Μια ζωή στο νοίκι.
Νοικιασμένα δικαιώματα, έρωτες, φιλιά.
Έλλειψη θάρρους, για οποιαδήποτε αγορά.
Είμαστε-νομίζω- στάχτες.
Στάχτες που με το πρώτο φύσημα του ανέμου, σκορπάμε.
Γινόμαστε λάσπη, ακόμη και με την ελάχιστη βροχή.
Κι όλα δανεικά, και νοικιάζουμε ο ένας τον άλλον.
Για λίγο.
Μέχρι να μας φύγει ο φόβος.
Ίσα να ζεσταθεί και η άλλη πλευρά του κρεβατιού.
Νοίκιασες το δικαίωμα να πεις σ’ αγαπώ, για δύο ώρες.
Το δικαίωμα να συγκρουστείς με τις σάπιες πλευρές του νόμου και της εξουσίας,
μονάχα σε επετείους.
Ώσπου να λήξει κι αυτή η νύχτα.
16 Νοέμβρη
6 Δεκέμβρη
Κι άλλες ακόμη νύχτες και μέρες, που δεν αγόρασες θάρρος αρκετό για να φτάσει η φωνή σου και στην απέναντι πλευρά.
Την ώρα που ξεγύμνωναν, μείωναν, απειλούσαν, με κάτι που ονομάζουν ‘’όπλο’’.
Είναι από σίδερο ίσως.
Η δική σου όμως φωνή, μπορεί να το κομματιάσει.
Αλλά εσύ, εκεί.
Μια ζωή στο καταραμένο νοίκι.
Και κάθε Σάββατο στη λαϊκή, τους καλημερίζεις όλους.
Χαμογελάς, αγοράζεις λουλούδια.
Είχε περάσει προηγουμένως ο κύριος με το λάστιχο.
Τα καθάρισε τα αίματα, τα χυμένα μυαλά.
Είμαστε-νομίζω- στάχτες.
Στάχτες που με το πρώτο φύσημα του ανέμου, σκορπάμε.
Με την πρώτη βροχή, λάσπη.
Μια ζωή στο νοίκι.
Νοικιασμένα δικαιώματα, έρωτες, φιλιά.
Έλλειψη θάρρους, για οποιαδήποτε αγορά.
Ας τελειώνουμε μ’ εσένα.
Κάνε τουλάχιστον στην άκρη.
Γιατί ναι, θεέ μου, ναι.
Ναι διάολε.
Υπάρχουν άνθρωποι, που είχαν το θάρρος, να έχουν θάρρος.