Μαύρο δελφίνι XIV

Δέκατο τέταρτο επεισόδιο

Ο ταξίαρχος είχε χάσει πια κάθε ελπίδα να εντοπίσει τον ένα και μοναδικό όπως όλα έδειχναν εκτελεστή. Τότε συνέβη ένα τέλος απροσδόκητο γεγονός. Όταν εκείνο το πρωί χτύπησε η πόρτα του όλα δείχνανε ότι η υπόθεση πάει στο αρχείο. Θα ήταν μια από τις πολλές που θα μέναν άλυτες. Εμφανίστηκε στην πόρτα η γραμματέας του.

«Βερόνη, σε ζητάει ένας κύριος.»

«Τι σόι κύριος.»

«Δεν ξέρω» είπε χαμηλόφωνα και κοίταξε πίσω της στην στον προθάλαμο με το γραφειο της.

«Λέει όμως ότι έχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες.»

«Πες του να περάσει» είπε ξερά ο ταξίαρχος.

Δυο χτυπήματα δειλά και αβέβαια στην πόρτα. Μπήκε ένα ανθρωπάκι φοβισμένο. Κοντός καραφλοδαίμονας με άτακτες  τούφες μαλλιά στους κροτάφους και το πίσω μέρος του κεφαλιού. Γλοιώδης φάτσα. Ο ταξίαρχος Βαλσαμάκος δεν μίλησε αλλά τον έκοβε από την κορφή  ως τα νύχια για λίγα λεπτά.

«Λοιπόν; Τι πληροφορίες έχεις που μπορεί να με ενδιαφέρουν;»

Ο άλλος έτριψε τα χέρια σαν τους καταδότες των Γερμανών στις ελληνικές ταινίες.

«Να εγώ… Ήρθα επειδή» κόμπιασε. «Να εγώ δεν το κάνω για λεφτά… Είμαι νομοταγής πολίτης και…»

«Δεν έχω χρόνο για μαλακίες» είπε ο ταξίαρχος εννοώντας για μαλακες.

«Ξέρνα το η φύγε!»

«Να είδα κάτι… Μένω Χολαργό και είδα ποιος χτύπησε εκείνο το βράδυ με λοστό εκείνο το παιδί τον Ανδρέα»

Ο ταξίαρχος καθισμένος πίσω μέχρι τότε στην καρέκλα του ανασηκώθηκε και εγυρε μπροστά. Ήταν πασίδηλο πως του είχε τραβήξει το ενδιαφέρον.

«Και που το είδες εσύ;»

«Να όπως είπα μένω απέναντι από το σπίτι του παιδιού που σκοτώσανε.»

«Του παιδιού που σκοτώσανε…»

Ούτε παιδί ήταν ούτε τόσο αθώος όσο τον εμφάνιζε ο συνομιλιτης μου» σκέφθηκε ο Ταξίαρχος.

«Παρακάτω.»

«Έφυγε με ένα κόκκινο Mazda κράτησα την πινακίδα ΥΥΝ 2789.»

Το πρόσωπο του Βερόνη φωτίστηκε. Για λίγο ψαχούλεψε μια στιβα χαρτιά πάνω στο γραφειο του και έβγαλε μια φωτογραφία της σκατόφατσας. Ένα στοπ καρέ από το βίντεο με το ξεκαθάρισμα λογαριασμών -σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις- της Δροσοπούλου. Με γυρισμένη την φωτογραφία πρός το ανέλπιστο μάρτυρα, τον ρώτησε αν ήταν αυτός. Ο άλλος κοίταξε για μια στιγμή την φωτογραφία και μετά τον ταξίαρχο. «Να αυτός είναι» είπε με σιγουριά. Η γραμματέας του ύστερα από υπόδειξη του Βερόνη Βαλσαμάκου κράτησε τα πλήρη στοιχεία του μάρτυρα. Όταν έμεινε μονος του έκανε μερικά τηλέφωνα. Το κόκκινο Mazda ήταν στον όνομα του Κυριάκου Σιμετζίδη.

«Σε τσάκωσα μπάσταρδε» είπε δυνατά μην κρύβοντας την ικανοποίηση του. Το επόμενο ήταν να ζητήσει υπηρεσιακά να βρουνε το αμαξι. Σήμανε γενικός συναγερμός.

*

Είκοσι τέσσερις ώρες μετά την συνομιλία ταξίαρχου και δημοσιογράφου,ο Βιλέν αγνοούσε ότι ο κλοιός στένευε και σχεδίαζε πως θα καθαρίσει τον Μένιο.

Το σχέδιο ήταν απλό. Δεν υπήρχε σχέδιο. Θα έμπαινε όσο πιο δικριτικά μπορούσε στο Million Dolls και θα έβγαζε τον Μένιο απο την μέση.

Ηταν σίγουρος πως αυτός έδωσε την εντολή για την επίθεση με καυστικό υγρό στην Αριάδνη. Δεν είχε αποδείξεις, ούτε κάν ενδείξεις, αλλά ποιος γαμάει τις αποδείξεις.Το ένστικτο του φώναζε: «ο Μένιος είναι ο ηθικός αυτουργός».

«Πόσο πιό σκατά θα μπορούσε να πάει το πράγμα; Έχει γαμηθεί το σύμπαν.» σκέφθηκε. Ο Κυριάκος νεκρός και η Αρια στο νοσοκομείο.

Μόνο που τα πράγματα δεν πήγαν όπως ακριβώς περίμενε.

Οταν το βράδυ πέρασε το κατώφλι του στριπτιζάδικου, ο Μένιος δεν ήταν εκεί.

Απο την Μίλα την την Σέρβα μοναδική φίλη της Άριας στο μαγαζί, έμαθε ότι ο Μένιος έκανε διακοπές στο Πόρτο Χέλι.

Με το ρεζερβουάρ του RX5 γεμάτο και το Ruger με τον αυτοσχέδιο σιγαστήρα -τον μόνο που μπόρεσε να βρεί στην πιάτσα- στο ντουλαπάκι του αμαξιού, ξεκίνησε για Πόρτο Χέλι.

Του Βιλέν δεν του άρεσαν τα απρόοπτα και ότι δεν είχε το απαραίτητο χρόνο για προετοιμαστεί σωστά τον προβλημάτιζε. Αλλά άμεσα έπρεπε να κλείσει το κεφάλαιο Μένιος.

Είχε πια ξημερώσει. Πήγε καρφί στο luxury ξενοδοχείο, που η Μίλα του είχε πεί ότι συνήθιζε να μένει.

Η ίδια τον είχε συνοδέψει στο ξενοδοχείο για διακοπές, τουλάχιστον δυο-τρεις φορές.

Μπήκε στο πάρκινγκ του χλιδάτου ξενοδοχείου. Πάρκαρε το σαράβαλο στις θέσεις των υπαλλήλων σε μία μεγάλη αλάνα.

Θα μπορούσε κάλλιστα να περάσει για υπάλληλος. Φορούσε άσπρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι και μαύρα δετά λουστρίνια. Όλα άψογα σιδερωμένα όλα στην πένα. Και αυτή την πληροφορία για το «ενδυματολογικό», όπως και τα ρούχα του τα έδωσε η Μίλα. Τα είχε καβατζώσει από τον αδερφό της που δούλευε ρεσεψιονίστ σε κάποιο δευτεροκλασάτο Αθηναϊκό ξενοδοχείο.

Προτίμησε να μπεί απο την  πίσω είσοδο που μπαίναν οι εργαζόμενοι.

Ακολούθησε έναν μακρύ διάδρομο πέρασε από τα μαγειρεία και έφτασε στο ασανσέρ του προσωπικού. Ανέβηκε έναν όροφο και προχώρησε στον διάδρομο που οδηγούσε στο spa.

Η υπάλληλος τον κοίταξε και αυτός της χαμογέλασε κάνοντας ταυτόχρονα ένα νεύμα.

Τον πέρασε για κάποιον από τους εκατοντάδες εργαζόμενους που πιθανόν δεν γνώριζε.

Για ξεκάρφωμα ο Βιλέν κρατούσε ένα πάκο πετσέτες και ανάμεσα τους είχε το ruger με φορεμένο τον σιγαστήρα. Πέρασε από την μεγάλη πισίνα και κατευθύνθηκε στην σάουνα. Γκαντεμιά. Ήταν άδεια και ο Μένιος άφαντος. Μάλλον δεν είχε κατέβει  ακόμα όπως συνήθιζε αυτή την ώρα. Ακολούθησε αντίστροφα την ίδια ακριβώς διαδρομή για να γυρίσει στο αυτοκίνητο. Αυτή η αναποδιά σε συνδυασμό με την αναμονή του έκαναν τα νεύρα κρόσσια.

Για να κάνει κάτι έφερε το αμάξι στο πάρκινγκ των πελατών. Αν κάτι στράβωνε και χρειαζόταν να βγει σύντομα η πιο γρήγορη διαδρομή ήταν από την κύρια είσοδο. Άναψε τσιγάρο και χτυπώντας ρυθμικά το δάχτυλο πανω στο τιμόνι

Τότε τoν είδε να βγαίνει σκυφτός μιλώντας στο κινητό. Ο Ρώσος  βγήκε από το αμάξι σαν να προσπαθούσε να  ξεπιαστεί. Βεβαιώθηκε ότι  το Ruger ήταν στο πίσω μέρος του παντελονιού. Έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού τον ογκώδη σιωπητήρα και τον στερέωσε στην κάνη. Αμέσως άλλαξε γνώμη αφαίρεσε τον σιγαστήρα και  τον έβαλε στην τσέπη και το πιστόλι στο πίσω μέρος του παντελονιού. Ο Μένιος  δεν το είχε δει ακόμα. Μιλούσε χαμηλόφωνα στο τηλέφωνο και στο άλλο χέρι κρατούσε το κλειδί από την πανάρχαια SLK με την κουρτίνα στο πίσω παρμπρίζ.

Τον είδε να εμφανίζεται σαν τον χάρο.

Ο Μένιος έκανε μερικά βήματα και έκλεισε το κινητό.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» Είπε δήθεν αδιάφορα, αλλά η φωνή το ήταν γεμάτη ένταση, ίσως και τρόμο.

O Βιλέν τον πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Το χνώτο του νταβατζή βρώμαγε ουίσκι και το σώμα του ανέδιδε ξινισμένο ιδρώτα, πούρο και φτηνιάρικο άφτερσεηβ.

«Τι κάνεις εδώ ρε μαλάκα;»

«Ειχαμε μία συμφωνία Μένιο»

Η φωνή του ήταν ήρεμη σχεδόν ουδέτερη.

«Τι  μαλακίες λες; Τι συμφωνία είχαμε; Δεν καταλαβαίνω τι λες» ψέλλισε.

Μιά χαρά καταλάβαινε. Αλλα δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι είχε έρθει το τέλος.

«Θα έκανα την δουλειά με τους μηχανόβιους και εσύ δεν θα πείραζες την μικρή» συνέχισε παγωμένα ο Ρώσος.

«Αυτή σε έστειλε; Βλέπω σε έχει βάλει για καλά μεσα στο βρακί της.»

Ο Βιλέν δεν ανέβασε καθόλου τον τόνο της φωνής.

«Με οξύ ρε; Επίθεση με οξύ; Πόσο άνανδρος είσαι; Πόσο σκουπίδι; Δειλός και τιποτένιος. Σκουπίδι είσαι  ρε, σκουπίδι, αυτό είσαι.»

Η επόμενη κίνηση ήταν του Μένιου. Απεγνωσμένα προσπάθησε να βγάλει το όπλο απο την θήκη στην ζώνη. Αλλά δεν πρόλαβε. Ο Βιλέν τού έχωσε μια κουτουλιά σπάζοντας την μύτη. Ο Μένιος ήταν σωριασμένος κάτω κρατώντας με τα δύο χέρια την μύτη. Αίματα είχαν βάψει τα χέρια του. Το περίστροφο ένα κοντόκανο S&W ήταν μισό μέτρο  μακρύτερα. Η παρτίδα είχε χαθεί. Δεν σωζόταν με τίποτα. Του έχωσε μία κλωτσιά στο προσωπο και τον ξάπλωσε κάτω.

Tώρα πατούσε τον Μένιο με το πόδι στο στήθος κρατώντας τον ακινητοποιημένο.

Εβγαλε το Ruger και έβαλε τον αυτοσχέδιο σιγαστήρα πάνω. Ο ήχος από τους πυροβολισμούς ακούστηκαν πιο σιγανοί  αλλά όχι τελείως αθόρυβοι. Μετά τον τρίτο πυροβολισμό ο σιωπητήρας άνοιξε σαν τριαντάφυλλο.

Κοιταξε τον σιγαστήρα με απορία.

«Γαμημένοι ερασιτέχνες. Όποιος τον έφτιαξε είχε κάνει σκατοδουλειά», ήταν η μοναδική του σκέψη.

Ο ιδιοκτήτης του στριπτιζάδικου κείτονταν νεκρός με τα ρούχα του λασπομένα από χώματα και αίμα. Έκανε στροφή και κατευθύνθηκε στο RX5. Είχε έρθει η ώρα να επισκεφθεί την μικρή. Αλλά προηγουμένως είχε να κάνει δύο τρία πράγματα.

Πρώτη του δουλειά να στείλει το Ruger και τον κακοφτιαγμένο σιγαστήρα. Κατέβηκε στον μόλο που δέναν τα κότερα και τα πέταξε στην θάλασσα. Η δεύτερη ήταν  στο υπόγειο διαμέρισμα στην Ιπποκράτους. Μετακίνησε τα σανίδια κάτω από την χιλιοφθαρμένη μοκέτα και έβγαλε από την καβάτζα το πλαστό διαβατήριο, το κινητό και ότι κασαδούρα είχε. Υπολόγιζε πρέπει να ήταν περίπου είκοσι χιλιάρικα. Όταν μπήκε στο χιλιοτρακαρισμένο mazda πάτησε κλήση στον μοναδικό αριθμό, περασμένο στον κατάλογο.

Ακούσε την βαρειά φωνή του Ζένια.

«Ντα»

«Ο Βιλέν είμαι μπρατάν»

«Που είσαι εσύ παιχταρά μου;» άκουσε να του λέει χαρούμενα.

«Ελλάδα, αλλά όχι για πολύ. Χρειάζομαι την βοήθεια σου»

«Ότι θέλεις αγορίνα μου, ότι θες»

«Πρέπει να φύγω επειγόντως από Αθήνα. Η κατάσταση εδώ έχει γίνει περίπλοκη…»

«Οκ! Δώσε μου μία ώρα και θα δω τι μπορώ να κάνω».

Έκλεισε το τηλέφωνο. Σε λίγο είχε πάρει τον δρόμο για Θριάσιο.

Οταν πέρναγε την πόρτα της πλαστικής χειρουργικής, είδε τον γυαλάκια επιμελητή να μιλάει με τρείς ειδικευόμενες που χαχάνιζαν. Έκανε ότι δεν τον είδε αν και η ματιά  του στιγμιαία στράφηκε σε αυτόν.

«Γαμώ το τουπέ σου ρε μαλάκα» σκέφτηκε ο Ρώσος. «Ευχαρίστως θα σε έσπαγα».

Η μικρή ήταν ξύπνια. Τον κοίταξε μα δεν είπε τίποτα. Μόνο έστρεψε το βλεμμα της αλλού σαν να τον απόδιωχνε με αυτή την κίνηση. Κάθισε στο κάτω μέρος του κρεββατιού.

«Άρια, λυπάμαι για ότι έγινε. Λυπάμαι που δεν σε προστάτεψα όπως είπες. Αλλά δεν είμαι ο νταβατζής σου. Λυπάμαι που δεν ήμουν εκεί.»

Σταμάτησε για λίγο και την κοίταξε. Καμία αντίδραση.

Εβγαλε έναν φάκελλο και τον ακούμπησε στο στήθος της.

«Αυτά για το παιδί. Αντίο.»

Σηκώθηκε και βάδισε προς την πόρτα.

«Μικρέ καθαρματένιε πρίγκηπα» την άκουσε να λέει με έναν λυγμό. Αλλά ήταν πιά αργά. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Μόλις βγήκε από το νοσοκομείο ανέπνευσε βαθειά.

Δεν υπήρχε γυρισμός. Χτύπησε το κινητό. Ήταν ο Ζένιας.

«Ναι;»

«Φεύγεις σήμερα για Ναδόρ και απο ‘κεί οδικώς για Μαρακές. Με το εμπορικό πλοίο Οδησσός από το λιμάνι Πειραιά. Όταν φθάσεις στο Μαρακές θα βρεις έναν Έλληνα. Μπάμπης Βορβολάκος λέγεται. Στην πλατεία Μεντίνα έχει το κλαμπ «Υellow Squirrel». Πες του ότι πας από μένα. Μου χρωστάει μεγάλη χάρη.»

«Σε ευχαριστώ μπρατάν.»

Αφησε το αυτοκίνητο ξεκείδωτο στον προαστιακό σταθμο στην Μαγούλα με τα κλειδιά πάνω στο τιμόνι, ελπίζοντας κάποιος να το σήκωνε, ώστε να καθυστερήσει τους μπάτσους να το βρούνε. Πήρε το δερμάτινο σακίδιο με τα λιγοστά πράγματα του. Εβγαλε το χαρτί και ρούφηξε την τελευταία ψιλή. Με τον προαστιακό έφθασε χωρίς πρόβλημα στον σταθμό Νερατζίωτισα και απο εκει πήρε τον ηλεκτρικό για Πειραιά. Ο Βιλέν έφυγε μέσα στην άγρια νύχτα με το πλοίο Οδησσός. Κάπνιζε στο κατάστρωμα ενώ οι ναύτες που είχαν βάρδια φώναζαν και έβριζαν.

Εριξε μία τελευταία ματιά στο λιμάνι. Δεν είχε αφήσει τίποτα πίσω του. Αυτό ένοιωθε και δεν μετάνοιωσε ούτε λεπτό.

Καμία δημοσίευση για προβολή