Μόνο εγώ δεν έλαβα μέρος στη συζήτηση. Ο αστυνομικός παρατήρησε με κάποια έκπληξη ότι ενώ ήμουν δημοσιογράφος δεν φαινόμουν να ενδιαφέρομαι πολύ για τέτοια ζητήματα.
Όταν επέστρεψα στο ξενοδοχείο περίμενε κάποιος στο μικρό σαλονάκι. Ήταν ο Αζίζ. Τον κοίταξα με φόβο, ενώ το χέρι μου που του έτεινα έτρεμε. Τον έσυρα στον δρόμο. Βηματίσαμε ασκόπως στους λασπωμένους μαύρους δρομίσκους. Και οι δυο αποφύγαμε να μιλήσουμε απευθείας για το ζήτημα. Εγώ είπα απλώς:
«Και τώρα τι θα κάνεις;»
Ο Αζίζ σήκωσε το κεφάλι.
«Δεν με αναγνώρισε κανείς. Μερικοί φίλοι μου, μου προμήθευσαν ένα αυτοκίνητο. Θέλω να φύγω για το εσωτερικό. Θα μεταφέρω επιβάτες. Όταν η αστυνομία απελπιστεί και η ερεύνα φτάσει σε αδιέξοδο θα επιστρέψω. Σκέψου ότι μου ξέφυγε ένας και ότι ένας από τους δολοφόνους του πατέρα μου είναι ακόμα ζωντανός.»
Γρήγορα χωρίς να σκεφτώ πρότεινα:
«Θέλεις να έλθεις μαζί μου; Θα διατρέξω την Αλβανία, την Ήπειρο, την Μακεδονία και την Στερεά Ελλάδα. Έχω ανάγκη ενός αυτοκινήτου και ενός διερμηνέα. Εσύ ξέρεις κάπως τους ανθρώπους που θέλω να δω. Σε μισθώνω μαζί με το αυτοκίνητο σου.»
Ο Αζίζ δέχτηκε. Χωρίς να το ξέρω είχα εξασφαλίσει την επιτυχία του ρεπορτάζ μου. Χωρίς εκείνον δεν θα μπορούσα να κάνω αυτό που σχεδίαζα.
Αναχωρήσαμε την επόμενη. Ο Αζίζ έκοψε τα γένια του και ντύθηκε ευρωπαϊκά. Είχε μεταμορφωθεί σε έναν άψογο δημόσιο υπάλληλο που εργαζόταν για να κερδίσει το ψωμί του. Το αυτοκίνητο του ήταν ένα Φορντ, στέρεο και ψηλό, που μπορούσε να περάσει τις πιο δύσκολες κακοτοπιές. Και η Αλβανία είναι γεμάτη από άσχημους δρόμους.
Σταματήσαμε στην κεντρική πλατεία των Τιράνων για να χαιρετήσω τον διευθυντή της αστυνομίας. Καθόταν όπως την προηγούμενη μέρα στην ίδια καρέκλα και στο ίδιο τραπέζι και συζητούσε με τον διπλωμάτη. Είναι να απορεί κανείς αν αυτοί οι άνθρωποι έχουν τα καφενεία αντί τα γραφεία τους για να εργάζονται…
Ο Αζίζ γύρισε το κεφάλι του για να μην τον δουν την ώρα που ο αστυνομικός με έναν ειρωνικό -όπως μου φάνηκε- τρόπο μου ευχήθηκε καλό ταξίδι.
«Δεν θα συναντήσετε ληστές», μου είπε, «τους έχουμε όλους εξοντώσει.»
Καθώς το αυτοκίνητο άρχισε ξανά να τρέχει του φώναξα:
«Νέτσερ!»
Πέρασε μια μέρα και μια νύχτα ώσπου φτάσαμε στο Αργυρόκαστρο, στο μεσημβρινό άκρο της Αλβανίας. Φάγαμε κάτι εκεί και ξεκινήσαμε πάλι. Μετά από μια ώρα είχαμε μπει στην Ήπειρο, την θρυλική χώρα των ληστών
*
Το απόγευμα εκείνο αφήσαμε τον μεγάλο δρόμο των Ιωαννίνων και μπήκαμε σε ένα δρόμο που χάνονταν στο βουνό.
«Εδώ, καθώς μου είπαν στα Γιάννενα, αιχμαλωτίστηκαν εκατό άνθρωποι από την συμμορία του Τζάτζα», είπε ο Αζίζ.
«Ναι, θυμάμαι ότι είχε κρατηθεί ως όμηρος και ένας γερουσιαστής. Όλοι οι ανταποκριτές τηλεγράφησαν το γεγονός στο εξωτερικό. Αλλά ποιος είναι ο περίφημος Τζατζάς;»
Ο Αζίζ χαμογέλασε και χωρίς να με κοιτάξει μου είπε:
«Είναι ένα θηρίο που το τρέμει όλη η περιοχή. Πως έγινε ληστής; Μια ακόμα ιστορία εκδίκησης που τον έφερε έξω από τον νόμο. Έχει γίνει τόσο τρομερός ώστε οι χωροφύλακες αλλάζουν δρόμο και οι ταξιδιώτες που είναι υποχρεωμένοι να διασχίζουν την περιοχή ζητούν ένοπλη φρουρά να τους συνοδεύσει.
»Η ενεργητικότητα και η δύναμη του είναι μεγάλη. Άκουσα να λένε ότι μπορεί να διανύσει πεζή σε μια και μόνο μέρα τα εκατό χιλιόμετρα που χωρίζουν τα Γιάννενα από το Αργυρόκαστρο.
»Ο λήσταρχος αυτός έχει μια στρατιά ολόκληρη από οπαδούς. Όλοι οι πρόκριτοι τον υποστηρίζουν και τον υποθάλπουν. Ζει μέσα στις σπηλιές και τις χαράδρες πάνω στα κορφοβούνια και κανείς ποτέ δεν τολμά να τον θίξει.
»Είναι πολύ φιλεύσπλαχνος και σκορπάει άφθονα χρήματα. Όταν ποτέ κατέβει στα χωριά οι φτωχοί χωριάτες βγαίνουν στους δρόμους και φωνάζουν από χαρά. Οι γυναίκες αφήνουν τις δουλειές τους και οι άντρες τους αγρούς για να χορέψουν μέσα στους δρόμους. Κάποτε-κάποτε τα έπιπλα κανενός τοκογλύφου χρησιμεύουν ως πυροτέχνημα υποδοχής του λήσταρχου.
Την επόμενη Δευτέρα στο red n’ noir: Η ζωή των ληστών. Μερικές χαριτωμένες περιπέτειες
Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει την κατσαπάλπ νουβέλα:
-
Προϊόν σε προσφοράΗ ληστεία της ΠέτραςOriginal price was: €7,00.€4,90Η τρέχουσα τιμή είναι: €4,90.