Δεκατέσσερις θανατικές εκτελέσεις σε διάστημα δώδεκα μηνών. Αυτός είναι ο απολογισμός του 1930. Αυτό το έτος θα μείνει ασφαλώς ιστορικό στα χρονικά της γαλλικής δικαιοσύνης, τόσο για τον αριθμό και την ένταση των αδικημάτων που διαπράχθηκαν όσο και για τη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπιστήκαν οι δράστες τους.
Ο κύριος Ντεμπλέρ ασκεί ένα σπάνιο και καθόλου λαοφιλές επάγγελμα. Είναι δήμιος. Ο «Κύριος των Παρισίων», όπως είναι γνωστός σε ορισμένους κύκλους, ποτέ δεν έχει ζήσει τόσο αιματηρό έτος: «Είμαι εξήντα πέντε ετών. Κληρονόμησα από τον πατέρα μου το επάγγελμα που εξασκώ όταν ήμουν τριάντα και στο μακρύ αυτό διάστημα των τριάντα πέντε χρόνων πρώτη φορά μου συνέβη να περιοδεύσω ολόκληρη σχεδόν τη Γαλλία».
Το πρώτο κεφάλι για το 1930 το έκοψε στη Ντιν, στις 24 του Γενάρη. Ήταν του Ουγκέτ. Ενός αμούστακου παιδιού δεκαοχτώ χρονών, που βοηθούμενο από τον Στέφα Μούσα (ένα παιδί δεκαέξι χρονών), έσφαξε σε διάστημα πέντε λεπτών πέντε ανθρώπους: τον Ρισό (ένα φιλήσυχο γεωργό της Βαλανσόλ), τα δυο μικρά παιδιά του, τον γέρο υπηρέτη και τέλος τη γυναίκα του. Ο Ουγκέτ και ο Μούσα είχαν ζητήσει άσυλο για μια νύχτα από τον Ρισό και τα χαράματα κατάσφαξαν όλη την οικογένεια για να κλέψουν τα λίγα λεφτά του γεωργού. Τη μέρα της δίκης, οι ένορκοι κόντεψαν να λιποθυμήσουν από τη συγκίνηση, όταν ο πατέρας του Ουγκέτ ζήτησε με σταθερή φωνή να καταδικαστεί σε θάνατο ο γιος του. Μόλις αντίκρισε τη λαιμητόμο, ο καταδικασμένος έχασε εντελώς το θάρρος του και μεταβλήθηκε σε ζωντανό πτώμα, πριν ακόμα ο Ντεμπλέρ αφήσει να πέσει το βαρύ και κοφτερό λεπίδι της ‘χήρας’.
Η Ντουέ είναι μια μικρή πόλη στη βόρεια Γαλλία. Τα χαράματα της 20ής Μαρτίου, οι κάτοικοί της θα βγουν βιαστικά από τα σπίτια τους για να προφθάσουν το θέαμα της εκτέλεσης του Σαρλ Μασσαλίς, ο οποίος έχει καταδικαστεί ως δράστης του βιασμού και στραγγαλισμού δυο κοριτσιών ηλικίας έξι ετών. Δύο μαυροντυμένες γυναίκες, οι κυρίες Μπιλό και Νοτό, οι μητέρες των δύο μικρών θυμάτων, στέκονται σε απόσταση λίγων βημάτων από τη λαιμητόμο και, όταν ο κύριος Ντεμπλέρ ξαπλώνει τον θανατοποινίτη στη σανίδα, ξεφωνίζουν σπαρακτικά, βρίζοντας και εξαπολύοντας κατάρες εναντίον του μελλοθάνατου. Ένα δευτερόλεπτο μετά, η επιθυμία τους έχει ικανοποιηθεί. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το αν η λαιμητόμος διαχώρισε την ψυχή του από το σώμα του, καθώς αυτό μπορεί να εξαρτάται από το πρίσμα της μεταφυσικής δοξασίας που ο καθένας προτιμάει. Το βέβαιο είναι ότι η λεπίδα χώρισε το κεφάλι από το σώμα. Την παραμονή της εκτελέσεώς του, ο Μασσαλίς είχε ζητήσει από τους δεσμοφύλακές του ένα χαρτί και ένα μολύβι. Ζωγράφισε ένα κοιμητήριο με τρεις τάφους και στον πρώτο έγραψε: «Σαρλ Μασσαλίς. Πέθανε δολοφονηθείς το 1930 δι’ έλλειψιν μαρτύρων». Στον δεύτερο έγραψε «Μητέρα Μασσαλίς, 1930. Πέθανε από λύπη». Στον τρίτο έγραψε το όνομα της συζύγου του: «Υβόν Μασσαλίς, 1930. Πέθανε από ντροπή».
Ο Αλμπέρ Κλαρίς ήταν πλανόδιος καλαθοποιός που κατηγορήθηκε (και προφανώς καταδικάστηκε) πως, βοηθούμενος από τη γυναικαδελφή του Λίζαν Καρλ που ήταν συγχρόνως ερωμένη του, έσπασε τη νύχτα της 31ης Οκτωβρίου 1928 την εξώθυρα του φτωχικού σπιτιού που κατοικούσε κατάμονη η γριά χήρα Φουκό. Τη στραγγάλισε και αφού κομμάτιασε το πτώμα, το έκαψε κατόπιν με βενζίνα. Όλα αυτά για να ιδιοποιηθεί τις ασήμαντες οικονομίες της γριάς Φουκό. Η συνένοχός του καταδικάστηκε σε θάνατο και αυτή, αλλά από το 1890 και έπειτα δεν καρατομούν γυναίκες. Η Λίζα Καρλ, γνωστή στην εποχή της ως γυναίκα του διαβόλου, εξακολουθεί να ζει, μη έχοντας σώας στας φρένας. Όσο για τον Κλαρίς, από τη στιγμή που τον ξύπνησαν μέχρι τη στιγμή που άστραψε γλιστρώντας στο κεφάλι του η λεπίδα της λαιμητόμου, δεν είπε ούτε μία λέξη. Έβγαλε μονάχα βαθείς αναστεναγμούς και τα μάτια του έδειχναν όλη την απερίγραπτη απελπισία.
Τρία εικοσιτετράωρα αργότερα, στις 8 Μαϊου, ο «Κύριος των Παρισίων» έστηνε και πάλι τη μακάβρια μηχανή του. Αυτή τη φορά στη Βουλώνη. Τον ερχομό του περίμενε, κλεισμένος εδώ και εκατόν σαράντα ημέρες στις φυλακές της ίδιας πόλης, ο Πωλ Ντυφούρ, ένας γεωργός που μαζί με κάποιον άλλο γεωργό, τον Τρουίτ, έκοψαν σε σαράντα κομμάτια κάποια Μαριάν Ανγκέ, πασίγνωστη φιλάργυρη γριά του Ραντιγκέν. Οι δυο τους μοιράστηκαν τα χρυσά νομίσματα της Ανγκέ, αλλά δεν πρόφθασαν να τα χαρούν. Η αστυνομία τους συνέλαβε και καταδικαστήκαν το ίδιο έτος σε θάνατο. Στη δίκη αποδείχτηκε ότι ο Τρουίτ είχε παρασυρθεί από τον Ντυφούρ και δεν έλαβε μέρος στο κομμάτιασμα της γριάς και έτσι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετέτρεψε την ποινή του σε ισόβια δεσμά. Οι συνεργάτες του Ντεμπλέρ αναγκάστηκαν να υποβαστάζουν τον Ντυφούρ και σχεδόν να τον φέρουν στα χέρια μέχρι τη λαιμητόμο, αφού μόλις την αντίκρισε έχασε τις αισθήσεις του.
Στις 15 Μαϊου 1930, η Μασσαλία παρακολουθεί την εκτέλεση του Γκιφό, που σκότωσε τον εισπράκτορα Λουντιέ για να κλέψει 400.000 φράγκα, που ο τελευταίος μετέφερε στην τράπεζα όπου εργάζονταν.
Έξι εβδομάδες αργότερα, μάρτυρες αυτού του αποκρουστικού θεάματος έγιναν με τη σειρά τους οι κάτοικοι του Ρουέν. Η ‘χήρα’ αποκεφάλισε εκείνο το πρωί τον Βερντιέ, εκείνον δηλαδή που στις 11 Δεκεμβρίου 1929 στραγγάλισε και κατόπιν βίασε την οχτάχρονη Χριστίνα Γκαλάν. Κατόπιν, κοιμήθηκε ήσυχα ήσυχα όλη τη νύχτα, έχοντας δίπλα του το παγωμένο πτώμα της μικρής. Η ιστορία της καρατόμησης του Ζαν Γκαμπιγιάρ κρύβει μια ειρωνική κάπως διάσταση. Νέος τριάντα ετών είχε για ερωμένη την κυρία Ρενό, είκοσι χρόνια λιγότερο νέα από τον ίδιο. Τη νύχτα της 19ης Φεβρουαρίου 1929, ο Ζαν σχίζει με ένα τσεκούρι το κεφάλι της ερωμένης του και ύστερα ανάβει το τζάκι και την ψήνει. Όλα αυτά για να της κλέψει 1500 φράγκα. Όταν καταφθάνουν οι χωροφύλακες, τον βρίσκουν σχεδόν πεθαμένο. Είχε κρεμαστεί από την οροφή. Η έγκαιρη επέμβαση των γιατρών όμως τον επαναφέρει στη ζωή, μα μόνο προσωρινά. Στις 21 Ιουνίου, ο «Κύριος των Παρισίων» τραβάει το σχοινάκι και το κεφάλι του Ζαν κατρακυλάει σε εκείνο το καλάθι που θα καταλήξουν οι κεφαλές και των επόμενων εφτά, που είχαν τον κύριο Ντεμπλέρ ως τελευταία εικόνα στη ζωή τους το 1930