Η έντονη ακτίνα φωτός του προβολέα ασετιλίνης έλαμπε ευθεία κάτω στη θάλασσα. Εξερευνούσε τα βάθη και περιπλανιόταν στον αμμώδη βυθό και στους σχηματισμούς κοραλλιών. Στην πλώρη βρισκόταν ένας ναύτης που ξαπλωμένος μπρούμυτα παρατηρούσε. Καμιά φορά ξεχώριζε το ασήμισμα κάποιου ψαριού. Κάποια ψάρια πλησίαζαν για να κοιτάξουν αυτόν τον παράξενο ήλιο. Λίγο μετά, ο κινητήρας έσβησε και το ψαράδικο σκάφος αφέθηκε να λικνίζεται από τη φουσκοθαλασσιά. Ξαφνικά ο παρατηρητής πετάχτηκε όρθιος.
«Εδώ είναι», φώναξε.
Ένα κοπάδι που λαμπύριζε περνούσε από κάτω τους. Ήξερε πως το κοπάδι με τις σαρδέλες θα στεκόταν σε αυτό το σημείο με ζεστά νερά ίσως μονάχα για ένα λεπτό. Το κοπάδι στρεφόταν ανατολικά, συμπαγές και γυαλιστερό σαν μεταξένιο φόρεμα. Το σκάφος άρχισε να κάνει μια κυκλωτική κίνηση, αφήνοντας λίγο-λίγο τα δίχτυα του. Όταν το D’ Artagnan ολοκλήρωσε την κυκλωτική μανούβρα, οι ναύτες ξεκίνησαν να τραβούν τα δίχτυα. Σταδιακά ένας μεγάλος σωρός άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια. Τα ψάρια σπαρτάραγαν και λαμποκοπούσαν κάτω από τον προβολέα.
Μέσα σε μια ώρα οι σαρδέλες είχαν τοποθετηθεί σε ψάθινα καλάθια, μαζί με δύο σκυλόψαρα, δύο καρχαρίες-μινιατούρες που παραφύλαγαν το κοπάδι με τις σαρδέλες για να του επιτεθούν.
Η μηχανή πήρε πάλι μπρος και το πλήρωμα, μουσκεμένο απ’ όλα αυτά, έκανε ότι μπορούσε για να ζεσταθεί, κατεβάζοντας καφέ με μπόλικο ρούμι.
Το σκάφος είχε πάρει στροφή, έχοντας τώρα το κύμα στα πλάγιά του. Μια ώρα αργότερα εμφανίστηκε αχνά το περίγραμμα του ακρωτηρίου Lladro. Πέρα στα βουνά, στο βάθος κάποιας κοιλάδας, μπορούσε κανείς να διακρίνει δυο τρία φώτα που ήταν ορατά μόνο από τη θάλασσα. Ήταν τα φώτα του μικρού χωριού Colera που το κατοικούσαν γεωργοί και ψαράδες.
«Το σημείο της συνάντησης είναι πέρα από το ακρωτήρι, πέρα και από το Colera, πιο κοντά στο ακρωτήρι Ras, στον κολπίσκο Augustin. Εκεί δεν θα φαινόμαστε από τον δρόμο του Figueras», είπε Calatayud.
«Μη μου δίνεις στα νεύρα», απάντησε ο τσιτωμένος Salvador. «Γνωρίζω το μέρος εξίσου καλά με εσένα. Ίσως και πιο καλά. Τα είπατε όλα με τον γιο μου χθες. Αρκεί».
Τα βουνά που βρίσκονταν στη στεριά πλησίαζαν όλο και περισσότερο, σαν κάποιος δράκος που θα τους συνέτριβε. Ανάμεσα σε δύο βράχους υπήρχε ένας σκοτεινός κολπίσκος. Ήταν πια κοντά και το κύμα τούς έσπρωχνε.
«Σβήστε τις μηχανές», διέταξε χαμηλόφωνα ο Salvador. «Ας μας πάει το κύμα. Και τα φώτα σβηστά».
Η σιωπή και η νύχτα έπεσαν πάνω τους σαν επιθανάτιο πέπλο. Τους πήρε δυο στιγμές να συνηθίσουν στο σκοτάδι καθώς η κεκτημένη ταχύτητα τους σκάφους τούς έσπρωχνε προς τη στεριά. Δεν μιλούσε κανείς και η καρδιά του Mulierez του είχε φτάσει στο στόμα. Η Ισπανία ήταν εκεί, και ποιος ξέρει τι τους περίμενε. Έτριξε τα δόντια του και πήρε ξανά το μπουκάλι με το ρούμι. Ένιωθε κρύο. Τα πράγματα σύντομα θα γίνονταν καλύτερα, όπως γίνονταν πάντα όταν ξεκινούσε η πραγματική δράση. Τότε που λες και όλες οι ανησυχίες ξεχνιόντουσαν, που ξεχνούσε ακόμα και το ρίσκο που έπαιρνε.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που περνούσε όπλα στην Ισπανία. Αυτός και ο Calatayud είχαν αναλάβει αυτό το πόστο από τότε που οι προηγούμενοι είχαν συλληφθεί. Αυτό όμως που τον έριχνε κάθε φορά ήταν αυτή η αναμονή, αυτή η σιωπηλή αδράνεια. Προσπαθούσε να ξεχνάει τι τον περίμενε στην ακτή στην περίπτωση που…
Η μοίρα του θα ήταν αυτή που είχε επιφυλάξει η συμμορία του Ισπανικού Αλόγου για τους άλλους συντρόφους, όπως ο Luis και Martinez. Βασανιστήρια και απόγνωση. Οι δυο τους είχαν πεθάνει από την πείνα και τα βάσανα σε κάποιο ανήλιαγο αποπνικτικό κελί. Και κάθε μέρα τα καθάρματα του Αλόγου τούς βασάνιζαν για να τους κάνουν να μιλήσουν.
Το αλιευτικό σκάφος είχε σταδιακά κόψει ταχύτητα. Γλιστρούσε αργά, αφήνοντας το κύμα να το πηγαίνει. Ξαφνικά, φάνηκαν τρεις διαδοχικές λάμψεις από την ακτή.
«Εκεί είναι», είπε ο Calatayud. Έβγαλε ένα φακό από την τσέπη του και απάντησε και αυτός με τρεις λάμψεις.
Όλοι οι άνδρες του σκάφους είχαν σηκωθεί όρθιοι και είχαν μαζευτεί στην κουπαστή. Δύο απ’ αυτούς είχαν σε ετοιμότητα μεγάλα κοντάρια.
«Σπρώξτε», διέταξε ο Salvador.
Τα δύο κοντάρια χώθηκαν στο νερό, έβαλαν κόντρα στην άμμο του βυθού και με μια δυνατή προσπάθεια των ναυτών ώθησαν το σκάφος προς τα μπρος. Με έναν σφυριχτό ήχο ακούμπησε στην παραλία. Δύο σκιές ξεπρόβαλαν από ένα δασάκι με φελλόδεντρα. Κινούνταν προς το σκάφος.
Ο Calatayud ήταν ο πρώτος που πήδηξε στο νερό, ακολουθούμενος από τον Henri, τον γιο του Salvador. Έπρεπε να βιαστούν.
Τότε, ξαφνικά, ένας από τους δύο ανθρώπους που πλησίαζαν άρχισε να κουνάει τα χέρια του. «Φύγετε», φώναξε στα ισπανικά. «Φύγετε».
Ένας πυροβολισμός ακούστηκε. Το χέρι της σκιάς ήταν ακόμα υψωμένο, δίχως όμως κάποιον ήχο πλέον, καθώς έπεφτε με το πρόσωπο και σωριαζόταν στην άμμο. Ο δεύτερος άνθρωπος άρχισε να τρέχει στην παραλία, όμως ένας πυροβολισμός τον σταμάτησε και αυτόν. Ταυτόχρονα, στολές ξεπετάγονταν από παντού. Ο Calatayud πρόλαβε να παρατηρήσει πως δεν ήταν οι στολές της τελωνειακής αστυνομίας, ούτε της Guardia Civil. Ήταν οι μαύρες στολές της Φάλαγγας. Κάποιος μόλις τότε πήδηξε στο νερό δίπλα του. Αναγνώρισε τον Mulierez. Όλο και πιο πολλοί φαλαγγίτες ξεπετάγονταν μέσα από τη βλάστηση, με τα όπλα τους σε ετοιμότητα.
Ο Calatayud έσπρωχνε, όπως ο Henri και άλλοι ναύτες, προσπαθώντας να ξεκολλήσουν το σκάφος από την παραλία. Όμως οι μαύρες στολές όλο και πλησίαζαν.
«Ακίνητοι», φώναξε ένας απ’ αυτούς καθώς έφερε το τουφέκι του στον ώμο.
Κάποιος είχε καταφέρει να βάλει μπρος τη μηχανή του σκάφους που τώρα είχε αρχίσει να κουνιέται. Όμως το σκάφος έκανε μια απότομη κίνηση προς τα μπρος, μπαίνοντας πιο βαθιά στην άμμο.
Ο Mulierez σήκωσε το πιστόλι του. Ήξερε τι τον περίμενε. Το ήξερε εδώ και χρόνια. Ήταν αναπόφευκτο πως όλα θα τελείωναν με αυτό τον τρόπο. Ήταν πάντα τόσο βέβαιος σε σχέση με αυτό, που τώρα ούτε καν φοβόταν. Ακούστηκε ένας πυροβολισμός που αντήχησε στην πλαγιά. Ο φαλαγγίτης που πριν είχε φέρει το τουφέκι του στον ώμο, έκανε μια περιστροφή και σωριάστηκε στη γη.
Τότε ακούστηκε και μια άλλη μηχανή σκάφους. Ένα περιπολικό του λιμενικού εμφανίστηκε πίσω από τους βράχους και ένας εκτυφλωτικός προβολέας φώτισε το σκηνικό. Ρίχτηκε μια ριπή και δυο-τρεις ναύτες από το κατάστρωμα του D’Artagnan έπεσαν στη θάλασσα.
«Μη ρίχνετε», φώναξε κάποιος. «Τους θέλουμε ζωντανούς».
Κάποιος φαλαγγίτης είχε ήδη τον Mulierez στο στόχαστρό του, όμως ο Mulierez ήταν πιο γρήγορος και πρόλαβε να τον ξαπλώσει. Ο αναρχικός στράφηκε. Το περιπολικό του λιμενικού είχε μπλοκάρει την έξοδο του κολπίσκου. Δύο ακόμα ένοπλοι φαλαγγίτες πετάχτηκαν μπροστά του. Ο Mulierez κούνησε το κεφάλι του.
«Δεν θα συνεχίσω» ψιθύρισε. «Δεν μπορώ».
Κόλλησε την κάννη του όπλου στον κρόταφό του και το τελευταίο πράγμα που είδε σ’ αυτόν τον κόσμο ήταν οι μαύρες στολές του εχθρού.
Το red n’ noir προτείνει βιβλία του Δαίμονα:
-
Προϊόν σε προσφοράΟ Simenon έχει ένα προαίσθημαOriginal price was: €2,12.€1,48Η τρέχουσα τιμή είναι: €1,48.
-
Προϊόν σε προσφοράΟ άνθρωπος που σκότωσε τον NτουρούτιOriginal price was: €5,00.€3,50Η τρέχουσα τιμή είναι: €3,50.
-
Προϊόν σε προσφοράΗ συνηθισμένη άτυχη περιπέτεια του Αρχιβάλδη ΡαποπόρOriginal price was: €6,36.€4,45Η τρέχουσα τιμή είναι: €4,45.