Πέρα στον βοριά, πάνω από τα ψηλά βουνά που ήταν κατάφυτα με αμπέλια και δρύες, μια λεπτή κόκκινη λωρίδα σήμαινε τη δύση του ηλίου. Ήδη όμως το σκοτάδι πάνω από τα νερά της θάλασσας έπεφτε βαρύ.
Όσο για τον παραλιακό πεζόδρομο του Cerbere, ήταν φωταγωγημένος σε όλο του το μήκος. Παρέες νεαρών αγοριών και κοριτσιών σουλατσάριζαν αργά, ξελογιασμένοι από τη γλυκιά απόλαυση της άνοιξης.
«Έεειιιι ωωωπ, εεειιι ωωωπ»
Με δέκα άνδρες να σπρώχνουν, το αλιευτικό σκάφος D’ Artagnan κυλούσε αργά πάνω στους γρασωμένους δοκούς, με το κύτος του ήδη να αγγίζει τα κύματα. Οι άνδρες έδωσαν όλη τους τη δύναμη σε ένα τελευταίο σπρώξιμο και το κύμα ώθησε την πρύμνη του σκάφους που πλέον κυλούσε από μόνο του. Ο ένας μετά τον άλλο, όλοι οι άνδρες σκαρφάλωσαν στο κατάστρωμα, επιλέγοντας τη στιγμή που υποχωρούσε το κύμα. Οι κινήσεις τους είχαν χορευτική ακρίβεια. Ένας χώθηκε στο αμπάρι για να ασχοληθεί με τη μηχανή. Κάποιοι άλλοι, με τη βοήθεια ναυτικών γάντζων, έσπρωχναν το σκάφος μακριά από την ακτή και το έστρεφαν για να πάρει κατεύθυνση προς την ανοιχτή θάλασσα.
Η μηχανή του σκάφους έκανε κάποια σκασίματα και μετά πήρε μπρος κανονικά. O Salvador, o καπετάνιος, πήρε θέση στο τιμόνι. Και το σκάφος ξεκίνησε για να συναντήσει τα αστέρια.
«Όμορφη βραδιά», είπε ο Calatayud καθώς πήγε να κάτσει δίπλα στον Salvador. «Ότι πρέπει για ψάρεμα με πυροφάνι.»
«Ότι πρέπει και για τη δική σου αποστολή» απάντησε εκείνος. «Μια από εκείνες τις βραδιές που οι λιμενικοί δεν βλέπουν ούτε τη μύτη τους.»
Από ένα σακίδιο ο Calatayud έβγαλε ένα πικάντικο λουκάνικο, χωριάτικο ψωμί και ένα φλασκί με κρασί. Πρόσφερε και στον καπετάνιο, που δεν είχε όμως διάθεση για το κέρασμα. Οι περισσότεροι από τους άντρες που βρίσκονταν στο κατάστρωμα είχαν κάτσει κι αυτοί να κολατσίσουν. Ο αέρας είχε την ευχάριστη μυρωδιά του θαλασσινού ιωδίου, αναμεμιγμένο με σκόρδο, φτηνό κρασί και πίσσα.
«To Lascar έβγαλε ένα τόνο ψάρι χθες» είπε κάποιος. «Να ’μαστε κι εμείς τόσο τυχεροί.»
«Ήταν τυχεροί. Χτύπησαν φλέβα».
«Είχαν τον Eugene στο πυροφάνι. Αυτός μπορεί να δει καβούρι στις πέντε οργιές».
Το σκάφος είχε τώρα αναπτύξει ταχύτητα. Και στο κατάστρωμα, κάτω από τα πράσινα και κόκκινα πλευρικά φώτα, οι ναύτες ήταν σαν κάποιοι πειρατές ξεχασμένοι από τον χρόνο. Από πάνω τους, παρά τα αστέρια, ο ουρανός αυτής της ασέληνης νύχτας ήταν σκοτεινός, και η θάλασσα ακόμα περισσότερο.
«Αλλά πάνω απ’ όλα», πρόσθεσε κάποιος, «ψάρεψαν με δυναμίτη. Κάποια μέρα θα τους τσακώσει το λιμενικό»
«Σκέφτομαι» είπε ο Salvador στον Calatayud, «πως είναι καλύτερα να κάνουμε πρώτα κάποιο ψάρεμα, ακόμα κι αν πιάσουμε λίγα ψάρια. Έτσι, αν μας εντοπίσουν οι Ισπανοί, να μπορούμε να δικαιολογηθούμε ότι απλώς βγήκαμε λίγο εκτός πορείας ψαρεύοντας. Κι εξάλλου, έχουμε αρκετό χρόνο.»
Τα φώτα του Cerbere είχαν πια χαθεί και το σκάφος, λικνιζόμενο από τη φουσκοθαλασσιά, είχε εξαφανιστεί μέσα στο πηχτό σκοτάδι.
«Δεν πρέπει να αργήσουμε στο ραντεβού μας» είπε ο Mulierez.
«Μην ανησυχείς. Θα είμαστε εκεί εγκαίρως. Θα περάσουμε από το ακρωτήρι του Saint Nazaire. Εκεί τα νερά είναι πιο ζεστά και τα προτιμούν τα κοπάδια της σαρδέλας. Με αυτές τις δύο ώρες διαδρομής, θα είμαστε πια πολύ κοντά στο Colera. Στις 2:00 θα έχουν όλα τελειώσει και θα έχουμε χρόνο για μία ακόμα ψαριά.»
«Δύο ακόμα ώρες; Τότε λέω να την πέσω μήπως κοιμηθώ λίγο.»
«Κι εγώ το ίδιο.»
Σχεδόν αμέσως επικράτησε σιωπή στο σκάφος. Ο μόνος ήχος ήταν ο κυματισμός των νερών και το πνιχτό μουρμούρισμα της μηχανής.
Και ο Mulierez είχε ξαπλώσει στο κατάστρωμα και είχε πλέξει τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ο μαύρος βελούδινος ουρανός, διάστικτος από αστέρια. Όμως το κούνημα του σκάφους δεν είχε καταφέρει να τον αποκοιμίσει. Ως εδώ τα πράγματα είχαν πάει καλά. Ακούμπησε το πιστόλι που ήταν στην τσέπη του κι ύστερα πήρε το μπουκάλι με το ποτό. Τράβηξε μια μεγάλη ρουφηξιά, αφήνοντάς την να κυλήσει στο στόμα του.
*
O Hernandez στριφογύριζε τσαντισμένος στο κρεβάτι του. Από κάπου έφτανε μουσική με διαρκή ανεβοκατεβάσματα της έντασής της. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό που τον εμπόδιζε να κοιμηθεί. Ίσως ήταν η κόπωση που συνοδευόταν από την ανησυχία. Ή ίσως η σχεδόν αφρικάνικη ζέστη. Σηκώθηκε και έβαλε το κεφάλι του κάτω από τη βρύση. Αυτό τον ξύπνησε για τα καλά και σηκώθηκε να ντυθεί. Ο ήλιος που για ώρες χτυπούσε το δωμάτιο είχε ανεβάσει τη θερμοκρασία του και η αύρα που έφτανε από τη θάλασσα δεν επαρκούσε για να το δροσίσει. Κατέβηκε στο ισόγειο όπου η γριά νυχτερίδα βρισκόταν πάντα πίσω από το γραφείο της.
Ο Hernandez ακολούθησε τον πεζόδρομο, έστριψε δεξιά σε ένα στενό δρομάκι και έφτασε σε μια μικρή πλατεία που έμοιαζε σαν σκηνικό κάποιου θεάτρου. Την περιτριγύριζαν πλατάνια και κάποια ζευγάρια χόρευαν στο κέντρο της. Ο Hernandez κάθισε στη βεράντα ενός από τα μπιστρό και παρήγγειλε ένα anisette από έναν σερβιτόρο που τα μουστάκια του λες και είχαν βγει από το 1900.
Τότε πέρασε από μπροστά σαν σκιά μια κοπέλα, τυλιγμένη στην αγκαλιά ενός άντρα με ψαράδικα ρούχα. Μόλις που πρόλαβε στιγμιαία να δει τα μεγάλα σκοτεινά της μάτια, το λεπτό σουλούπι της και τα σκούρα πυκνά μαλλιά της. Την επόμενη στιγμή, οι κινήσεις του βαλς είχαν στείλει την Consuelo στην άλλη άκρη της πλατείας. Ωστόσο, τα μάτια του είχαν κλειδώσει στα δικά της.
O χορός σταμάτησε απότομα και ο Hernandez αντιλήφθηκε πως ο άνδρας που χόρευε με την Consuelo ήταν ο τύπος που ήδη είχε δει δυο φορές˙ στο μπαρ που σύχναζαν οι άντρες της Guardia Civil και στον χωματόδρομο που πήγαινε στο Girelle. Ίσως όλο αυτό να ήταν μια σύμπτωση. Το Cerbere ήταν ένα μικρό μέρος και αναπόφευκτα ο δρόμος σου διασταυρωνόταν με αυτόν των άλλων είκοσι φορές κάθε μέρα.
Ο Hernandez κατέβασε μια γουλιά του anisette και τέντωσε τα πόδια του κάτω από το τραπέζι. Οι χορευτές είχαν σκορπίσει και η Consuelo πέρασε από δίπλα του, χαμογελώντας του για πρώτη φορά.
«Καλησπέρα», ψέλλισε.
«Καλησπέρα.»
Εκείνη μπήκε μέσα στο μπιστρό και ο Hernandez βρέθηκε φάτσα με τον τύπο που χόρευε μαζί της. Τα μάτια τους συναντήθηκαν αλλά εκείνος συνέχισε τον βηματισμό του.
Ο Hernandez άναψε ένα ακόμα τσιγάρο και τέντωσε κι άλλο τα πόδια του. Ξαφνικά ξεκίνησε να παίζει μια διαπεραστική μουσική και κάποιοι χορευτές πετάχτηκαν. Δεν ήταν ο ρυθμός κάποιου σύγχρονου χορού αλλά ο παραδοσιακός ρυθμός rondeau, με τις απότομες διακοπές και ξεκινήματα. Τώρα δεν χόρευαν ζευγάρια. Οι χορευτές, ανάμεσά τους και αρκετοί ηλικιωμένοι, ένωσαν τα χέρια και σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω από την πλατεία. Κυριολεκτικά πετούσαν πάνω στις πάνινες εσπαντρίγιες τους.
Όμως η ώρα είχε φτάσει δύο και ο Hernandez ήταν πια εξαντλημένος από το ταξίδι και από τα γεγονότα της ημέρας. Η ζέστη είχε επιτέλους πέσει. Κοίταξε τριγύρω για να καλέσει τον σερβιτόρο. Το μπιστρό σιγά σιγά είχε αδειάσει.
Αποφάσισε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο περνώντας από το κέντρο της πόλης. Τα βήματά του αντηχούσαν στο λιθόστρωτο και ένιωθε μια παράξενη ευχαρίστηση απ’ αυτό τον ήχο. Έστριψε σε ένα μικρό δρομάκι και τότε αντιλήφθηκε ότι κάποιος βρισκόταν πίσω του. Ίσως δεν ήταν κάτι σημαντικό. Ίσως κάποιος ξενύχτης που είχε ξεμείνει, όπως κι εκείνος, για να παρακολουθήσει τον χορό. Όπως και να είχε, επιβράδυνε λίγο τον βηματισμό του. Έφτασε σε ένα σημείο που φωτιζόταν από τη λάμπα του δρόμου και τότε εντόπισε μια σκιά να κολλάει σε έναν τοίχο πίσω του. Προχώρησε λίγο και το ίδιο έκανε και η σκιά, ως και το στέγαστρο ενός μανάβικου.
Ο Hernandez σταμάτησε, έβγαλε τον αναπτήρα και άναψε ένα τσιγάρο. Προσποιήθηκε πως ξεκινούσε αλλά έκανε αμέσως μεταβολή και τότε αυτός που τον παρακολουθούσε ξεπρόβαλε πίσω από μια κολώνα. Το φως της αποκάλυψε το πρόσωπο αυτού που χόρευε νωρίτερα με την Consuelo.
O Hernandez συνέχισε να περπατάει. Τον διακατείχε ένα ανάμεικτο συναίσθημα ανησυχίας και έντασης. Ο τύπος που βάδιζε σαν γάτα είχε αρχίσει να τον πλησιάζει. Ο Hernandez επιτάχυνε το βήμα του, έστριψε σε μια γωνία και έμεινε ακίνητος, με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, συνεχίζοντας όμως να χτυπάει τα παπούτσια του στο έδαφος σαν να συνέχιζε να βαδίζει.
Ο τύπος, που ήταν αποφασισμένος να μη χάσει τον Hernandez, έστριψε σχεδόν τρέχοντας. Ο Hernandez άπλωσε το πόδι του και ο τύπος παραπάτησε. Ο Hernandez δεν τον άφησε να πέσει, γραπώνοντάς τον από τον γιακά και κοπανώντας τον στον τοίχο.
«Λοιπόν;» ρώτησε κολλώντας το πρόσωπό του στη φάτσα του τύπου. «Δεν είναι λίγο αργά για να βολτάρεις; Δεν θα έπρεπε να είσαι στο κρεβατάκι σου;»
«Δεν έχουμε κάτι να πούμε» απάντησε ο τύπος. Όμως το χέρι του γλίστρησε προς την τσέπη του σακακιού του.
«Κάτσε φρόνιμα» γρύλισε ο Hernandez. «Αλλιώς θα μπλέξεις άσχημα.» Τράβηξε το πιστόλι και του το κόλλησε στη κοιλιά.
«Άσε με ήσυχο. Δεν τρέχει κάτι μαζί σου. Μια βόλτα έχω βγει.»
«Και μένα μου αρέσουν οι νυχτερινές βόλτες» είπε ο Hernandez. «Αλλά δεν γουστάρω να έχω παρέα.» Μπορούσε να νιώσει το ελαφρύ τρέμουλο του τύπου, που στεκόταν όμως ακίνητος. «Σε έχω δει τρεις φορές σήμερα. Και είναι πάρα πολλές.»
«Μου επιτέθηκες» διαμαρτυρήθηκε ο τύπος. «Θα βρεις τον μπελά σου.»
Η προφορά του ήταν καταλανική.
«Μη μου το πεις» ειρωνεύτηκε ο Hernandez. «Γιατί δεν φωνάζεις για βοήθεια; Εμπρός, φώναξε.»
«Άσε με να φύγω» είπε εκείνος. «Δεν θα πω σε κανέναν τίποτα. Είμαι Ισπανός και ήδη έχω αρκετά προβλήματα.»
«Δεν θα πεις τίποτα;» ειρωνεύτηκε ξανά ο Hernandez. «Κρίμα. Κι εγώ που ήθελα να σου κάνω κάποιες ερωτήσεις;»
«Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις» απάντησε ο Ισπανός.
Φαινόταν να έχει συνέλθει από τον αιφνιδιασμό. To χαμηλό φως τόνιζε τις λεπτομέρειες του λεπτού προσώπου του και έκανε τα μάτια του να μοιάζουν με δυο σκοτεινές τρύπες.
«Θα σε βοηθήσω να μιλήσεις». Ο Hernandez άφησε τον γιακά του ανθρώπου και αστραπιαία έχωσε το χέρι του στην τσέπη του σακακιού. Έβγαλε ένα από εκείνα τα κυρτά καταλανικά μαχαίρια με μακριά και λεπτή λεπίδα.
«Ωραίο μαχαίρι!» είπε με ένα προσποιητό σφύριγμα. «Εξακολουθείς να λες πως δεν έχεις τίποτα να μου πεις;» Μόλις που πρόλαβε να μιλήσει και δίπλωσε στα δύο από τον πόνο. Ο τύπος τού είχε δώσει μια γονατιά στ’ αρχίδια. Για μια στιγμή ο Hernandez ένιωσε τον κόσμο γύρω του να στροβιλίζεται. Όμως συνήλθε γρήγορα, με σφιγμένα δόντια και δακρυσμένα μάτια από τον πόνο. Ο τύπος προσπαθούσε να του στρίψει το χέρι για να του πάρει το πιστόλι. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια ο Hernandez κατάφερε να κρατήσει το πιστόλι και να το στρέψει ξανά προς την κοιλιά του αντιπάλου του.
«Κόφ’ το» είπε ασθμαίνοντας. «Αλλιώς θα σου ρίξω».
«Μη ρίξεις» είπε ο άλλος.
Ο Hernandez τον έσπρωξε προς τα πίσω. Το κεφάλι του χτύπησε στον τοίχο. Ο Hernandez του έδωσε δυο χτυπήματα με όλη του τη δύναμη. Είχε αρχίσει σταδιακά να συνέρχεται από τον πόνο που είχε νιώσει. To μαχαίρι είχε πέσει στο ρείθρο του δρόμου, με τη λεπίδα του λίγο ανοιχτή, σαν κάτι ζωντανό.
«Το όνομά σου!»
«Rodrigo Cameron. Είσαι τυχερός…»
«Ποιος σου είπε να με παρακολουθείς;»
«Κανείς», απάντησε ο Cameron. «Απλώς μου αρέσει να παρατηρώ πράγματα».
Στις δύο τη νύχτα, στη μέση του δρόμου, δεν ήταν ούτε ο τόπος ούτε η ώρα για συζήτηση υπό την απειλή όπλου, όμως ο Hernandez ήθελε απαντήσεις. Για ποιον δούλευε ο Cameron; Για τον Chiquito και τους φίλους του ή για την άλλη πλευρά;
«Ωραία λοιπόν» είπε ο Hernandez. «Θα κάνουμε μια βολτούλα προς τη θάλασσα».
Ο άλλος ταράχτηκε.
«Ηρέμησε» είπε ο Hernandez. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Εννοώ κανονική βολτούλα. Μου φαίνεσαι κουρασμένος. Γι’ αυτό λοιπόν θα πάμε στο σπίτι ενός φίλου για να ξεκουραστείς. Θα κάτσεις φρόνιμος, θα βάλεις τα χέρια σου στις τσέπες και θα περπατάς λίγο μπροστά από εμένα ως το Girelle. Εγώ θα είμαι τρία βήματα πίσω σου και σε διαβεβαιώνω πως δεν θα διστάσω να σου ρίξω αν κάνεις κάποια μαλακία. Ξέρεις βέβαια τον δρόμο για το Girelle, με παρακολούθησες ως εκεί το πρωί. Προχώρα».
Η πόλη τριγύρω ήταν έρημη και ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το ελαφρύ χτύπημα των κυμάτων στα βράχια. Ο Hernandez αναρρίγησε. Είχε αρχίσει να νιώθει τη νυχτερινή ψύχρα. Είχαν πια βγει από την πόλη και το μόνο που διέκρινε ήταν ο άντρας που βάδιζε μπροστά του. Ο χωματόδρομος στην άκρη του γκρεμού όλο και στένευε. Από κάτω ήταν ένας βραχώδης κολπίσκος. Πήραν μια στροφή. Στο βάθος διακρινόταν το περίγραμμα του Girelle. Τότε ο Cameron έκανε μια απότομη κίνηση προς το πλάι. Ο Hernandez πήγε να τραβήξει το πιστόλι από την τσέπη του, ήταν όμως μάταιο. Ο Cameron βρισκόταν ήδη στο χείλος του γκρεμού. Στεκόταν εκεί, ακίνητος για μια στιγμή πριν στροβιλιστεί στο κενό.
«Τι έκανε!» ψέλλισε ο Hernandez, παγωμένος στη θέση του.
Η σιωπή ήταν σαν να κράτησε αιώνες, και ύστερα ένας δυνατός γδούπος έφτασε στ’ αυτιά του. Ο Cameron είχε πέσει δεκάδες μέτρα. Ο Hernandez πήγε και στάθηκε στην άκρη του γκρεμού. Όμως μόνο η σιωπή έφτασε ως αυτόν. Και το χιλιετίες παλιό τραγούδι της ταραγμένης θάλασσας.
Το red n’ noir προτείνει βιβλία του Δαίμονα:
-
Προϊόν σε προσφοράΟ Simenon έχει ένα προαίσθημαOriginal price was: €2,12.€1,48Η τρέχουσα τιμή είναι: €1,48.
-
Προϊόν σε προσφοράΟ άνθρωπος που σκότωσε τον NτουρούτιOriginal price was: €5,00.€3,50Η τρέχουσα τιμή είναι: €3,50.
-
Προϊόν σε προσφοράΗ συνηθισμένη άτυχη περιπέτεια του Αρχιβάλδη ΡαποπόρOriginal price was: €6,36.€4,45Η τρέχουσα τιμή είναι: €4,45.