυθήσει και να κοινωνήσει τον κατάδικο ο στρατιωτικός ιερέας Παπαστρατάκης. Μαζί του είχε ιδιαίτερα συνομιλία επί ένα τέταρτο της ώρας. Πολλοί είδαν από τον φεγγίτη τον Μπουρλή να εξομολογείται με τα κεφάλι σκυφτό και ύστερα να κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων.

Τις ιερές στιγμές διέκοψε ένας θόρυβος. Το αυτοκίνητο με την δύναμη του Τμήματος Μεταγωγών είχε έλθει και ανέμενε. Επίσης με άλλα αυτοκίνητα είχε φτάσει και εισέλθει ο αντιπρόσωπος του κυβερνητικού επιτρόπου λοχαγός κύριος Μοντάκης μετά του επιάτρου του Φρουραρχείου κύριου Τσιπά και του γραμματέως του Στρατοδικείου κυρίου Παπαποστόλου.

Προς τον συνήθη τόπο

Κατόπιν της διαταγής των ελθόντων αξιωματικών, ο κατάδικος εξάγεται της φυλακής του και οδηγείται ενώπιο τους. Ο Παπανικολάου τους εξηγεί ότι έφτασε η ώρα και ο Δημήτρης Μπουρλής υφίσταται ένα μικρό αδιόρατο κλονισμό. Ο ιερέας τον υποβαστάζει και τον ενθαρρύνει. Είναι όμως περιττό. Αστραπιαίος συνέρχεται και λέει:

«Είμαι έτοιμος! Πάμε, εμπρός!…»

Ο κατάδικος οδηγείται από τους χωροφύλακες του Τμήματος Μεταγωγών στο φορτηγό αυτοκίνητο της 3ης Μεταγωγικής Μοίρας στο οποίο εισέρχεται και ο ιερέας.

Προπορευόμενου του αυτοκίνητου των αξιωματικών, το αυτοκίνητο του κατάδικου εκκινεί υπό τις ψαλμωδίες του ιερέα. Τα δύο αυτοκίνητα διέρχονται δια μέσω στενών δρομίσκων και τα παράθυρα των σπιτιών ανοίγονται για να υπερπληρωθούν τα πλαίσια τους από περίεργους. Επίσης πολλοί περίεργοι έχουν καταλάβει τα πεζοδρόμια των δρομίσκων για να δουν τον κατάδικο. Το γκρίζο αυτοκίνητο φαίνεται και ένας ψίθυρος ακούγεται.

«Να τος! Αυτός είναι!»

Ένα απόγευμα ζέστης, ιδρώτα και ευθυμίας

Ώρα 4:15. Ο συνήθης τόπος πυρπολείτε κυριολεκτικά από τις ηλιακές ακτίνες. Απόγευμα ζέστης, ιδρώτα και ευθυμίας. Δεν είναι παράξενο. Εκείνοι που έχουν συρρεύσει από τα πέριξ και απειλούν να διαρρήξουν τους στοίχους των ταχθέντων πέριξ του τόπου της εκτελέσεων στρατιωτικών αναμένουν, πίνουν λεμονάδες, μασούν πασατέμπο, καπνίζουν και αστειεύονται. Άλλοι κάνουν κριτική του όγκου του συρρέοντος κόσμου. Δεν είναι τόσο ικανοποιητικός. Δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες ούτε πολλά ταξί. Ύστερα η παράταξη δεν είναι ομοιόμορφος. Στο κλασικό «Π» συμφύρονται άνδρες του τάγματος της Φρουράς με στρατιώτες του 18ου Συντάγματος που διέκοψαν προ ολίγου τις εκεί εκτελούμενες ασκήσεις βολής για να καταλάβουν μέρος της παρατάξεως.

Πολλοί χωροφύλακες, τόσο πολλοί που να απορεί κανείς πως βρέθηκαν, καταβάλλουν απεγνωσμένες προσπάθειες για να διατηρήσουν κάποια τάξη. Το φιλοθεάμων κοινό, αποτελούμενο ως επί το πλείστον από στρατιώτες είναι αρκετά ατίθασο.

Αλλά υπάρχουν και οι ευτυχείς θνητοί τους οποίους με ζηλόφθονο μάτι βλέπει το πλήθος κινούμενους ελευθέρους στο τετράγωνο του θανάτου. Είναι οι δημοσιογράφοι, πότε σοβαροί, πότε φιλόφρονες, πότε υποκλινέστατοι.

Όπου η κηδεία του πεθαμένου παραμερίζει προ της κηδείας του ζωντανού      

Περί ώρα 4:45 ένα σύννεφο σκόνης και οι βιασμένοι ορυγμοί του κλάξον των αυτοκινήτων ειδοποιούν το πλήθος ότι μεταφέρεται ο μελλοθάνατος. Αίφνης όμως τα αυτοκίνητα σταματούν. Στη καμπή του δρόμου βρίσκονται προ της πένθιμου πομπής της κηδείας κάποιου λοχία, πεθαμένου στο Α’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Και πράγμα παράδοξο. Η κηδεία του πεθαμένου παραμερίζει προ της κηδεία του ζωντανού. Ο ζωντανός θα ταφή γρηγορότερα από τον νεκρό ήδη λοχία, σύμφωνα με τις ανεξιχνίαστες βολές της μοίρας του. Τα αυτοκίνητα σταματούν. Ένας ψίθυρος ακούγεται πάλι:

«Έφτασε!»

Ο κατάδικος καταβιβάζεται από το αυτοκίνητο και οδηγείτε στο ύψωμα των εκτελέσεων. Εκεί πολιορκείται από το σμήνος των δημοσιογράφων και κεραυνοβολείται από ερωτήσεις.

«Την έκανες τη ληστεία στο Ορλιακό, Μπουρλή;»

«Ναι, την έκανα! Δεν έχω όμως κάνει τις άλλες εκτός από αυτήν των Γιαννιτσών το 1921, που πιάσαμε τους Οθωμανούς. Από την ληστεία του Ορλιακό πήραμε ο καθένας 40 χιλιάδες δραχμές αλλά μας την κλέψανε οι αστυνομικοί στη Σερβία.»

«Ποιοι και ποιο ήσασταν στη ληστεία του Ορλαικό;»

«Ο Τζάτζας, οι αδελφοί Βασίλης και Ανέστης Κοζαράς, ο Κουτσούμπρας, ο Δημήτρης Χρόνης, ο Μπούτος και εγώ». Από τη ληστεία των Γιαννιτσών εγώ πήρα 20 χιλιάδες δραχμές»

«Έκανες ποτέ φόνο Μπουρλή;»

«Όχι, το ορκίζομαι στην ψυχή που θα παραδώσω»

«Θέλεις να μας πεις τίποτα άλλο Μπουρλή;»

«Τι να σας πω, δεν θα πείτε.»

«Μείνε ήσυχος.»

«Ναι, έχω ένα παράπονο. Είχα παρακαλέσει να με αφήσουν και αύριο για να προφθάσει να έλθει η γυναίκα μου η Σοφία με τα παιδάκια μου την Βασιλεία και το Γιώργο. Είχα να τους πω σπουδαία πράγματα.»

«Μπορείς να τα πεις σε μας με την πεποίθηση σίγουρη ότι θα της τα πούμε.»

«Σας ευχαριστώ. Να της πείτε να μη δώσει το ένα παιδί στον αδελφό μου, δεν θέλω. Και να ζητήσει από αυτόν να της δώσει 8.000 δραχμές.»

«Καλά Μπουρλή. Δεν μας είπες όμως που βρίσκεται η γυναίκα σου και ο αδελφός σου.»

«Στη Σερβία!»

Προ της επιμονής του ανθυπολοχαγού κυρίου Λαρεντζάκη παραχωρούμε τον κατάδικο στους εκτελεστές του επιλόγου του δράματος. Ο Μπουρλής εγκαταλείπεται στο φοβερό ύψωμα έναντι δέκα όπλων Μάλινχερ ισάριθμων ανδρών του τάγματος Δημοκρατικής Φρουράς υπό τον ανθυπασπιστή Σιμιτόπουλο. Είναι η ώρα 4:47 μμ ακριβώς!

Επί σκοπόν!

Νεκρική σιγή απλώνεται από άκρο σε άκρο. Αναμένεται το πρώτο παράγγελμα. Κι όμως ο Δημήτρης Μπουρλής καπνίζει ακόμα τραγικά ψύχραιμος το τσιγάρο του από το οποίο σκορπίζεται μια ελαφρά μυρωδιά χασίς. Οι παρευρισκόμενοι απομακρύνονται σε αρκετή απόσταση εκτός βολής. Ο αξιωματικός ξιφουλκεί και δίνει το πρώτο παράγγελμα.

«Γεμίσατε!»

Τα όπλα κατεβάζονται και γεμίζονται επί του γόνατος. Ο γραμματεύς του Στρατοδικείου προχωρεί, αποκαλύπτεται και αναγιγνώσκει την καταδικαστική απόφαση του Στρατοδικείου δια της οποίας ο Δημήτρης Μπουρλής καταδικάσθηκε εν ονόματι του ελληνικού λαού σε θάνατο.

Ένας ενωμοτάρχης προχωρεί και ρωτάει τον κατάδικο αν θέλει να του δέσουν τα μάτια. Ο Μπουρλής αρνείται. Δεν δέχεται επίσης ούτε να γονατίσει. Τρομερά ψύχραιμος, με δεμένα πάντοτε τα χέρια, αναμένει να αντιμετωπίσει τον θάνατο. Το δεύτερο παράγγελμα δίδεται και το ξίφος υψώνεται.

«Επί σκοπόν!»

Ο Μπουρλής πετάει τα καπέλο του και φωνάζει.

«Ζήτω η ελευθερία! Γεια σας παι…»

Δεν προλαβαίνει να αποτελειώσει την φράση του. Το τρομερό παράγγελμα «πυρ» ακούσθηκε και με το κατέβασμα του ξίφους ακούσθηκε και η ομοβροντία πυροβολισμών. Ο Μπουρλής ανετράπη. Ο λοχίας Φωτίου προχωρεί και δίνει την τελειωτική βολή. Και μετά από αυτήν ο Μπουρλής δεν πέθανε. Με ανοιχτά τα μάτια οιμωγές εξέρχονται από το στόμα του. Δεύτερη χαριστική βολή και ο Δημήτρης Μπουρλής είναι νεκρός, πλημμυρισμένος από το αίμα του με το κρανίο οικτρώς παραμορφωμένο.

Ο επίατρος κύριος Τσιάπας προβαίνει μετά τούτου σε πρόχειρο εξέταση και διαπιστώνει τον θάνατο του.

Εκεί ετάφη ο Δημήτρης Μπουρλής 

Το πτώμα τίθεται επί φορείου του Α’ Στρατιωτικού Νοσοκομείου. Για να σταματήσουν την αιμορραγία του προσώπου του λήσταρχου το καλύπτουν με λευκούς επιδέσμους. Το πλήθος ορμά περίεργο να δει τον νεκρό. Υπεράνθρωπες προσπάθειες στρατιωτών και χωροφυλάκων τίποτα δεν κατορθώνουν. Τέλος με τα πολλά βάσανα το φορείο με τον νεκρό μεταφέρεται από τους νεκροθάφτες στον νεοσκαφή τάφο, βρισκόμενο σε πενήντα εκατοστά απόστασης από τους τάφους των τυφεκισμένων Νικολάου, Σαληκουτρτζή και Σταμούλη ο ποίοι από τις περιποιήσεις κάποιου χεριού έχουν αποκτήσει κάγκελα, κανδήλια και άνθη. Εκεί ετάφη ο Δημήτρης Μπουρλής. 

Μ. Γοργός

Θεσσαλονίκη, 10 Ιουλίου 1925

Παρακολουθήστε τα ρεπορτάζ του Μ. Γοργού μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir

Διαβάστε ιστορίες με τους λήσταρχους της Ηπείρου!

Καμία δημοσίευση για προβολή