Ορισμένες εντυπώσεις του Παύλου Βερνέιγ IV

Οι άγραφοι νόμοι των κρατών της Βαλκανικής

Εκεί κοντά, μέσα σ’ ένα πανδοχείο μερικοί χωροφύλακες έπιναν ρακί και γλεντούσαν. Τέντωσα τ’ αυτιά μου για ν’ ακούσω τον αντίλαλο των χαρούμενων τραγουδιών των. Ένας απ’ αυτούς είχε μαζί του ένα αυλό φτιαγμένο από κέρατο που σκόρπιζε παθητικούς σκοπούς.

«Κάποτε ο λήσταρχος Τζατζάς», συνέχισε ο Αζίζ, «ερωτεύθηκε τρελά μια πεντάμορφη κοπέλα κι’ έζησε μαζί της αρκετό καιρό. Την έκλεψε μέσα από την στάνη του πατέρα της που δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση. Ο λήσταρχος δεν απασχολείτο πια με τίποτε. Ούτε με το χρήμα ούτε με τους χωροφύλακας. Η μόνη σκέψη ήταν η γυναίκα που αγαπούσε. Δεν ζούσε πια παρά γι’ αυτήν. Είχε μάλιστα αποφασίσει ν’ αφήσει το κλαρί. Η αστυνομία που παρακολουθούσε τας κινήσεις του προσπάθησε να τον καταλάβει εξ απροόπτου.

Οι χωροφύλακες πλησίαζαν κατά δεκάδας στη σπηλιά που ζούσε ευτυχισμένος. Αλλά κάθε φορά που ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, τα παλικάρια του τον ειδοποιούσαν κι’ έτσι ο λήσταρχος άρπαζε την ερωμένη του και χανότανε μέσα στις χαράδρες. Αυτό κράτησε αρκετό καιρό ώσπου τον έπιασαν με κατεργαριά. Ένας αστυνομικός έπεισε τη γυναίκα του Τζατζά να του πει ότι αν παραδίνονταν θα έπαιρνε αμνηστία.

Αυτός το πίστεψε κι’ ένα ωραίο πρωί παρουσιάστηκε μόνος του στη διοίκηση της χωροφυλακής της Λαρίσης.»

«Και τώρα πως ξαναβρέθηκε πάλι στο κλαρί;»

«Πως φαίνεσαι, φίλε μου, ότι δεν γνωρίζεις την Βαλκανική. Οι ληστές στους τόπους αυτούς πολύ σπάνια συλλαμβάνονται. Κι’ αν ποτέ συμβεί ένα τέτοιο πράγμα δραπετεύουν. Και τώρα άκουσε μιαν άλλη ιστορία που θα σου διηγηθώ.

Εδώ και λίγα χρόνια υπήρχαν δυο φοβεροί ληστές που τρομοκρατούσαν ολόκληρη την Ήπειρο. Ήταν Αλβανοί και λέγονταν Μίρο και Αμέντ Λεμτζέ. Τους είχε γεννήσει μια μητέρα κι’ είχαν πάρει τα βουνά γιατί κι’ αυτοί σκότωσαν την αδελφή τους.

Ολόκληροι λόχοι στρατού τους κυνηγούσαν, μα ήταν αδύνατο να τους συλλάβουν. Τα κεφάλια τους είχαν επικηρυχτεί για σεβαστό ποσόν, αλλά κανείς δεν τους πρόδιδε. Η τύχη όμως κάποτε γύρισε. Ο ένας μετά τον άλλον οι άνδρες των Λεμπτζέ σκοτώθηκαν, συνελήφθησαν ή λιποτάχτησαν. Στο τέλος δεν έμεινε παρά ένας μαζί τους. Οι χωροφύλακες τους είχαν περιζώσει ώστε τους ανάγκασαν να καταφύγουν στα Ελληνικά σύνορα.

“Φύγετε”, είπε ο Μίρο στους άλλους. “Αν μείνετε μαζί μου δε θα σωθεί κανείς”.

Χωρίστηκαν κλαίγοντας για πρώτη φορά στη ζωή τους. Ο Μίρο ανέμενε το τέλος. Μόλα ταύτα ήταν εκείνος που έζησε. Οι χωροφύλακες δεν τον βρήκαν.»

Το αυτοκίνητό μας είχε φθάσει κοντά σ’ ένα πέτρινο σπίτι που βρισκότανε μέσα στα δένδρα. «Εκεί», μου είπε ο Αζίζ «ο Αμέντ και ο σύντροφός του σταμάτησαν λίγες ώρες για ν’ αναπαυθούν. Αλλ’ η κούραση και η αποθάρρυνση έκαναν τον σύντροφο να χάσει και αυτό το αίσθημα της τιμής. Σκέφθηκε ότι ήταν χαμένοι και θυμήθηκε ότι μεγάλη αμοιβή είχε ορισθεί γι’ αυτόν που θα έφερε το κεφάλι ενός των αδελφών, και ότι θα του δίνονταν χάρη αν ήταν ληστής.

Ο Αμέντ σηκώθηκε μόλις έφεξε, έβγαλε στο κατώφλι της πόρτας και κοίταξε το βουνό και τον ήλιο. Ίσως να ήλπιζε ακόμη τη στιγμή εκείνη. Μια πιστολιά όμως τον έριξε νεκρό.

*

Στα Γιάννενα ήταν ημέρα αγοράς. Οι έμποροι αλληλοβρίζονταν, τα παιδιά κυλιόνταν στη σκόνη, η γυναίκες έφεραν στη ράχη τους μεγάλους μπόγους και οι άνδρες γελούσαν και έπιναν. Έπειτα μια εκπληκτική και τρομερά φήμη κυκλοφόρησε. Όλοι παραμέρισαν για ν’ αφήσουν να προχωρήσει ένας λασπωμένος καβαλάρης με τα χέρια γεμάτα αίματα.

Ο καβαλάρης όταν είδε τον αστυνόμο έριξε στα πόδια του το όπλο και το μαχαίρι του και ύστερα έσυρε από ένα ταγάρι το κεφάλι του Αμέντ Λεμτζέ.

Εκεί επάνω στις αετοράχες ο Μίρο δεν ήξερε τί είχε συμβεί. Έτρεχε σαν τρελός στις χαράδρες και τα κορφοβούνια για να βρει το πιστό του σύντροφο. Μα ο αδελφός του δεν φαινόταν πουθενά.

Οι χωρικοί, όταν έβλεπαν να εμφανίζεται σε καμιά κορυφή η σιλουέτα αυτή με τα κατάμαυρα πυκνά γένια που έφθαναν ως το στήθος, έτρεμαν από φόβο.»

Ο Αζίζ σιώπησε.

«Έπειτα;»

Χωρίς να απαντήσει ο Αζίζ σταμάτησε το αυτοκίνητο. Ήμασταν μπρος στην πόρτα ενός μοναστηριού, ενός τεκέ που ήταν χρωματισμένο κόκκινο.

Ακολούθησα τον Αζίζ. Κτύπησε το μάνδαλο. Ένας μοναχός ήλθε ν’ ανοίξει. Μας άφησαν να μπούμε μέσα. Σε μια στοά γεμάτη άνθη μας προσέφεραν κρασί και σταφίδες. Ο Αζίζ συνέχισε:

«Εδώ ο Μίρο, εξαντλημένος ήλθε ένα βράδυ να ζητήσει άσυλο. Οι μοναχοί τον έμπασαν μέσα και του έδωσαν να φάγει και να πιει.

Αλλ’ η όψη του μουσαφίρη τούς ανησύχησε. Στο πρόσωπο του απαίσιου αυτού αλήτη νόμισαν πως γνώρισαν τον περίφημο ληστή. Και τότε για να τον θέσουν σε σκληρή δοκιμασία, άρχισαν να αφηγούνται μπρός του τον τραγικό θάνατο του Αμέντ Λεμτζέ.

Ο Μίρο σκυμμένος επάνω στο τραπέζι με τα μάτια νεκρά και μισοκλεισμένα, έπινε καφέ. Επί πολύ ώρα αντιστάθηκε, κράτησε την θλίψι του μέσα στο στήθος του και κατόρθωσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του κάτω από τα βλέφαρα.

Αλλά οι μοναχοί τον παρατήρησαν προσεκτικά και στο τέλος ένας απ’ αυτούς σταμάτησε με μια χειρονομία εκείνον που μιλούσε. Δεν ήταν ανάγκη να προχωρήσει περισσότερο.

Μέσα στο χέρι του αλήτη το φλιτζάνι έτρεμε. Ήταν φυσικά ο αδελφός του Αμέντ.

Οι αστυνομικοί, ειδοποιηθέντες, ήλθαν και ανεζήτησαν στο μοναστήρι τον ηττημένο ληστή».

Την επόμενη Δευτέρα στο red n’ noir: Η σύλληψη του Μίρο Λεμτζέ

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει τις παλπ νουβέλες:

Καμία δημοσίευση για προβολή