Η ληστεία της Πέτρας ΧIII

Στα σημειώματα που βρέθηκαν πάνω του, μεταξύ άλλων, παρήγγειλε να τον θάψουν με τις πιτζάμες και τις κάλτσες του | Τα δώρα και οι εκδηλώσεις συμπάθειας από μέρους των αρχών αποτελούν την καλύτερη ένδειξη της επίσημης προστασίας την οποία απολαμβάνουν

Κεφάλαιο 25 (31 Οκτωβρίου 1928)

Για την πιο αιματηρή ληστεία στα χρονικά της Ηπείρου, τη ληστεία της Πέτρας, μεραρχίες κινητοποιήθηκαν επί δυο χρόνια, όλα τα χωριά του Λούρου έκλαψαν από ξύλο και δαρμό, ανώτεροι δικαστικοί, στρατιωτικοί και αστυνομικοί πήραν τα βουνά και του λόγγους για να βρουν τους Ρεντζαίους, αλλά στάθηκε αδύνατο. Δυο ετών εργασία και κινητοποιήσεις και τρεξίματα και ανακρίσεις δεν κατόρθωσαν να τους ανακαλύψουν. Όμως οι διαβόητοι λήσταρχοι έπεσαν τελικά στα χέρια του κυρίου Καλυβίτη, μόλις ένα χρόνο από τη στιγμή που ανέλαβε προσωπικά την έρευνα για τον εντοπισμό και τη σύλληψή τους.

Ως εκ τούτου, ο διευθυντής της αστυνομίας πόλης κύριος Καλυβίτης δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με την έρευνα της μυστηριώδους αυτοκτονίας που συνέβη την προηγούμενη μέρα μέσα στο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου στην Ομόνοια. Ένας πενηντάρης κύριος τίναξε τα μυαλά του στον αέρα μέσα στην εκκλησία. Στα σημειώματα που βρέθηκαν πάνω του, μεταξύ άλλων, παρήγγειλε να τον θάψουν με τις πιτζάμες και τις κάλτσες του.     

Ο κύριος Καλυβίτης ενδεχομένως να αγνοεί αυτό το περιστατικό, καθώς όταν συνέβη βρισκόταν στο τρένο επιστρέφοντας από τη Βάρνα. Στις 10.30 το εξπρές έφτασε στην Αθήνα και ο κύριος Καλυβίτης έπρεπε αμέσως να παρουσιαστεί στον υπουργό Εσωτερικών κύριο Ξαβιτσιάνο, στον οποίον και ανέφερε τα σχετικά με τη σύλληψη των Ρεντζαίων. Δεν παρέλειψε να τον ενημερώσει για τις ενέργειες που κατέβαλε, προκειμένου οι συλληφθέντες να εκδοθούν στην Ελλάδα εντός των επόμενων ημερών. Μέσα στη συμφωνία με τη βουλγαρική κυβέρνηση, είναι η ανταλλαγή τους με δυο Βούλγαρους κρατούμενους των ελληνικών φυλακών.  

Η δεύτερη κίνηση που κάνει ο κύριος Καλυβίτης είναι να καλέσει στο γραφείο του ορισμένους δημοσιογράφους, ώστε να τους αφηγηθεί τα κατορθώματά του. Αφού καλωσορίζει σε αυτήν την άτυπη πρες κόνφερανς τους αστυνομικούς συντάκτες από μερικές αθηναϊκές εφημερίδες της επιλογής του, ο καλοστεκούμενος διευθυντής αστυνομίας πόλης, φορέας επίσης ενός περιποιημένου μουστακιού το οποίο διατηρεί κοντοκουρεμένο κάτω από την κομψή του μύτη, ξεκινάει την αφήγησή του.

Οι πληροφορίες που συγκεντρώσανε έλεγαν ότι τα δυο αδέρφια είχαν εγκαταλείψει την Ήπειρο τον περασμένο Μάρτιο. Ως τότε έμεναν κρυμμένοι κάπου γύρω από τα Ιωάννινα, και από εκεί αναχώρησαν για την Αλβανία, από όπου προμηθεύτηκαν πλαστά διαβατήρια που εξέδωσαν με ψευδώνυμα, και έτσι πέρασαν στην Ιταλία. Από εκεί αναχώρησαν για τη Ρουμανία σιδηροδρομικώς μέσω Σερβίας.

Ασφαλώς, η αστυνομία διαθέτει δίκτυο πληροφοριών. Επιπλέον, εφαρμόστηκε πλήρες σχέδιο. Αρχικά, εγκαταστήσαμε ιδιαίτερο γραφείο πληροφοριών στο Κιλκίς, υπό του αρχιφύλακα Καβρικοσαίου. Στο Κιλκίς παρέμενε ο πεθερός τους, Βασίλης Κολοβός, και επιπλέον οι δυο λήσταρχοι έχουν στην περιοχή περιουσία. Εκεί παρακολουθούνταν η αλληλογραφία των λήσταρχων με τον Κολοβό και άλλους συγγενείς τους, μέσω μυστικού αστυνομικού, που είχε διοριστεί ως ταχυδρομικός διανομέας. Από τις επιστολές των Ρεντζαίων, ο κύριος Καβρικοσαίος πληροφορούνταν για όλες τις κινήσεις τους και ενημέρωνε την Αθήνα τηλεγραφικώς.      

Για τις κινήσεις τους όσο και για την εξέλιξη της έρευνας, ενημερωνόταν με τη σειρά του το υπουργείο Εσωτερικών, ενώ συγχρόνως το πολιτικό γραφείο του υπουργείου Εξωτερικών διεξήγαγε συνεννοήσεις με την ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου, η οποία λάμβανε πληροφορίες μέσω εμπιστευτικών εγγράφων. Λίγες μέρες πριν, το υπουργείο λαμβάνει ενημέρωση από την ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου ότι τα άτομα που θεωρούνται ως Ρεντζαίοι έχουν αναχωρήσει για τη Βάρνα της Βουλγαρίας.

Την Παρασκευή 19 Οκτωβρίου του 1928, αναχωρούν από την Αθήνα με τον αστυνόμο Κουτσουμάρη και τον γλωσσομαθή αστυφύλακα Βροχίδη. Εφοδιάζονται με διαβατήρια και ξεκινάνε σιδηροδρομικώς για το κυνήγι των Ρεντζαίων στη Βουλγαρία. Κάνουν μια στάση στη Θεσσαλονίκη, όπου συναντάνε τον υπαστυνόμο κύριο Λαμπρινόπουλο. Συνεννοούνται να μεταβούν στη Βάρνα μέσω της γραμμής Δεδέαγατς‒Θράκη, ενώ οι υπόλοιποι θα πάρουν τη γραμμή Γευγελή‒Σερβία‒Βουλγαρία. Τελική συνάντηση ορίζεται η Βάρνα.

Τη Δευτέρα 21 Οκτωβρίου, βρίσκονται ήδη στη Σόφια, όπου επικοινωνούνε μέσω της πρεσβείας με τις βουλγαρικές αρχές. Ο Βούλγαρος πρέσβης της Αθήνας τούς έχει εφοδιάσει με μια θερμή συστατική επιστολή προς τον διευθυντή της αστυνομίας Σόφιας, και έτσι ο κύριος Καραγκιόζοφ τίθεται αμέσως στη διάθεσή τους. Με τη σειρά του, τους εφοδιάζει κι αυτός με συστατικές επιστολές προς τον διευθυντή της αστυνομίας Βάρνας, και ξεκινάνε την ίδια μέρα για τον τελικό σταθμό της αποστολής τους.

Τόσο στον αστυνομικό διευθυντή Σόφιας όσο και στον αντίστοιχο της Βάρνας έχουνε πει ότι αναζητούν δυο τρομερούς κακοποιούς, αλλά δεν έχουνε πει τα ονόματα των Ρεντζαίων. Ελάχιστοι Βούλγαροι αστυνομικοί μόνο γνωρίζουν την ταυτότητά τους. Στους υπόλοιπους συστήνονται ως τυρέμποροι. Και τα διαβατήρια τους άλλωστε γράφουν πως είναι έμποροι, ταξιδεύοντες για εμπορικούς λόγους.

Το ταξίδι από τη Σόφια μέχρι τη Βάρνα διαρκεί δεκαέξι περίπου ώρες, και κάπου στις τρεις το απόγευμα της Τρίτης φτάνουν επιτέλους στον προορισμό τους. Αμέσως παρουσιάζονται στον Μεντικάροφ ‒διευθυντή αστυνομίας Βάρνας‒, ο οποίος τους υποδέχεται με εγκαρδιότητα και προθυμία. Αναλαμβάνει μάλιστα ο ίδιος προσωπικά να συνεργαστεί μαζί τους, προκειμένου να μην κινητοποιηθεί άλλος αξιωματικός. Με αυτόν τον τρόπο τους προστατεύει από τη διαρροή πληροφοριών. Τους ενημερώνει επίσης για τους παραμένοντες ξένους στην περιφέρειά του και αρχίζει να συλλέγει τις πληροφορίες που τους χρειάζονται.

Παράλληλα, αρχίζουν να ενεργούνε. Η πρώτη και σπουδαιότερη εργασία τους είναι να διαδώσουνε την ιδιότητά τους ως τυρέμποροι, καθώς η πόλη είναι μικρή, το ελληνικό στοιχείο πολυπληθές και η άφιξη οποιουδήποτε Έλληνα γίνεται αμέσως γνωστή.

Αρχικά βαδίζουνε στα τυφλά. Οι πληροφορίες από τη Ρουμανία είναι μάλλον αόριστες. Όνομα Ρεντζαίων δεν φαίνεται πουθενά και είναι άγνωστο με ποια ψευδώνυμα κυκλοφορούν. Ακόμα και το αν βρίσκονται πράγματι στη Βάρνα δεν είναι βέβαιο. Μόνο δυο παλιές τους φωτογραφίες υπάρχουν και είναι πιθανόν να μην θυμίζουν πια σε τίποτα τα αναζητούμενα πρόσωπα.

Οι συναντήσεις των Ελλήνων αστυνομικών με τους Βούλγαρους συναδέλφους τους γίνονται τη νύχτα χωρίς να τις αντιλαμβάνεται κανείς. Κατά τα άλλα, οι πολίτες της Βάρνας, Έλληνες και Βούλγαροι, πεισμένοι ότι πρόκειται για μεγαλέμπορους τυριού, σπεύδουν να τους προσφέρουν δείγματα για να δοκιμάσουν.

Μετά από δυο μέρες άκαρπων ερευνών, την Πέμπτη, ο Βούλγαρος συνάδελφός τους ειδοποιεί ότι έχουν έρθει από τη Ρουμανία δυο Αλβανοί έμποροι σιτηρών, οι οποίοι διαμένουν στην πανσιόν της Ελληνίδας χήρας, κυρίας Ασθενίδου. Ο προξενικός υπάλληλος κύριος Σταύρου συγχρόνως τους ανακοινώνει ότι, πριν δυο μήνες, δυο αρβανίτες έμποροι ήρθαν στη Βάρνα και παραμένουν, κάνοντας εμπόριο δημητριακών καρπών. Αμέσως αρχίζει η παρακολούθηση των δυο υπόπτων. Ο κύριος Σταύρου τούς δείχνει το κατάστημά τους και πιάνουν πόστο απ’ έξω, αναμένοντες τους Ρεντζαίους. Μετά από πάροδο λίγης ώρας, κατορθώνουν να τους διακρίνουνε. Με μια πρώτη ματιά, οι υποψίες τους για την ταυτότητά τους ενισχύονται. Όμως δεν βρίσκονται ενώπιον δύο, αλλά ενώπιον τριών ατόμων. Δυο δήθεν Αλβανών και ενός Έλληνα, που έχουν ανοίξει επιχείρηση εμπορίας σιτηρών και οσπρίων και κανείς δεν μπορούσε να τους υποψιαστεί. Τα τρία πρόσωπα έχουν δώσει τίτλο στην επιχείρηση «Αθανάσιος Τσίκος και Σία». Έχουν επίσης προβεί στην αγορά επτά βαγονιών σιτηρών και αρκετής ποσότητας φασολιών.       

Χωρίς να χάσουν ούτε λεπτό, σπεύδουν στη διεύθυνση της αστυνομίας και ανακοινώνουν την ανακάλυψή τους. Τους προτείνουνε να καλέσουν τους υπόπτους στην αστυνομία, με πρόσχημα τη θεώρηση των διαβατηρίων τους. Ο κύριος Μεδνικάροφ δέχεται και στέλνει τρεις αστυφύλακες και τον κλητήρα του προξενείου να τους ειδοποιήσουν σχετικά. Δεν περνάει πολλή ώρα και οι τρεις κληθέντες βρίσκονται έξω από το γραφείο. Η συνεννόηση είναι ότι οι Έλληνες αστυνομικοί θα παριστάνουν τους Βούλγαρους, που βρίσκονται εκεί τυχαία. Αν εξακριβώσουνε ότι είναι οι Ρεντζαίοι, θα ειδοποιήσουνε με ένα νεύμα. Ο διευθυντής της βουλγαρικής αστυνομίας μένει απολύτως σύμφωνος και διατάζει να εισαχθούν οι προσαχθέντες.  

Οι δυο αστυφύλακες μπαίνουν στο γραφείο συνοδεύοντας ένα  άτομο, το οποίο, όπως ανέφεραν, βρισκόταν στο σπίτι των άλλων δύο εκείνη την ώρα.

«Ποιο είναι το όνομα σου;» τον ρωτάει ο Μεδνικάροφ.

«Ματσάγκος λέγομαι και κατάγομαι από τα Ιωάννινα», εξηγεί ο προσαχθέντας και συμπληρώνει ότι έχει εμπορικό γραφείο στον Πειραιά.

«Και τι δουλειά είχες στο σπίτι των δυο Αλβανών;» τον ξαναρωτάει ο Βούλγαρος αστυνομικός

«Τυχαία», λέει, «τους γνώρισα στη Βάρνα».

Ο Μεδνικάροφ διατάσσει να αποχωρήσει φυλασσόμενος και να εισαχθεί ο δεύτερος. Δεν περνάνε δυο λεπτά, και οι αστυφύλακες φέρνουν τον δεύτερο. Οι τρεις Έλληνες αστυνομικοί κάθονται στον καναπέ του γραφείου, παριστάνοντας τους άσχετους. Ο Γιάννης Ρέντζος μπαίνει ατάραχος, καθώς δεν έχει καταλάβει ακόμα την παγίδα. Πλησιάζει τον διευθυντή και του δηλώνει ότι ονομάζεται Αθανάσιος Ντίκος, ότι κατάγεται από την Αλβανία και ότι ήρθε στη Βουλγαρία να εμπορευτεί δημητριακά, πράγμα που θα κάνει με κάποιον Γ. Διαμαντίδη.

Ο Μεδνικάροφ, χωρίς να πει λέξη, διατάσσει να τον κρατήσουν και αυτόν και να εισάγουν τον τρίτο. Ο τρίτος είναι ο Θύμιος, ο οποίος μόλις μπαίνει υψώνει το ανάστημά του.

«Αυτός είναι», ψιθυρίζει ο Λαμπρινόπουλος στον Καλυβίτη, ενώ ο Κουτσουμάρης ετοιμάζεται για παν ενδεχόμενο.

Ο Θύμιος πλησιάζει το γραφείο και δηλώνει την ψεύτικη ταυτότητά του. Είναι πια η στιγμή. Ο Καλυβίτης κάνει το συμφωνημένο νεύμα στον Μεδνικάροφ και ο Βούλγαρος χτυπάει αμέσως ένα κουδούνι και παραγγέλνει το δέσιμο των τριών.

«Σταμάτα τα ψέματα», λέει αυστηρά ο Κουτσουμάρης με φλεγματικό ύφος.

«Εσύ είσαι ο Τσίτος;» συμπληρώνει ειρωνικά ο Καλυβίτης.

Ο Θύμιος σφίγγει τα χείλη του και ο Γιάννης κάνει ένα βήμα πίσω. Τα μάτια του πέφτουν στο ανοιχτό παράθυρο. Μπορεί από εκεί να φύγει, πηδώντας κάτω προς το κενό. Το ύψος όμως είναι μεγάλο και θα σπάσει τα πλευρά του. Κάνει ένα νευρικό βήμα πίσω και μια κίνηση να στραφεί προς το παράθυρο. Είναι φανερό πως ζητάει μια ευκαιρία να ξεφύγει. Η φόρα που παίρνει να στρέψει το σώμα του και να πεταχτεί προς το παράθυρο χτυπάει στη μέση. Ένα ξαφνικό σφίξιμο του καρπού του δεξιού του χεριού από την παγερή παλάμη του Κουτσουμάρη τον καθηλώνει ακίνητο στη θέση του. Ο Γιάννης τα έχει χαμένα. Στο πρόσωπό του έχει χυθεί θανάσιμη ωχρότητα και σχεδόν τρέμει. Για παν ενδεχόμενο, ο Καλυβίτης τον πιάνει σφιχτά από τον ώμο. Και σε λίγο, ενώ ο Μενδικάροφ γελάει ικανοποιημένος, ο υπαστυνόμος Λαμπρινόπουλος και ο αστυφύλαξ Βροχίδης τούς περνάνε χειροπέδες. Είναι μια διαδικασία που δεν διαρκεί παραπάνω από το γοργό πέρασμα ενός λεπτού της ώρας. Αυτοί οι φοβεροί λήσταρχοι της Ηπείρου, οι Καίσαρες του Μπιζανίου, των Ζαγοριών και της Αλβανίας, άοπλα αρνάκια τώρα, σαν πρωτόπειροι κλεφτοκοτάδες, έχουν αφεθεί να σιδηροδεθούν χωρίς καμία αντίσταση. 

 «Τελείωσαν τα ψέματα Ρέντζο», τους λέει ο Κουτσουμάρης, «εμπρός ομολογήστε!»

Ο Θύμιος σπάει πρώτος και παραδέχεται αμέσως την ταυτότητά του. Ομολογεί στις βουλγαρικές αρχές μια σειρά ληστειών και φόνων που διαπράξανε στην Ήπειρο μετά τα γεγονότα της Πέτρας, και για τις οποίες οι αρχές δεν γνωρίζανε τίποτα μέχρι τώρα. Ωστόσο, τη συμμετοχή τους στη ληστεία της Πέτρας εξακολουθεί να την αρνείται πεισματικά. Ο Γιάννης σπάει υπό το βάρος της ομολογίας του αδελφού του. Αρνείται και αυτός οποιαδήποτε συμμετοχή στη ληστεία της Πέτρας.  

Όσο για τον Ματσάγκα, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Και οι τρεις Έλληνες αστυνομικοί τον γνωρίζουνε ως συνεργάτη των Ρεντζαίων, ενώ από τις θεωρήσεις του διαβατηρίου προκύπτει ότι ταξίδευε μαζί τους όλον αυτό τον καιρό.        

Κεφάλαιο 26 (Οκτώβρης 1924)

Οι αρχές και πολλά επίλεκτα μέλη της κοινωνίας των Ιωαννίνων λαμβάνουν πολυτελέστατα προσκλητήρια δια των οποίων αναγγέλλονται οι γάμοι «του κυρίου Ιωάννη Ρέντζου μετά της δεσποινίδος Χαρίκλειας Κολοβού».

Οι γάμοι έγιναν στο νεοαγορασθέν μέγαρο του Κολοβού, με ηγεμονική επισημότητα. Ποτέ ξανά τα Ιωάννινα δεν είδαν τόσο εκλεκτή συγκέντρωση σε γαμήλια τελετή. Τα δώρα, τα οποία εστάλησαν στους νεόνυμφους και μεταξύ των οποίων υπήρχαν ογδόντα τούρτες και άλλες τόσες ανθοδέσμες, γέμισαν δύο κεντρικά δωμάτια του μεγάρου. Τα περισσότερα δώρα προέρχονται από αξιωματικούς και ανακριτικούς υπαλλήλους. Τιμητική θέση ανάμεσά τους κατείχε η πολυτελέστατη ανθοδέσμη ανώτατου στρατιωτικού.

Μετά την τελετή του γάμου, αποχωρούν οι περισσότεροι από τους καλεσμένους και παραμένουν μόνο οι συγγενείς, οι στενοί φίλοι και οι κατά καιρούς πράκτορες και συνεργάτες των Ρεντζαίων. Όλη τη νύχτα, οι γείτονες ακούνε τις φωνές και τα κλέφτικα τραγούδια των διασκεδαζόντων πρώην ληστών. Αρκετοί περίεργοι παρακολουθούν από την πλατεία έξω από το μέγαρο του Κολοβού την πρωτοφανή για τα Ιωάννινα κίνηση.

Δυο μερόνυχτα διαρκούν τα γλέντια για τον πανηγυρισμό του Γιάννη Ρέντζου. Εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές δαπανήθηκαν σε φαγητά, ποτά και αυτοκίνητα, με τα οποία οι φίλοι του αμνηστευμένου λήσταρχου περιφέρονταν επιδεικτικώς στους δρόμος των Ιωαννίνων.

Ο γάμος αυτός είναι η αφορμή να αντιληφθούν οι Ρεντζαίοι τη δύναμή τους. Τα δώρα και οι εκδηλώσεις συμπάθειας από μέρους των αρχών αποτελούν την καλύτερη ένδειξη της επίσημης προστασίας την οποία απολαμβάνουν.       

*

1925

Ο Γιάννης Ρέντζος παίρνει μέρος σε μια δημοπρασία, όπου διατίθεται για εκμετάλλευση ένα μεγάλο λιβάδι. Αυτό που γνωρίζει είναι πως η παρουσία του εκεί αρκεί, ώστε η διαδικασία να θεωρηθεί τυπική. Στο τέλος, αυτός θα είναι ο τελευταίος πλειοδότης. Με κατάπληξη όμως παρατηρεί πως κάποιος μικροκτηνοτρόφος παρακολουθεί τη διαδικασία χωρίς να εκδηλώνει καμία προθυμία να υποχωρήσει. Προσφέρει μεγαλύτερες τιμές και επιμένει με κάθε μέσο να εξασφαλίσει υπέρ αυτού την κατοχύρωση. Ούτε τα αυστηρά βλέμματα ούτε οι απειλές του Γιάννη Ρέντζου υπερίσχυσαν.

Ο Γιάννης τον καλεί έξω με την πρόφαση ότι θέλει να του μιλήσει ιδιαιτέρως. Ο κτηνοτρόφος δεν πρόλαβε να αμυνθεί, ενώ ο Γιάννης συνεχίζει ανενόχλητος το έργο του μέχρι που αφήνει αναίσθητο τον χωρικό. Επιστρέφει στη δημοπρασία και χτυπάει την τιμή που θέλει.

Ο κτηνοτρόφος σε κακή κατάσταση φτάνει σπίτι του. Μετά από μια νύχτα εκπνέει. Ο ιατρός εκδίδει το σχετικό πιστοποιητικό. Αιτία θανάτου: πνευμονία.    

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Αθέατοι κατόπιν με τα πασουμάκια τους στα χέρια τρέχουν προς το εσωτερικό της Αλβανίας | Το μακελειό αρχίζει.)

Διαβάστε επίσης:

Καμία δημοσίευση για προβολή