Παραθαλάσσιο IΙΙ

Το μέρος εδώ είναι διαφορετικό ωστόσο ακολουθεί κάποιους άτυπους κανόνες της ελληνικής επαρχίας...

Όσο ο Γλάρος απολάμβανε τις ευεργετικές ιδιότητες της παρασιτικής οικονομίας του καπιταλισμού ο Ιάσονας, η Αφροδίτης και ο Τσίχλας επιδίδονταν σε μια κοινωνιολογική συζήτηση για τις διαφορές της επαρχίας και των μητροπόλεων. Ο Τσίχλας ως ευσυνείδητος μπάρμαν κάθε τόσο άφηνε τους δυο καθηγητές μόνους για να εφοδιάσει με αλκοόλ τους υπόλοιπους θαμώνες της μπάρας. Στα σχεδόν τρία μέτρα της ξύλινης αυτής έκτασης εξελίσσονταν μερικές βραδιές η ερωτική εξουσία της άδειας νύχτας. Ο απαλός υποφωτισμός και η μελαγχολική φωνή της Billie Holiday ήταν αρκετά για να θερμάνουν ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα εκείνης της ανοιξιάτικης βραδιάς.

«Λοιπόν πως είναι η πόλη τα χρόνια που λείπω;», ρώτησε η Αφροδίτη.

«Δεν νομίζω πως έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να περπατάνε σκυφτοί. Μοιάζουν σα να βιάζονται μόνιμα χωρίς να ξέρουν τον λόγο. Νομίζεις πως απλά βιάζονται να τελειώσει η ζωή χωρίς να έχουν εμπλακεί ιδιαίτερα μαζί της. Αν μπορούσα να σου περιγράψω σε μια φράση τη ζωή μου τα τελευταία χρόνια στην πόλη αυτή θα ήταν. Σβηστά φώτα, ανοιχτές τηλεοράσεις. Κοντά οι κεραίες, μακριά οι ψυχές. Όμως νομίζω πως η γνωσιακή μου αντίληψη μπορεί να ερμηνεύσει μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι αυτού του κόσμου. Το μέρος εδώ πως είναι;» Ήταν η σειρά του Ιάσονα να πάρει τις πρώτες πληροφορίες από εκείνη.

«Το χειμώνα είναι δύσκολα. Δεν κυκλοφορεί κανείς έξω. Όλοι πηγαίνουν στις δουλειές τους και μετά κλείνονται στο σπίτι. Η θάλασσα μαυρίζει και κάποιες φορές τα κύματα χτυπάνε τα βράχια με τόση μανία που νομίζεις πως θα τα ξεριζώσουν. Αν έχεις φίλους κάθεσαι μαζί τους στο σπίτι. Αλλιώς έρχεσαι στον Τσίχλα και πίνεις κρασιά. Από την άνοιξη και μετά όλα αλλάζουν. Μαζί με τη φύση μεταμορφώνεται και η ψυχή των ανθρώπων και κατά συνέπεια του ίδιου του μέρους. Κάθε άνοιξη θέλω να περπατήσω όλους τους δρόμους, να δω κάθε φεγγάρι. Ξεκινάει ένα πάθος ανεξήγητο. Πάθος για ζωή. Στην ατμόσφαιρα πλανιέται η μυρωδιά του νυχτολούλουδου, όλοι βγαίνουν έξω ενώ η αύρα της θάλασσας γίνεται και πάλι ευεργετική. Η ομορφιά υπάρχει παντού γύρω μας, το ζήτημα είναι αν εμείς είμαστε έτοιμοι να την κοιτάξουμε.»

Κατάλαβε πως μιλούσε για αρκετή ώρα. Πως είχε ανοιχτεί σε έναν άγνωστο. Ντράπηκε, τα γαλάζια μάτια της έκαναν μια μικρή συστολή και καρφώθηκαν στο πάτωμα-σκακιέρα του καταστήματος. Ο Ιάσονας για να την βγάλει από την δύσκολη θέση έγνεψε στον Τσίχλα να κάνει μια ανανέωση στα ποτά. Εκείνος κατάλαβε τι συνέβαινε. Είκοσι χρόνια πίσω από μια μπάρα δεν είναι και λίγα. Αναγνώριζε από χιλιόμετρα πότε μια κουβέντα μετατρέπεται σε ερωτική. Γέμισε δυο ποτήρια με λευκό κρασί και τα ακούμπησε μπροστά τους.

«Ελπίζω να μην φλυαρείτε άσκοπα τόση ώρα αναλύοντας τη ζωή. Ζωή είναι αυτό που συμβαίνει όσο οι άνθρωποι κάνουν σχέδια», είπε.

*

Είχε φτάσει πια η Δευτέρα και το άγχος τον είχε κυριεύσει. Είχε καιρό να διδάξει σε σχολείο. Κι αυτή η λέξη. Του καθόταν στο λαιμό. Τι σημαίνει διδαχή; Σα τους πιστούς που γεννούν ιερατεία. Αποφάσισε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Δεν υπήρχε έτσι κι αλλιώς περίπτωση να μπορέσει να κοιμηθεί ξανά. Το σαββατοκύριακο καθώς περπατούσε με την Αφροδίτη είχε παρατηρήσει ένα μικρό παραδοσιακό καφενείο με το όνομα «Λίβας». Ο Τσίχλας δεν άνοιγε ποτέ τόσο πρωί οπότε δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να πιεί εκεί έναν καφέ πριν κατευθυνθεί προς το Λύκειο και να παρατηρήσει του ντόπιους.

Μπήκε στη μακρόστενη αίθουσα παρατηρώντας τους τοίχους του καταστήματος. Το πρωταρχικό τους χρώμα ήταν λευκό. Τώρα δυσκολευόταν να το ορίσει. Κιτρίνιζε. Αλλά ήταν ξεθωριασμένο. Ίσως ώχρα; Δεν μπορούσε να αποφασίσει τι ακριβώς σήμα του έδιναν οι οπτικές του ίνες.  Παρατήρησε διάσπαρτες αθλητικές εφημερίδες που κοσμούσαν τον έναν τοίχο. Έμοιαζαν με φάρους ανάμεσα στα ξύλινα λευκά καραβάκια με τα γαλάζια πανιά που συμπλήρωναν τη διακόσμηση. Δεν είχε πια καμία αμφιβολία. Εδώ επιτελούνταν οι λαογραφικές αναπαραστάσεις ενός παράκτιου οικισμού. Τις σκέψεις του διέκοψε η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια του καφενείου.

«Καλημέρα!», του είπε χαμογελαστή καθώς έσερνε το αριστερό της πόδι προσπαθώντας να ακουμπήσει ένα ποτήρι με νερό στο τραπέζι.

«Θα ήθελα να σας ενημερώσω επειδή σας βλέπω πρώτη φορά στο μαγαζί μας ότι εδώ σερβίρουμε μόνο ελληνικό και όχι εκείνους τους παράξενους μοντέρνους καφέδες που χρειάζεσαι μια ολόκληρη πρόταση για να τους περιγράψεις.»

Ο Ιάσονας γέλασε βαθιά και αυθόρμητα. Σκέφτηκε πόσο δίκιο είχε. Ήταν ο καλύτερος τρόπος να ξεκινήσει την πρώτη μέρα, της πρώτης εβδομάδας, της καινούργιας του καθημερινότητας.

«Έναν ελληνικό σκέτο» της είπε ενώ ασυναίσθητα την ακούμπησε φιλικά στη πλάτη. Σε μια ένδειξη που παρέπεμπε σε σεβασμό και αναγνώριση.

«Λίβας λοιπόν, ε;», τη ρώτησε ο Ιάσονας. Σε μια ερώτηση που ήταν σχεδόν κατάφαση.

«Λίβας… Λίβας ο νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει στις θάλασσες της Μεσογείου. Ο Λίβας που καίει τα σπαρτά», του απάντησε εκείνη.

«Και κάτι τελευταίο νεαρέ… Πόσο χρονών είσαι;», τον ρώτησε.

Ο Ιάσονας ξαφνιάστηκε. Η παρέα των ηλικιωμένων που κάθονταν στο στρογγυλό τραπέζι με τη πράσινη τσόχα πίσω του άρχισε να χασκογελάει.

«Δεν το ρωτώ από αδιακρισία ή επειδή έχω κάποιο πονηρό σκοπό», του απάντησε εκείνη.

Τώρα πια όλοι οι θαμώνες είχαν ξεκαρδιστεί.

«Απλά στον τόπο μας έχουμε μια συνήθεια. Όταν ψήνουμε έναν καφέ τον ανακατεύουμε τόσες φορές όσα και τα χρόνια του ανθρώπου που τον έχει παραγγείλει.»

Από το διπλανό τραπέζι ακούγεται παρατεταμένα και με τη μορφή πανηγυρισμού η λέξη ΞΕΡΗ!!! Ενώ ένα τραπουλόχαρτο προσγειώνεται απότομα στο ξύλινο τραπέζι.

Καθώς η βαβούρα στο καφενείο εντείνεται ο Ιάσονας πιάνει κουβέντα με έναν ηλικιωμένο κύριο και προσπαθεί να μάθει αν στην περιοχή υπάρχει κάποιο ερασιτεχνικό ποδοσφαιρικό σωματείο. Θα μπορούσε έστω να προπονείται μαζί τους. Να θυμηθεί και πάλι την αγάπη του για το ποδόσφαιρο. Για το άθλημα εκείνο που του είχε δώσει ένα μάθημα ζωής. Ένα μάθημα το οποίο συνοψίζονταν σε μια και μόνο φράση: «Είναι διαφορετικό να μαθαίνεις κοπιάζοντας και διαφορετικό φλυαρώντας». Ο συνδαιτυμόνας του με μεγάλη περηφάνια γνέφει με το δάχτυλο του στον τοίχο σημαδεύοντας ένα μικρό λάβαρο που έστεκε μοναχικό κι αγέρωχο. Αθλητικός Σύλλογος Ποσειδών, έτος ιδρύσεως 1957.

*

Η Αφροδίτη κοντοστάθηκε στην τζαμαρία του καταστήματος. Το περίμενε πως θα τον πετύχαινε εκεί. Δεν γνωρίζονταν παρά ελάχιστες μέρες ωστόσο είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους μια ιδιαίτερη χημεία. Του έγνεψε από το πεζοδρόμιο κι εκείνος άφησε βιαστικά τα χρήματα στο τραπέζι ενώ με μια χειρονομία αποχαιρέτησε θαμώνες και ιδιοκτήτες.

«Το πρωινό σεργιάνι -όπως το αποκαλούμε οι ντόπιοι- δίπλα από τη θάλασσα είναι το καλύτερο αγχολυτικό» του είπε.

«Συμφωνώ ειδικά όταν έχεις έναν άνθρωπο να πεις δυο κουβέντες», συμπλήρωσε ο Ιάσονας.

«Περί αυτού πρόκειται, θα ήθελα να σε προειδοποιήσω για τον λυκειάρχη» του είπε εκείνη. «Είναι συντηρητικός και η λέξη που χρησιμοποιώ είναι αρκετά μακιγιαρισμένη για να περιγράψει την κατάσταση. Για την ακρίβεια είναι απολυταρχικός με εμμονές σε θέματα θρησκείας και εμφάνισης.»

«Κοίταξε Αφροδίτη ερχόμενος εδώ, οι φήμες γι’ αυτό τον νομό δεν ήταν και οι καλύτερες, ωστόσο τις λίγες μέρες που βρίσκομαι εδώ έχω την αίσθηση πως αυτή η κοινότητα διαφέρει.»

«Είσαι ιδιαίτερα παρατηρητικός» του απάντησε. «Υπάρχει λόγος γι’ αυτή τη διαφορετικότητα. Όπως και για κάθε διαφορετικότητα άλλωστε. Εδώ υπάρχει μια ναυτική παράδοση αιώνων. Δεν υπάρχει οικογένεια που να μην έχει ναυτικούς. Κι εγώ προέρχομαι από μια τέτοια οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος. Πάντα με γοήτευαν οι ιστορίες των ναυτικών. Από μικρή όταν έπιαναν στο σπίτι τέτοιες συζητήσεις έπαιρνα μια καρέκλα την έβαζα παράμερα και άκουγα με ησυχία για τα ταξίδια τους. Ένας από τους καλύτερους τρόπους για να αντιληφθείς την ολότητα αλλά κι τη μοναδικότητα της ύπαρξης είναι να ταξιδέψεις. Όχι απαραίτητα σωματικά αλλά σίγουρα πνευματικά. Ας συμφωνήσουμε όμως πως ο ρατσισμός δεν θεραπεύεται με τα ταξίδια και ο φασισμός με το διάβασμα. Οι ιστορίες των ναυτικών παρέμεναν γοητευτικές στα αυτιά και το μυαλό μου. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα πως τα υλικά από τα οποία φτιάχνονται αυτές οι ιστορίες, αν τις αποψιλώσεις, είναι τα ίδια. Θάλασσες, έρωτες στα λιμάνια, αποχαιρετισμοί σε αποβάθρες, φουρτούνες και η λαχτάρα της επιστροφής.»

Αντιλήφθηκε πως για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες είχε ανοιχτεί αρκετά και μιλούσε με μια οικειότητα που οι άνθρωποι αν είναι τυχεροί αποκτούν με το πέρασμα των χρόνων.

«Μην ντρέπεσαι» της είπε. «Προφανώς τα είχες καιρό μέσα σου και ήθελες να τα πεις. Κι εγώ είχα καιρό να ακούσω κάποια λόγια που να με ενδιαφέρουν. Είναι αμφίδρομη η επικοινωνία μας. Ξέρεις τα τελευταία χρόνια με προβληματίζει όλο και περισσότερο η επικοινωνία των ανθρώπων. Εξαφανισμένοι ό ένας από τη ζωή του άλλου. Εισβάλουν απότομα μετά από μέρες, βδομάδες, μήνες. Και ρωτάνε. Είσαι καλά; Από ένα ακουστικό ή μια πολύχρωμη οθόνη. Και πρέπει να προσέξεις τι θα απαντήσεις. Γιατί οι λέξεις είναι το μέσο. Γιατί εκπέμπουν το σήμα των συναισθημάτων. Και η κάθε σου λέξη μπορεί να έχει πολλαπλάσιο βάρος. Βάρος που ο άλλος δεν θέλει ή δεν αντέχει να σηκώσει. Κι όσο η σκέψη σου τρέχει με φρενήρη ταχύτητα σε όλα αυτά. Απαντάς τυπικά καλά. Μέσα σε αυτό το καλά κρύβονται εκατομμύρια απαντήσεις. Και περνάνε οι μέρες, οι βδομάδες, τα χρόνια. Κι όλο αυτό πασχίζουμε να το ονομάσουμε ζωή.»

«Νομίζω πως θα τα πας πολύ καλά με τους μαθητές», τον διέκοψε χαρούμενη η Αφροδίτη.

«Το θέμα είναι πως θα τα πάω με τον διευθυντή», την πείραξε εκείνος.

«Κοίταξε, όπως ξεκίνησα να σου λέω πριν κάνουμε πρωινή κατάθεση ψυχής το μέρος εδώ είναι διαφορετικό ωστόσο ακολουθεί κάποιους άτυπους κανόνες της ελληνικής επαρχίας. Δηλαδή η εξουσία του δασκάλου, του παπά και του μπάτσου ισχύουν κανονικά.»

Είχαν φτάσει πια έξω από την κεντρική πύλη του σχολείο αφήνοντας πίσω τους τη θάλασσα που λαμπύριζε καθώς είχε αφήσει τις πρώτες αχτίδες του ήλιου να εισβάλουν μέσα της.

Ακολουθεί εδώ

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει:

Καμία δημοσίευση για προβολή