Εισήγηση του Κώστα Κωστάκου (Old Boy) στην εκδήλωση με τίτλο: «Better call Saul» τα όρια του αντιήρωα και το ξεπέρασμα τους.
Οι ταινίες λένε ό,τι θέλουν να πουν και δείχνουν ό,τι θέλουν να δείξουν μέσα σε δύο, άντε το πολύ τρεις, ώρες. Και οι δημιουργοί τους δεν ψάχνουν να βρουν στην πορεία τι θα γίνει με τους ήρωες και με την πλοκή. Δεν υπάρχει πορεία – ό,τι είναι να συμβεί, συμβαίνει μέσα στην διάρκεια της. Δεν υπάρχει μια αρχική ιδέα και μετά βλέπουμε για το που θα το πάμε στη συνέχεια της ταινίας – όποιες ιδέες υπάρχουν, περικλείονται μέσα της. Στις τηλεοπτικές σειρές η συνθήκη είναι εντελώς διαφορετική: ουκ ολίγες φορές έχουμε δει σειρές να ξεκινάνε εντυπωσιακά και στην πορεία του χρόνου να μην ξέρουν πώς να διαχειριστούν το υλικό τους, να μην ξέρουν τι θα κάνουν με τους πρωταγωνιστές τους και την ιστορία τους. Το στοίχημα που κατεξοχήν κέρδισαν ο Βινς Γκίλιγκαν και οι συνεργάτες του με το “Breaking Bad” είναι ακριβώς η σχέση του με τον χρόνο: εξελισσόταν συνεχώς, γινόταν συνεχώς καλύτερο, δυνάμωνε αντί να ξεφουσκώνει. Αφού λοιπόν θριάμβευσε σε αυτό το στοίχημα, ο Γκίλιγκαν με τον Πίτερ Γκουλντ είπαν να βάλουν ένα ακόμα δυσκολότερο: όχι απλά να στήσουν μια νέα σειρά πάνω σε έναν δευτερεύοντα ήρωα της πρώτης, αλλά και αυτός ο δευτερεύων ήρωας να μας παρουσιάζεται σχεδόν αγνώριστος, να μας ξανασυστήνεται απ’ την αρχή.
Παίρνουμε έτσι έναν χαρακτήρα που είχαμε γνωρίσαμε ως γλοιώδη και με χαρακτηριστικά σχεδόν καρικατούρας, για να οδηγηθούμε, μέσω της ανασκαφής στο παρελθόν του, στο συμπέρασμα ότι κανείς δεν είναι μόνο αυτό που τον βλέπουμε να είναι σε μια δεδομένη φάση της ζωής του, στο συμπέρασμα ότι καταλήγουμε κάπου ερχόμενοι από κάπου αλλού, ότι καταλήγουμε σε έναν δρόμο, όχι επειδή ντε καλά τον πήραμε ντουγρού από την αρχή, αλλά επειδή μπορεί εκεί να μας οδήγησαν διασταυρώσεις επί διασταυρώσεων. Και σε κάθε διασταύρωση μια νέα επιλογή. Που από κάπου εκπορεύεται, ναι, και σε κάτι εσωτερικό λογοδοτεί, ναι. Αλλά και την ίδια ώρα συνομιλεί και συνδιαμορφώνεται από εμπόδια έξω από εμάς και ευκαιρίες έξω από εμάς. Ο κάθε άνθρωπος δεν είναι ένα δεδομένο μέγεθος, αλλά μια προσωπικότητα με μια δυναμική και μια διαδρομή. Έχουμε μέσα μας ιδιότητες και ποιότητες οι οποίες αναλόγως των συγκυριών και των αποφάσεών μας, μας οδηγούν προς τον ένα ή τον άλλον δρόμο, προς τη μια ή την άλλη ταυτότητα. Γνωρίζουμε τους ανθρώπους σε μια φάση της ζωής τους και νομίζουμε ότι πάντα έτσι ήταν ή ότι δεν θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Kαι έχει καθοριστική σημασία το ότι αυτή την ανάγνωση την κάνουμε πάνω σε έναν τύπο που είχε για χρόνια εντυπωθεί στη συνείδησή μας ως αμοραλιστικό καρτούν.
Δεν είναι brands, είναι άνθρωποι
Αν λοιπόν μέχρι και η γλίτσα η ίδια, ο Σολ Γκούντμαν του “Breaking Bad”, γίνεται το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του «Αυτό που είσαι τώρα δεν σημαίνει ότι είναι κι αυτό που ήσουν πάντα», τότε για όλους μα όλους μπορούμε να αρχίσουμε να έχουμε την ίδια υποψία. Ξέρω ότι μας είναι εξαιρετικά δύσκολο να το κάνουμε, αλλά ας προσπαθήσουμε να το εφαρμόσουμε και σε εκείνους που πιο βαθιά αντιπαθούμε και σιχαινόμαστε στην ζωή μας, στον δημόσιο βίο ή και ενδεχομένως και στον ιδιωτικό. Θα έπρεπε να αλλάξει κάτι στην τωρινή μας στάση απέναντί τους; Όχι. Αν η τωρινή στάση τους δικαιολογεί την απέχθειά μας, ας τους απεχθανόμαστε. Μπορούμε όμως ίσως παράλληλα να σκεφτόμαστε ότι ίσως υπάρχει πίσω τους κάτι που τους εξηγεί, ότι ενδεχομένως αν τα πράγματα είχαν έρθει αλλιώς να μην είχαν φτάσει ως εδώ, ότι η ταυτότητά τους δεν γράφτηκε απ’ την αρχή σε πλάκα σαν τις «Δέκα Εντολές», ότι εν πάση περιπτώσει είναι κάτι πιο σύνθετο από μονοδιάστατες εκπροσωπήσεις του κακού και της σιχαμάρας, ότι δεν είναι σύμβολα, δεν είναι brands, είναι άνθρωποι.
Κι ο θρίαμβος που πέτυχε το “Βreaking Bad” με τη διαχείριση του χρόνου, πολλαπλασιάζεται με το “Βetter Call Saul”. Αντί το άπλωμα μιας ιστορίας και μιας αρχικής ιδέας στον χρόνο να αποτελεί παράγοντα άγχους και εμπόδιο, μετατρέπεται σε δώρο και σε αναγκαία συνθήκη, καθώς και οι δύο σειρές παίρνουν όλον τον χρόνο που χρειάζεται, ώστε οι μεταμορφώσεις (του Γουόλτερ Γουάιτ σε Χάιζενμπεργκ, του Τζίμι ΜακΓκιλ σε Σολ Γκούντμαν, της Κιμ Γουέξλερ σε Κιμ Γουέξλερ ΜακΓκιλ) να συντελούνται ενώπιόν σου, επεισόδιο το επεισόδιο, σεζόν τη σεζόν, μπροστά στα μάτια σου και μπροστά στα μάτια των ίδιων των ηρώων, καθώς τους βλέπουμε να αλλάζουν και βλέπουν και οι ίδιοι τον εαυτό τους να αλλάζει, να γίνεται κάποιος άλλος, όχι με μια ξαφνική αναλαμπή, αλλά επειδή σύρεται προς τον νέο εαυτό, μέρα με την μέρα, απόφαση ζωής με την απόφαση ζωής, σταυροδρόμι με το σταυροδρόμι.
Το “Breaking Bad” ήταν μια σειρά που την όριζε και την πλαισίωνε πρώτα και κύρια η πλοκή της. Η πλοκή της ήταν η κινητήρια της δύναμη. Tο “Βetter Call Saul”, χωρίς να αδιαφορήσει επ ουδενί για την πλοκή, δίνει πάντως τη δική του έμφαση στους χαρακτήρες, στην εμβάθυνσή τους, στην εξερεύνησή τους. Στο “Βreaking Bad” η μεταμόρφωση του Γουόλτερ, η ολοένα και μεγαλύτερη μετάλλαξή του, πήγαινε χέρι χέρι, με την ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή του στην εμπόριο ναρκωτικών. Στο “Better Call Saul” δεν είναι οι χαρακτήρες παρακολούθημα της πλοκής, αλλά είναι η πλοκή που παρακολουθεί τις μεταμορφώσεις των ηρώων.
Ιστορίες μεταμόρφωσης
Όσο όμως κι αν όλοι λέμε και ξαναλέμε ότι οι δυο σειρές είναι ιστορίες μεταμόρφωσης, έπρεπε να φτάσουμε στα εντελώς τελευταία επεισόδια του Better Call Saul για να συνειδητοποιήσουμε ότι μάλλον το τελικό και βαθύτερο θέμα των δύο σειρών δεν είναι οι μεταμορφώσεις αλλά οι επιλογές. Σε πολύ πρόσφατη συνέντευξή του ο Γκίλιγκαν περίπου είπε ότι δουλειά των σεναριογράφων είναι να γράφουν ιστορίες που θα κρατάνε συνέχεια ζωντανό το ενδιαφέρον των θεατών και ότι η θεωρία και η ανάλυση για το τι θέλει να πει ο ποιητής είναι ένα μετέπειτα στάδιο που δεν θα έπρεπε να αφορά τόσο τον ίδιο τον ποιητή. Δεν ξέρω λοιπόν αν το “Better Call Saul” γράφτηκε βάσει ενός μεγάλου σχεδίου για να καταδειχθεί η σημασία των επιλογών ή αν απλά έχουμε ενώπιον μας μια από τις μεγαλύτερες αν όχι και την μεγαλύτερη αρετή του: το ότι η κάθε νέα επιλογή των ηρώων προκύπτει πολύ οργανικά και αβίαστα, ακριβώς επειδή έχουν γίνει τόσο αληθινοί και τόσο ζωντανοί, ώστε κάθε φορά που βρίσκονται μπροστά σε μια νέα κατάσταση που σε καλεί να αποφασίσεις, αποφασίζουν εκείνη την στιγμή και δεν εκτελούν προαποφασισμένες ιδέες των δημιουργών τους.
Όσο λοιπόν εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα κι αν είναι η μεταμόρφωση, όσο εξαιρετικά ενδιαφέροντα ζητήματα κι αν είναι η μεταμέλεια ή η έλλειψή της, όσο εξαιρετικά ενδιαφέροντα ζητήματα κι αν είναι τα συνειδησιακά μπρος πίσω ή η σταθερή κατεύθυνση προς την μια ή την άλλη πλευρά της ηθικής, πίσω απ’ όλα αυτά και παράλληλα με όλα αυτά, αν εμένα μου αφήνει τελικά κάτι ως απόσταγμα το σύμπαν των δύο σειρών είναι η έννοια της ανάληψης της ευθύνης και της ιδιοκτησίας των επιλογών σου. Ένα «Στεκόμαστε απέναντι στην μοιρολατρία». Ένα «Στεκόμαστε απέναντι σε όλα αυτά που σε έφεραν στη συγκεκριμένη θέση που βρίσκεσαι τώρα». Όχι γιατί δεν έχουν σημασία, ούτε γιατί ήρθες εδώ με αλεξίπτωτο. Αντίθετα εξετάζονται εξονυχιστικά και όσα σε διαμόρφωσαν εσωτερικά και οι εξωτερικές συνθήκες χωρίς την ύπαρξη των οποίων δεν θα βρισκόσουν εδώ. Αλλά εν πάση περιπτώσει είσαι εδώ που είσαι.
Και μπορεί όταν γράφω να τα έχω γενικά εύκολα τα μεγάλα λόγια, αλλά τώρα πραγματικά κυριολεκτώ και πραγματικά δεν υπερβάλλω: μπορεί το “Better Call Saul” να τελείωσε πριν λίγες εβδομάδες, αλλά δεν μπορώ να αφήσω τον Τζίμι ΜακΓκιλ να φύγει, δεν φεύγει, με έχει βάλει σε μια εσωτερική αναζήτηση και συνειδητοποίηση. Με έχει βάλει στη φάση που προσπαθώ να χωνέψω ακριβώς αυτό: ότι το «Έτσι είμαι εγώ», είτε με την διάσταση του έτσι ήμουν πάντα, είτε τη διάσταση του έτσι έγινα, δεν μπορεί να λειτουργεί ως άλλοθι για την κάθε επόμενη επιλογή σου. Κάθε επόμενη επιλογή σου έχει αυτοτελή αξία, κάθε επόμενη επιλογή σου έχει ένα αυτοτελές αξιακό διακύβευμα.
Ενώπιον κάθε νέας επιλογής στεκόμαστε διαρκώς ελεύθεροι…
Αν αυτή τη στιγμή της ζωής σου είσαι ξέρω γω ενώπιον της σημαντικής επιλογής υπ’ αριθμόν 353, προφανέστατα και οι προηγούμενες 352 έχουν το δικό τους βάρος, προφανέστατα κουβαλούν μια κεκτημένη ταχύτητα και μια συνήθεια, προφανέστατα κι ο δρόμος που έχουμε πάρει δεν είναι ξεριζωμένος από δομικές μας ιδιότητες, αλλά κανείς μα κανείς, ούτε τα μέσα μας ούτε τα έξω μας, δεν μας δεσμεύουν να συνεχίσουμε έτσι. Ενώπιον κάθε νέας επιλογής στεκόμαστε διαρκώς ελεύθεροι. Κι ας μην αρκεί ενδεχομένως για να γυρίσει όλο το παιχνίδι. Δεν είναι το ζητούμενο η μαγική επιλογή. Αν έχουμε κάνει πάρα πολλές κακές επιλογές, δεν σημαίνει ότι θα πατήσουμε ένα κουμπί και θα γίνουν όλα καλά, θα λυτρωθούμε, θα εξιλεωθούμε, δεν θα εξακολουθεί να υπάρχει ο αντίκτυπός των προηγούμενων κακών επιλογών μας. Σημαίνει όμως ότι δεν θα προστεθεί σε αυτές ο αντίκτυπος μιας ακόμα κακής επιλογής. Που έχει την αυταξία του ως αντίκτυπος. Όχι μόνο είχε, έχει και θα έχει σημασία κάθε επόμενη απόφαση που παίρνουμε, αλλά και μπορούμε να την πάρουμε, ό,τι κι αν «είμαστε». Γιατί αυτό που «είμαστε» από ένα σημείο και ύστερα λειτουργεί ως ένα παράδοξο εσωτερικό «ασυγχωροχάρτι»: λέμε δηλαδή στον εαυτό μας ότι αφού είμαστε πια ασυγχώρητοι, έχουμε λευκή επιταγή να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο: έχουμε κάνει ό,τι έχουμε κάνει, θα συνεχίσουμε να το κάνουμε, θα συνεχίσουμε να εισπράττουμε ό,τι εισπράτταμε ψυχικά ή και υλικά και οι τύψεις δεν θα γίνονται μεγαλύτερες, το πιθανότερο είναι να γίνονται μικρότερες και να νεκρώνεις μέσα σου. Κι όσο πιο βαθιά είσαι χωμένος σε αυτόν τον τρόπο σκέψης, τόσο η σχέση κόστους – κέρδους αλλάζει ενώπιον κάθε νέας επιλογής. Αλλά δεν παύει κάθε φορά να πρόκειται για νέα επιλογή. Την οποία ελεύθερα καλείσαι να πάρεις. Το “Better Call Saul” είναι μια διαρκής ακροβασία πάνω στο σχοινί της ηθικής και της συνείδησης. Ο βαθιά ηθικός πυρήνας της σειράς θα υπήρχε ακόμα και αν περιέγραφε μόνο μεταμορφώσεις. Μιλά όμως για κάτι ακόμα πιο σύνθετο, για την αυτοτελή ηθική διάσταση της κάθε μεμονωμένης επιλογής.
Κi επειδή θέλω να αναφερθώ και σε μια σειρά από διλήμματα πάνω στα οποία έχει στηθεί το “Better Call Saul”, άλλα εκ των οποίων τα υπερβαίνει, άλλα εκ των οποίων μένουν μετέωρα χωρίς καμία καθησυχαστική απάντηση και τέλος άλλα στα οποία οι απαντήσεις που δίνονται είναι στον αντίποδα του “Τhe Winner Takes it All“ και κανείς νικητής δεν μπορεί να τα πάρει στα αλήθεια όλα, αφού κάτι θα κερδίσει και κάτι χάσει, θα το κάνω με ξεχωριστό κείμενο, γιατί αυτό ήδη τράβηξε πολύ. Επιφυλάσσομαι λοιπόν, στο μεταξύ μπορεί κανείς να βάλει να παίζει το τραγούδι κι η σκηνή.