Περιγραφή
“Οι πατεράδες μας χόρεψαν κάποτε
στου κανονιού τον ήχο τον παλιό.
Μα ο τραγικός τώρα χορός
θέλει πιο ντούρα μουσική… δυναμίτη, δυναμίτη.
Κυρα-Δυναμίτη, χόρεψε γοργά.
Χόρεψε, τραγούδα, κυρα-Δυναμίτη,
χόρεψε, τραγούδα… δυναμίτη, δυναμίτη” (Από τραγούδι της εποχής)
Με την έκδοση αυτή ολοκληρώνεται η τετραλογία για τους “άγιους της Αναρχίας”, τους γάλλους τεροριστές και ιλεγκαλιστές που “αποτέλεσαν το κουδούνισμα που έβγαλε το γαλλικό προλεταριάτο από την κατάσταση εξουθένωσης που το είχε βυθίσει η σφαγή της Κομμούνας” (Robert Louzon).
[Τα τρια άλλα βιβλία της τετραλογίας είναι: “Οι εργάτες της νύχτας” για τον Μαριούς Ζακόμπ, “Το γέλιο του Ravachol”, το “Sante Caserio, το οπλισμένο χέρι της αναρχίας” – πενταλογία, αν υπολογίσουμε και το “Δίχως ίχνος μεταμέλειας” για τον Ζιλ Μπονό.]
“Στο δωμάτιό του, στην άκρη του Παρισιού, ο Emile Henry ετοίμαζε μια βόμβα. Πήρε ένα μεταλλικό σκεύος και τοποθέτησε μέσα ένα μασούρι δυναμίτη. Έβαλε ακόμα έναν χάλκινο σωλήνα που περιείχε εκατόν είκοσι χοντρά σκάγια. Πρόσθεσε μπαρούτι και πικρικό οξύ, δημιουργώντας ένα θανάσιμο μείγμα. Σε ένα μικρό άνοιγμα πέρασε τον πυροκροτητή μαζί με ένα φιτίλι που θα καιγόταν σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα, τα οποία σταθεροποίησε με βουλοκέρι. Αφού συγκόλλησε το μεταλλικό κουτί, ο Emile έβαλε τη βόμβα σε μια βαθιά τσέπη του πανωφοριού του. Ύστερα οπλίστηκε με πιστόλι και μαχαίρι και βγήκε από το σπίτι.
Ήταν 12 Φλεβάρη του 1894.”