Παραθαλάσσιο IΙ

Τα λάστιχα του πολυτελούς τζιπ αποκτούν κόκκινο χώμα από τις λάσπες. Ίσως αυτή να ήταν μια προοικονομία των συμβολισμών.

Ύστερα από σχεδόν πέντε ώρες εξαντλητικής οδήγησης και αρκετές ελικοειδής στροφές να ανακατεύουν το πεπτικό του σύστημα έφτασε στον προορισμό του. Για τους επόμενους τέσσερις μήνες αυτή θα ήταν η βάση του. Ένα μέρος στο νοτιότερο σημείο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Σήκωσε το χειρόφρενο αργά ενώ το βλέμμα του συνέλεγε τις πρώτες πληροφορίες για την περιοχή. Δεν χρειαζόταν κάποια τρομερά συνθετική αντίληψη για να αντιληφθεί πως ολόκληρη η κοινωνική ζωή αυτού του τόπου εξελισσόταν στο ένα χιλιόμετρο του παραλιακού δρόμου που ήταν γεμάτος από εστιατόρια, ταβέρνες, καφετέριες και μπαράκια. Ενώ το βλέμμα του επεξεργαζόταν τα καταστήματα συνειδητοποίησε πως είχε γυρισμένη την πλάτη στη θάλασσα.

Γύρισε αργά τον αυχένα λες και επρόκειτο τα μάτια του να συναντήσουν έναν μεγάλο έρωτα. Όταν κοίταξε το πέλαγος ένιωσε μια απεραντοσύνη να τον κατακλύζει. Έμεινε χωρίς να το αντιληφθεί με το βλέμμα καρφωμένο στη θάλασσα για μερικά λεπτά. Ποια ψυχοθεραπεία και μαλακίες. Με αυτή την εικόνα λύνεις όσους κόμπους έχουν μείνει δεμένοι μέσα σου. Ο δρόμος δίπλα από την θάλασσα έμοιαζε να έχει παραδοθεί για μήνες στην ησυχία. Τόση ησυχία που άγγιζε τα επίπεδα της αδράνειας. Οι καρέκλες έδειχναν σκουριασμένες, οι τέντες από τα κιόσκια των μαγαζιών είχαν σκιστεί από τον αέρα, τον μοναδικό επισκέπτη του χειμώνα. Στρέφοντας το βλέμμα του εντός των καταστημάτων παρατήρησε μερικές ασάλευτες σιλουέτες που παρέπεμπαν σε πρωταγωνιστές κάποιου Χιτσκοκικού δράματος.

Τις σκέψεις του διέκοψε μια εξάτμιση από φτιαγμένο ένα πειραγμένο παπάκι που έσκισε την ατμόσφαιρα στα δυο. Αναβάτες είναι δύο ανήλικοι πιτσιρικάδες με αθλητικά φούτερ. Λένε δυνατά αστεία. Χασκογελάνε. Εκείνος τους συνοδεύει με το βλέμμα του. Ακούει μια φωνή. «Έτσι είναι η επαρχία φίλε». Μια λεπτή φιγούρα με λευκό φανελάκι, κακοσχεδιασμένα τατουάζ, ακριβή φινετσάτη βερμούδα και καράφλα εμφανίζεται στην πόρτα ενός καφέ-μπαρ. Πάνω από το αραιοκατοικημένο κρανίο του στέκει μια πινακίδα. «Σπασμένο Κατάρτι». Θα μπορούσες να το πεις και «Μπαρ Το Ναυάγιο». Του αποκρίνεται ο Ιάσονας. Ναι θα μπορούσα αλλά με τόσα ναυάγια που μαζεύονται εδώ μέσα κάθε βράδυ θα είχε βουλιάξει ήδη το μαγαζί. Του απαντά ο Τσίχλας. Έλα πέρασε να σε κεράσω έναν καφέ.

Ο Ιάσονας παρατηρεί σχολαστικά τη διακόσμηση του μαγαζιού. Είναι εντυπωσιασμένος. Η αισθητική του, ο φωτισμός του, η μουσική που ντύνει τον χώρο παραπέμπει σε ποτάδικο της μητρόπολης.

«Τι σε φέρνει εδώ κάτω;» Τον ρώτησε ο Τσίχλας.

«Δουλειά. Διορίστηκα για το υπόλοιπο της σχολικής χρονιάς ως φιλόλογος στον τόπο σας.» Απάντησε δίχως να το έχει ακόμη συνειδητοποιήσει κι ο ίδιος ο Ιάσονας.

«Ήρθες σε καλή περίοδο φίλε, από την άνοιξη και μετά το μέρος είναι πανέμορφο. Υπάρχουν ατελείωτες παραλίες που μπορείς να αράξεις, να διαβάσεις, να σκεφτείς, ακόμη και να ερωτευτείς. Η παραλιακή ζώνη εδώ συνολικά αριθμεί δεκαοχτώ χιλιόμετρα! Είναι αρκετά για να αντέξεις τα υπόλοιπα που συμβαίνουν σε αυτή τη μικρή γωνιά του κόσμου», συνέχισε να εξιστορεί ο μπάρμαν – ιδιοκτήτης του καταστήματος.

«Έχεις ένα τασάκι;», τον ρώτησε ο Ιάσονας.

Τότε ο Τσίχλας σοβάρεψε, σχεδόν μελαγχόλησε. Παλιότερα το μπαρ έμοιαζε με τεκέ. Ήταν η εποχή που επιτρεπόταν το κάπνισμα και το παθιασμένο φλερτ. Είπε και κατέβασε μια βαθιά τζούρα από το Lucky Strike του.

«Και τώρα; Απαγορεύτηκε μαζί με το κάπνισμα και το φλερτ;», ρώτησε ο νεοφερμένος καθηγητής.

«Τα πάντα αφορούν κύκλους που κλείνουν φίλε. Τα πάντα», του αποκρίθηκε εκείνος.

*

Καθώς έβγαινε από το καφέ μπαρ έκανε την εμφάνιση της μια λεπτή σιλουέτα επάνω σε ένα ποδήλατο να διασχίζει τον παραλιακό δρόμο. Εκείνη σήκωσε το χέρι της για να χαιρετήσει τον Τσίχλα.

«Γεια σου όμορφη» της φώναξε αυτός πίσω από τη ξύλινη μπάρα καθώς σκούπιζε τα ποτήρια.

Ο Ιάσονας ήταν σίγουρος πως θα πέρναγε πολλά από τα επόμενα βράδια σε εκείνη τη μπάρα. Είχε κιόλας βρει έναν ενδιαφέρον φίλο και μια όμορφη κοπέλα. Επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο με σκοπό να βρει τη μικρή γκαρσονιέρα που είχε νοικιάσει. Όταν αντιλήφθηκε πως η απόσταση ήταν μηδενική χαμογέλασε. Αν η τύχη του διαρκούσε λίγο ακόμη το μικρό του δωμάτιο θα είχε θέα στη θάλασσα. Ξεφόρτωσε υπομονετικά τις βαλίτσες του. Αναρωτιόταν αν το βάρος που είχαν ήταν πραγματικό ή συνειρμικό. Κουβαλούσε μέσα σε αυτές τις αποσκευές το φορτίο της προηγούμενης ζωής του. Μικρές α-συνέχειες που έμοιαζαν πλέον δυσβάστακτες. Κάθε τόσο έριχνε κλεφτές ματιές στο πέλαγος. Είναι κάτι παραπάνω από ερωτική η σχέση μερικών ανθρώπων με τη θάλασσα. Τα κύματα είναι ένα μεγάλος εξομολογητής πάντα πρόθυμος να ακούσει χωρίς να κάνει διδαχές. Όταν κατέβασε και τις τελευταίες βαλίτσες κλείδωσε το αυτοκίνητο. Είχε έρθει η στιγμή να ανοίξει τη πόρτα για την επόμενη ημέρα της ζωής του για ακόμη μια φορά. Άνοιξε τη πόρτα του διαμερίσματος βιαστικά. Πέταξε όπως-όπως τα ρούχα του κι έτρεξε προς τη πόρτα που οδηγούσε στο μπαλκόνι. Διάολε η τύχη του κρατούσε ακόμη. Το μικρό του μπαλκόνι είχε θέα το ατελείωτο γαλάζιο. Με το ζόρι χωρούσε δυο καρέκλες αλλά ποιος νοιάζονταν για τη χωρητικότητα.

Όσο εκείνος περιεργαζόταν το μέρος με το βλέμμα του στην απέναντι πλευρά του δρόμου ένας ηλικιωμένος κύριος στο μπαλκόνι του απολάμβανε το ανοιξιάτικο απόγευμα με έναν ελληνικό καφέ και μια αθλητική εφημερίδα. Ο Ιάσονας άρχισε να τον παρατηρεί με αφοσίωση. Τοποθέτησε ευλαβικά, σχεδόν σα να βρίσκεται σε ιεροτελεστία, την καρέκλα προς τη μεριά της θάλασσας. Τον χώριζαν μόνο είκοσι μέτρα από την αμμουδιά. Όταν τα μηχανοκίνητα οχήματα δεν πηγαινοέρχονται στο δρόμο άκουγε τον παφλασμό των κυμάτων στην περιοδική μονοτονία της επανάληψης. Πόσα χρόνια να το κάνει αυτό; Και γιατί είναι μόνος του στο μπαλκόνι; Εκείνη που να βρίσκεται; Έχει αφήσει την πλαστική λευκή καρέκλα της στο ίδιο σημείο από την άλλη πλευρά του στρογγυλού μπλε τραπεζιού. Σαν μια άλλη εκδοχή των παπουτσιών στο καλώδιο, ίσως ρίχνει κι λίγο καφέ στο χώμα για όσους έφυγαν.

Όσο οι θεωρίες κατακλύζουν τη σκέψη του Ιάσονα  ένας νεαρός που θα μπορούσε να είναι εγγονός του εμφανίζεται κάτω από το μπαλκόνι παρέα με δυο φίλους του. Καθώς περπατούν βαριεστημένα κλωτσάνε μια μπάλα ποδοσφαίρου.

«Έτσι θέλω να γίνω όταν γεράσω. Να στέκομαι σε ένα μπαλκόνι και να ακούω τα κύματα. Να γράφω τα πάντα στ’ αρχίδια μου. Να μην με νοιάζει τίποτα» τους λέει.

Ο πιτσιρικάς τον κοιτάζει με περιέργεια, σχεδόν με καχυποψία. Πιστεύει πως κρύβει κάποιο απόκοσμο μυστικό. Στο εφηβικό κι γεμάτο χαοτικές σκέψεις μυαλό του δεν μπορεί να κατανοήσει πως ένας άνθρωπος τα έλυσε όλα μέσα του και κάθεται για να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων. Σκέφτεται φωναχτά, με το θράσος και την επιπολαιότητα της νεότητας.

«Ποιο είναι το μυστικό; Πως το κάνεις;», τον ρωτάει.

«Μην βιάζεσαι. Θα το μάθεις κι εσύ. Η ζωή δεν θέλει βιασύνες. Μέχρι τότε να μετράς τα μπάνια και τα παγωτά», του απαντά ο ηλικιωμένος.

«Θα συνηθίσεις σε τέτοιες σκηνές.»

Ο Ιάσονας ακούει μια γυναικεία φωνή. Με δυσκολία ξεκολλάει το βλέμμα του από το απέναντι μπαλκόνι. Γυρίζει το κεφάλι του προς τα αριστερά.

«Με λένε Αφροδίτη. Μάλλον θα είμαστε γείτονες.»

Είναι η κοπέλα με το ποδήλατο και το λουλουδένιο φόρεμα. Ναι έτσι φαίνεται ψελλίζει κάπως αμήχανα. Για να επανέλθει με ένα σαφώς πιο στιβαρό:

«Με λένε Ιάσονα.»

«Τι σε φέρνει τόσο νότια λοιπόν;»

«Διορίστηκα φιλόλογος στο λύκειο της περιοχής μέχρι το τέλος της χρονιάς.»

Η έκπληξη είχε περάσει τώρα στη πλευρά της Αφροδίτης.

«Ξέρεις εκτός από γείτονες θα είμαστε και συνάδελφοι του απαντάει χαμογελαστή. Καλώς ήρθες!»

*

Ο Γλάρος αφήνει τον ασφάλτινο επαρχιακό δρόμο για να διασχίσει μερικά μέτρα στον χωματόδρομο που θα τον οδηγήσει στην οικογενειακή επιχείρηση που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Τα λάστιχα του πολυτελούς τζιπ αποκτούν κόκκινο χώμα από τις λάσπες. Ίσως αυτή να ήταν μια προοικονομία των συμβολισμών. Ανάμεσα στο σκοτάδι και τα ελαιόδεντρα διακρίνονται μερικά παρκαρισμένα αγροτικά. Οι οικογενειακές επιχειρήσεις στην επαρχία έχουν πολλαπλούς ορισμούς. Αυτή εδώ ήταν μια επιχείρηση που συνήθως διέλυε οικογένειες και αποτελούσε καταθετήριο των επιδοτήσεων των αγροτών της περιοχής με σκοπό την εφήμερη σαρκική απόλαυση αλλά και την ανάγκης της αναγνώρισης της ανδρικής ταυτότητας που επιτελούνταν με το ξενοπήδημα και μάλιστα με όρους που δεν περιείχαν καθόλου πάθος. Η ταμπέλα που φώτιζε αυτό το ναό των σαρκικών απολαύσεων έγραφε με μπλε χρώμα «Άρωμα». Μπήκε μέσα περπατώντας αργά. Όπως οι σταρ στο κόκκινο χαλί. Οι θαμώνες που βρίσκονταν περιμετρικά του στύλου επάνω στον οποίο χόρευε μια γυμνόστηθη κοπέλα σηκώθηκαν να τον χαιρετίσουν δια χειραψίας. Βάζοντας μάλιστα και το δεύτερο χέρι επάνω, δείγμα εγκαρδιότητας και αληθινής εκτίμησης. Κατευθύνθηκε στο πρώτο τραπέζι. Έπρεπε να μιλήσει με τον Αντωνίου. Τον σημαντικότερο παράγοντα της τοπικής αγροτικής οικονομίας. Έμενε ακόμη ανοιχτή η υπόθεση θανάτου ενός μετανάστη εργάτη γης ο οποίος ξεψύχησε μέσα σε ένα από τα θερμοκήπια του σε συνθήκες ασφυκτικής ζέστης. Τόσο ασφυκτικής που τελικά οι πνεύμονες του δεν μπόρεσαν να συλλέξουν το απαραίτητο οξυγόνο για να μείνει στη ζωή. Ο πόλεμος είχε πολλές αναγνώσεις εκείνη την περίοδο αλλά μονάχα έναν επίλογο. Ο επίλογος αυτός μπορούσε να συνοψιστεί σε μια λέξη. Απόγνωση. Απόγνωση και ματαιωμένες προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή. Κι ο οικονομικός πόλεμος που είχε βιώσει εκείνος ο δύσμοιρος ήταν αδιάφορος τόσο στο αφεντικό του όσο και στον Γλάρο. Αυτό που ήθελαν και οι δυο ήταν απλά να κλείσει η υπόθεση.

Ο Αντωνίου πήρε την πρωτοβουλία να σπάσει τον πάγο. Ακούμπησε επάνω στο τραπέζι έναν κίτρινο φάκελο με φυσαλίδες.

«Εδώ βρίσκεται το ατράνταχτο πιεστήριο της αθωότητας μου» του είπε γελώντας.

Τα φουσκωτά κόκκινα μάγουλα του Αντωνίου στρίμωξαν τα μάτια του προς το μέτωπο. Το τεκμήριο της αθωότητας στον καιρό του απορρυθμισμένου καπιταλισμού και της κρατικής ασυδοσίας έπαιρνε σάρκα και οστά σε ένα τραπέζι επαρχιακού κωλόμπαρου. Όσο ο σύντομος αυτός διάλογος της σήψης εξελισσόταν η νεαρή κοπέλα είχε αφαιρέσει και το μικροσκοπικό εσώρουχο που φορούσε προσφέροντας ένα θέαμα λαγνείας στους ευπρεπείς οικογενειάρχες και επιχειρηματίες της περιοχής. Ο Αντωνίου σήκωσε το χέρι του. Άφησε να φανεί το ακριβό ρολόι του. Έγνεψε στην σερβιτόρα να έρθει στο τραπέζι.

«Ένα μπουκάλι Τζόνυ Μπλακ» της είπε σε μια πρόταση που ακούστηκε σαν μια λέξη.

Ακολουθεί εδώ

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει:

Καμία δημοσίευση για προβολή