Ο καθρέφτης

Ένα διήγημα από την Γωγώ Λιανού για τις Ιστορίες από τον Ακάλυπτο

Είχα αρχίσει να χτίζω τα όνειρά μου από μικρός. Όπως κάθε παιδί στην ηλικία μου. Ζωγράφιζα καλά, ήταν το ταλέντο μου έλεγε η δασκάλα. Το είχε πει και στον πατέρα μια μέρα που είχε έρθει να με πάρει απ’ το σχολείο. Έβρεχε έξω. Νομίζω πως ήταν Νοέμβρης. Ο πατέρας της απάντησε: «Σαχλαμάρες. Η δουλειά σου, δεν είναι να τους φουσκώνεις τα μυαλά. Τι είναι αυτά; Βουνά; Τοπία;»

Έσκισε τις ζωγραφιές μου μια προς μια. Αυστηρός όπως πάντα. Εκείνη τη μέρα, με άφησε να γυρίσω με τα πόδια σπίτι.

«Για να πάρεις ένα μάθημα», είπε. «Να γίνεις σκληρός».

Έβρεχε. Νομίζω αυτό το ξαναείπα. Ήμουν δώδεκα ετών. Μονάχα δώδεκα. Δε μπορούσα να ξεχωρίσω αν τα υγρά στο πρόσωπό μου ήταν η βροχή ή τα δάκρυά μου. Καθώς προχωρούσα, άλλοτε αργά, άλλοτε πιο γρήγορα, παρατήρησα κάτι γραμμένο σ’ έναν τοίχο. Έλεγε:

«Ίσως κάποτε να γίνεις αυτό που σιχαίνεσαι». Έσκυψα. Έτρεξα σπίτι. Ο πατέρας, μου είπε πως άργησα. Πως οι άντρες πρέπει να είναι σκληροί, όχι μαλθακοί σαν εμένα. Μα εγώ, είχα μέσα μου μια καρδιά, που γύρευε άλλα πράγματα. Η μητέρα, όταν είδε πως ήμουν βρεγμένος και έσταζα, με έσυρε ως το δωμάτιο. Ζώνη. Δύο χτυπήματα. Ένα αριστερά στα πλευρά κι ένα δεξιά. Δεν έκλαψα. Είχα μάθει, πως αν έκλαιγα θα την προκαλούσα παραπάνω. Τα δύο χτυπήματα ήταν το λιγότερο. Είχαν υπάρξει και πολλά παραπάνω στο παρελθόν. Ο πατέρας ήταν αυστηρός. Η μητέρα όμως, με τρόμαζε πιο πολύ. Είχε κάτι στα μάτια της. Μίσος. Ένα μίσος που ξεκίνησε απ’ όταν μεγάλωνα μέσα της. Παλιότερα, σε μικρότερη ηλικία, ο πατέρας άκουγε τις κραυγές μου, το κλάμα μου. Άνοιγε την πόρτα και απλά κοίταζε. Συνεχώς έλεγε: «Θα γίνεις άντρας τώρα». Τότε το μένος στα μάτια της μητέρας ήταν πεντακάθαρο. Φαινόταν. Δεν ήξερα σε εκείνη την ηλικία πώς να το ονομάσω. Νόμιζα πως όλα τα παιδιά, έτσι μεγαλώνουν. Μα ήμουν εφτά χρονών. Τι ήξερα τότε;

Περνούσαν τα χρόνια. Οι μέρες, οι μήνες. Κάθε φορά, με ένα βάρος παραπάνω, με ένα σημάδι στο κορμί μου παραπάνω. Με λόγια σκληρά. Ανάρμοστα για ένα παιδί. Το σύνθημα που έβλεπα καθώς γυρνούσα σπίτι ξεθώριαζε. Κάθε φορά και πιο πολύ. Σαν τα όνειρά μου. Κουβαλούσα αυτή την κατάρα κι αυτή τη μοίρα στους ώμους μου. Ήμουν απ’ αυτούς, που δεν είχαν όνειρα πια. Απ’ αυτούς που αφέθηκαν σε μια φωτιά που τα έκαψε όλα. Με έκαναν να πιστέψω πως τα όνειρα είναι για τους αποτυχημένους. Όμως τα γνωρίζεις όλα αυτά. Δε ξέρω τι με κάνει και τα αναφέρω. Ίσως η ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Ίσως η ανάγκη να του συγχωρήσω και τους δύο. Ή ακόμη, να βγάλω μ’ ένα κουτάλι τα μάτια του πατέρα, που κοίταζε αλλά ήταν απαθής. Να κόψω απ’ τη ρίζα τα χέρια της μητέρας. Να μη μπορούν να με πληγώσουν άλλο. Όμως τους έχω μέσα μου. Ακόμη κι αν τότε έπραττα αυτές τις ειδεχθής πράξεις, δε θα σταματούσα ποτέ να πληγώνομαι.

Το τραίνο δεν ερχόταν ποτέ

Στα δεκαοχτώ μου χρόνια, ο πατέρας και οι γνωριμίες που είχε, με έβαλαν στα καλύτερα κολλέγια. Μου είχαν φυτέψει μέσα μου πράγματα. Μου είχαν φυτέψει την ιδέα, πως έπρεπε να τους κάνω περήφανους. Να κάνω ό,τι μου λένε. Νόμιζα πως έτσι θα απαλλαγώ. Δεν απαλλάχτηκα ποτέ.

Ακόμη και τώρα, που βρίσκονται στο χώμα, έρχονται τα βράδια στον ύπνο μου. Με χτυπούν πάλι. Ράπισμα οι λέξεις, ο πόνος, τα σημάδια. Ράπισμα. Θυμάσαι πως είναι. Δεν είναι ανάγκη να εξηγήσω πολλά. Με ηρεμεί λίγο το γεγονός πως βρίσκονται στο χώμα. Σε τάφους παραμελημένους, με τη βροχή να τους κρατάει υγρούς, παγωμένους. Να νιώθουν το κρύο. Να νιώθουν το δικό μου μίσος πια. Τη δική μου απάθεια. Και τότε θυμήθηκα. Έγινα στ’ αλήθεια αυτό που σιχαινόμουν.

Το τραίνο δεν ερχόταν ποτέ για να με πάρει από δω. Μα που θα με πήγαινε αλήθεια; Κι έτσι, περπατούσα στις γραμμές. Ήθελα να περάσει από πάνω μου, να με παρασύρει. Μα κάθε φορά δείλιαζα. Έτρεχα, ένα στην άκρη. Τα λόγια του πατέρα «είσαι μαλθακός, γίνε άντρας». Κι εγώ, δε μπορούσα καν να αντιμετωπίσω το τραίνο. Όπως δεν αντιμετώπισα ποτέ κανέναν. Το ξέρεις. Όμως πρέπει να σου μιλήσω.

Θέλω να μ’ ακούσεις προσεκτικά. Σαν να βρίσκεσαι στις γραμμές ενός τραίνου που έρχεται κατά πάνω σου. Θα έτρεχες ή θα έμενες; Αν όσα σου διηγηθώ σε τρομάξουν ή πληγώσουν τον άνθρωπο που κρύβεις –ίσως- μέσα σου, μπορείς να τρέξεις. Όπως θα έκανες στις γραμμές του τραίνου. Αυτά που θα σου πω, θέλω να τα ακούσεις σαν να μη βγαίνουν απ’ το στόμα μου. Γιατί δε βγαίνουν. Έπαψα να μιλάω χρόνια τώρα από κει. Να τα’ ακούς απ’ την καρδιά μου. Αν ρίξεις μια ματιά, έξω απ’ το παράθυρο, θα δεις το γέρικο δέντρο στην αυλή. Με ανακουφίζει που κάτι θα μείνει αιώνια. Του αρέσει άραγε; Ή θεωρεί πως είναι καταδικασμένο; Ήταν εδώ πριν από ‘μας. Θα είναι εδώ, ακόμη και όταν φύγουμε. Όμορφα που είναι όλα. Γαλήνια. Θα πρόσεξες βέβαια, πως φθινοπώριασε. Έτσι έχω ακούσει να λένε. Ίσως τα φύλλα που πέφτουν τους το μαρτυρούν. Είναι εύκολο να ρίξεις μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο. Πόσο εύκολο είναι να ρίξεις μια ματιά έξω από ‘σένα; Απ’ το περίβλημα σου. Με συγχωρείς για τη φλυαρία μου. Μάλλον είχαμε καιρό ν’ ανταμώσουμε. Τα πράγματα, που λες εδώ μέσα είναι περίεργα. Με φωνάζουν περίεργα. Καμιά φορά, νομίζω ότι τα χάνω. Από τα διπλανά δωμάτια, ακούγονται κραυγές. Ακούγονται πνιχτά δάκρυα τις νύχτες. Και δεν ξέρω αν πρέπει να παρηγορήσω κάποιους απ’ αυτούς, αν όχι όλους.

Εμένα με βλέπουν αρκετοί άνθρωποι. Οι υπόλοιποι, ξεχασμένοι. Για εκείνους δεν έρχεται κανείς. Ίσως δεν ήταν καλά παιδιά. Έτσι μου έλεγε η μητέρα, κάθε που έκανα αταξία. Νέα γυναίκα. Δεν την κατηγορώ. Τα σημάδια απ’ τη ζώνη δε θα ήθελα να είχα στα πλευρά. Κάνεις μπάνιο και κρύβεσαι. Να αποφύγεις τις ερωτήσεις κι ακόμη πιο πολύ, να αποφύγεις τις ψεύτικες απαντήσεις. Όμως, με συγχωρείς ξανά. Φλυαρώ. Μάλλον είχαμε καιρό ν’ ανταμώσουμε. Πόσο να πέρασε άραγε; Ξέρεις, με τον χρόνο δε τα πήγαινα καλά. Ο χρόνος, μου παίρνει ότι αγαπώ. Αλλά, άστο. Μην απαντήσεις. Σημασία έχει, πως είσαι τώρα εδώ.

Κάτι πολύχρωμα δισκία

Καμιά φορά, βάζουν ανθρώπους σε πολύ μικρά δωμάτια. Απ’ αυτά που δεν περνάει ο ήχος. Είχα δει και κάποιον να τον δένουν στο κρεβάτι. «Πιο μαλακά», φώναξα, «λίγο πιο μαλακά». Κι ύστερα, βρήκα μια γωνιά κι έκλαψα. Ναι, ξεκίνησα να κλαίω πάλι. Το φαγητό είναι άνοστο, σκέτο σκουπίδι. Και πάνω μου, συνεχώς αυτό το ύφασμα, που νομίζω με κάνει και δείχνω γελοίος. Αυτό ήθελε ο πατέρας, αυτό έκανα. Νιώθω την ανάγκη που και που, να τους πάρω όλους από δω μέσα. Να σπάσω τα κάγκελα στα παράθυρα. Να είναι σε όλους ευδιάκριτο το γέρικο δέντρο. Από την άλλη, έχω πιάσει τον εαυτό μου, να τους μοιράζει κάτι πολύχρωμα δισκία. Ξέρω πως τα λένε, αλλά τώρα μου διαφεύγει. Πάλι φλυαρώ, ε;  Άκου, ίσως αυτό συμβαίνει γιατί…

«Γιατρέ.»

«Ε, ναι συγγνώμη νοσοκόμα. Τι συνέβη;»           

«Είναι κάποια πειραματική θεραπεία ή ομιλία μπροστά στον καθρέφτη;»

«Θα μπορούσε να είναι», είπα και χαμογέλασα για να κρύψω το μυστικό μου. Όταν έρχεσαι κοντά με κάποιον άρρωστο, μάλλον αρρωσταίνεις κι εσύ. «Πες μου νοσοκόμα και γρήγορα».

«Α , τίποτα. Η ασθενής στο δωμάτιο 8. Μάζεψε όσα σεντόνια μπόρεσε και κρεμάστηκε. Τι να κάνω; Να καλέσω τους δικούς της;»

«Όχι. Δεν είχε κανέναν. Να τη βάλεις μαζί με τους άλλους», είπα κι έφυγε.

Μόνος. Πρέπει να πω κάτι τελευταίο. Στις γραμμές του τραίνου λοιπόν. Θα έτρεχες ή θα έμενες; Εγώ πάντως, κουράστηκα να τρέχω.

«Γιατρέ, κρίση ασθενή στην αίθουσα ψυχαγωγίας».

«Έρχομαι αμέσως. Ετοίμασε την ένεση».

Κάθε δόση στην ένεση, πρέπει να είναι μετρημένη. Αλλιώς, άσχημα πράγματα συμβαίνουν. Νομίζω πως ήρθε η ώρα, τι λες; Ας τη στρέψω επιτέλους πάνω μου. Πονάω. Εμείς οι δυο πονάμε. Ήρθε η ώρα για το πικρό αντίο. Χωρίς τα όνειρά μου πια, δε μπορώ να συνεχίσω. Ποτέ δεν μπορούσα. Πικρό το αντίο. Τα λέμε στην άλλη πλευρά.

ΤΕΛΟΣ

Διαβάστε Ιστορίες από τον Ακάλυπτο στο ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir.

Βρείτε τα βιβλία της Γωγώ Λιανού στο βιβλιοκαφέ red n’ noir (Δροσοπούλου 52, Κυψέλη).

Τσεκάρετε και αγοράστε βιβλία της Γωγώ Λιανού στο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο του red n’ noir:

Καμία δημοσίευση για προβολή