Ενθάδε κείται

Ποιήματα ΧΙΙ

Δεν θυμάμαι πότε έπαψα ν’ αγαπώ.

Κι ούτε ξέρω αν φοβήθηκα τους άλλους πιο πολύ, ή τον εαυτό μου.

Και καταριέμαι τη νύχτα που ξαναγεννήθηκα.

Γιατί εγώ γεννήθηκα δυο φορές.

Ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη,

μεσολάβησε ο θάνατος.

Μαντεύω πως τότε ήταν η στιγμή που ξέγραψα την αγάπη.

Όταν είδα νεκρά παιδιά μέσα σε κύματα, κόσμο να διώχνει μάνες, άντρες.

Γιατί δεν ήταν-λέει-σαν κι εμάς.

Ποιους «εμάς;»

Ποιοι είμαστε;

Κι εγώ γιατί ανήκω στο σινάφι τους;

Αυτή την «αγάπη» ξέγραψα.

Η αγάπη, δεν σκοτώνει, δεν αρνείται.

Ενθάδε κείται αγάπη, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους.

Ενθάδε κείται αγάπη που πήρε καρτέλες με χάπια και πήγε στο διάολο

γιατί σιχάθηκε το «εμάς».

Εδώ, βρίσκομαι εγώ θαμμένη, τυλιγμένη μ’ ένα σεντόνι,

διαβασμένη, και καθώς πρέπει.

Δεν πούλησα την ψυχή μου.

Τη μοιράστηκα με τον Αλέξη.

Με τον Παύλο.

Με τον Μιχάλη.

Με τους 40 Αφγανούς, μετά απ’ το ξεγύμνωμα, τη φάλαγγα, εικονικές εκτελέσεις, απειλές με όπλα και άγριο ξύλο.

Τους άλλους φοβήθηκα.

Τον εαυτό μου, τι είναι ικανός να κάνει.

Κι αυτό το «εμάς», που μ’ έπνιγε.

«Δεν είμαι σαν κι εσάς»

-φωνάζω-

«δεν είμαι σαν κι εσάς».

Καμία δημοσίευση για προβολή