Γιατί εγώ

Ποιήματα XVΙΙ

Δε γνωρίζω,

πως κατάφερε να περάσει τόσος καιρός,

πώς κατάφερα να επιβιώσω,

μ’ αυτή την επίμονη, επίπονη, αδιανόητη αγάπη για ‘ σένα.

Πώς κατάφερα να επιβιώσω, με όλη την αδικία του κόσμου.

Με όλη αυτή την κούραση στο κορμί, στην ψυχή, στο μυαλό.

Κυρίως στην καρδιά.

Πώς κατάφερα να επιβιώσω, όταν ο γείτονας μου δεν είχε ένα πιάτο φαΐ.

Όταν είδα ανθρώπους άστεγους, με κουβέρτα μια κούτα.

Όταν είδα ανθρώπους σε βάρκες να έρχονται σε ξένη γη.

Ποια ξένη γη;

Γιατί ξένη;

Γιατί μου έμαθαν αυτή τη λέξη;

Γιατί έτρωγα τη λάσπη τους;

Πώς τα κατάφερα να ζήσω με τέτοιο τρόπο, και γιατι;

Για τίνος το χατίρι επέλεξα τη σιωπή,

όταν έπρεπε στα μούτρα τους να ουρλιαξω;

Όταν έπρεπε να σπάσουν κόκκαλα;

Μα όχι.

Απέναντι τους στάθηκα ειρηνική, με μια ερωτηση:

«Γιατι τόσο μίσος»

Πώς κατάφερα να επιβιώσω με την εικόνα σου καρφωμένη,

σε όλα τα εγκεφαλικά μου επίπεδα,

χωρίς να έχω εγκεφαλικά επεισόδια.

Και κρίσεις πανικού,

ψυχώσεις.

Πως κατάφερε και πέρασε ο καιρός, κι είμαι πια ξερή,

ανιαρή, απαρηγόρητη παρουσία.

Βάρος για όλους, σε όλους.

Κι είμαι πια σε μόνιμο πένθος, ανάμεσα στα μνήματα

που κάποτε θα γίνουν σπίτι μου.

Στ’ αλήθεια.

Δε ξέρω πως τα κατάφερα κι έφτασα εδώ.

Κυρίως όμως, δεν ξέρω το γιατί.

Κανείς δεν είναι πρόθυμος να μου δείξει.

Στεκομαι τώρα κι ουρλιάζω.

Με μόνο μια ερώτηση:

«Γιατί εγώ».

Η Γωγώ Λιανού στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο:

Καμία δημοσίευση για προβολή