Πλατεία Ανταρκτικής V

Πλατεία Ομονοίας. 09:01 μ.μ.

Κάνουμε μία σύντομη στάση σε ένα περίπτερο απέναντι από το εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο Μπάγκειον στην Ομόνοια για να πάρει ο Ρένος μία μινιατούρα Τζακ και εγώ να πάρω τηλέφωνο τον Άκη ώστε να μην τηλεφωνώ οδηγώντας.

«Που στο διάολο ήσαστε ρε Λάμπρο; Πήγε εννιά ρε μαλάκες να πούμε. Που στο πούτσο κωλοβαράτε τόση ώρα ρε;»

«Σταματήσαμε στην Ομόνοια ρε Άκη. Είχαμε ένα θεματάκι. Πάμε να το φιξάρουμε εδώ γύρω. Σε μια ώρα θα ‘μαστε στο σπίτι σου.»

«Ποιά Ομόνοια ρε μαλάκες; Τι θεματάκι και μαλακίες ρε; Καυλαντίζετε με τίποτα ξέκωλα. Στο μαγαζί να έρθετε. Που θα κάτσω εγώ όλη νύχτα να περιμένω εσάς τους μαλάκες στο σπίτι. Άιντε σβέλτα να πούμε.»

Μέσα στο Σουμπαρού το «eXeCute» των Deus Ex Machina και αμέσως μετά το «Άνωση» από τους Χωρίς Περιδέραιο έχουν φτιάξει μία ωραία για μένα ατμόσφαιρα αλλά ανυπόφορη για το συνοδηγό μου που αγαπάει τα νεο-σκυλάδικα. Στη διαδρομή κάνουμε μία στάση σε ένα εγκαταλελειμμένο -εδώ και σίγουρα 50 χρόνια- ισόγειο νεοκλασικό σπίτι. Είναι σε ένα πάρα πολύ στενό δρομάκι λίγο πιο φαρδύ από καλντερίμι που χωράει όμως να περάσει αμάξι. Στα ξύλινα παντζούρια του έχει καρφωμένες σανίδες και μαδέρια και οι τοίχοι του έχουν γίνει καμβάς για ταγκιές και αντιφασιστικά συνθήματα. Παίρνω μαζί μου σε μία σακούλα του σουπερμάρκετ όλα τα όπλα αφού πρώτα αδειάσω κλείστρα και γεμιστήρες από σφαίρες, εκτός φυσικά του Baby-Browning και του προσωπικού Makarov του Ρένου που το έχει αφήσει πάνω στο ταμπλό του αυτοκινήτου αφού και τα δύο παραμένουν καθαρά.

Ανοίγω με κλειδί το ένα από φύλλα της σκαλιστής δίφυλλης πόρτας. Μέσα βρωμάει γατίλα, παλιό ξύλο και κλεισούρα ενώ κάνει περισσότερο κρύο απ’ ότι έξω. Ξέρω το χώρο και διασχίζω στα τυφλά ένα φαρδύ διάδρομο στρωμένο με φλοράλ τσιμεντοπλακάκια. Μπαίνω σε ένα κουζινάκι, ανοίγω τη σαρακοφαγωμένη πόρτα που βγάζει σε μία εσωτερική αυλή με ένα νεκρό φοίνικα και μερικούς αΐλανθους. Εκεί υπάρχει ένα πηγάδι τουλάχιστον δεκαπέντε μέτρα βαθύ. Σηκώνω μία λαμαρίνα και αδειάζω το περιεχόμενο της σακούλας στο στενό στόμα του πέτρινου πηγαδιού. Φεύγω λίγα δευτερόλεπτα μετά αφού ακούσω τον ήχο που θα με βεβαιώσει ότι τα όπλα κατέληξαν στον υγρό τάφο τους. Την επόμενη φορά να μην ξεχάσω να ρίξω μέσα από εκείνο το κοκτέιλ με νιτρικό και υδροχλωρικό οξύ.

Στέλνω μήνυμα σε μία φίλη παθολόγο την Αλίκη, συνομήλικη μου. Κόρη ξεπεσμένων αστών της Κυψέλης. Έχει πλέον σπίτι και ιατρείο σε ένα ρετιρέ στη Φωκίωνος Νέγρη.  Μου απαντάει σχεδόν αμέσως. Ξέρει μέσες-άκρες τι ρόλο βαράω.  Μία φορά μου αφαίρεσε μια σφαίρα από το μπράτσο. Θα δέσει ανθρώπινα το αυτί του Ρένου και γενικά θα κάνει ότι μπορεί όσο πιο γρήγορα μπορεί και το σημαντικότερο χωρίς να κάνει καθόλου ερωτήσεις.

Η Αλίκη μας καλωσόρισε και χάρηκε που με είδε. Μας ενημέρωσε ότι πρέπει να αφήσουμε τα παπούτσια μας έξω από την πόρτα του διαμερίσματος και με παρότρυνε να σερβιριστώ από το μίνι μπαρ στο σαλόνι της όσο θα έφτιαχνε τον συνεργάτη μου. Ο Ρένος ευτυχώς όλη αυτήν την ώρα είχε βγάλει το σκασμό. Πήρα ένα χαμηλό ποτήρι και το γέμισα μέχρι τη μέση με ένα παλαιωμένο καπνιστό ουίσκι από μία πήλινη καράφα που πλημμύρισε τα ρουθούνια μου με υπέροχες αναθυμιάσεις τύρφης, ξερών φρούτων και ξύλων μουσκεμένων από τη θαλασσινή αρμύρα. Με έκανε να μισήσω το γουάϊτ χορς που πίνω συνήθως, πήρα από ένα γυάλινο βάζο μία χούφτα φυστίκια Αιγίνης και βυθίστηκα στην δροσερή αγκαλιά του μαύρου δερμάτινου καναπέ της Αλίκης. Μετά από μισή περίπου ώρα και αφότου έχω φάει όλα σχεδόν τα φυστίκια Αιγίνης και ο πελώριος μαύρος γάτος της έκανε πως κοιμάται στα πόδια μου, η Αλίκη μαζί με το Ρένο με το κομψά πλέον δεμένο αυτί του ήρθαν στο σαλόνι όπου μας ενημέρωσε ότι θα πρέπει να πάρει την τάδε αντιβίωση. Την ευχαρίστησα. Με αγκάλιασε. Αποχαιρετιστήκαμε και φύγαμε γρήγορα προς το μαγαζί που συναντάμε τον Άκη.

*

Το μαγαζί στο οποίο είναι ο Άκης είναι στον Άγιο Παύλο πίσω από την Πλατεία Βάθης. Φαινομενικά είναι ένα αδιάφορο συνοικιακό καφενείο στο ισόγειο μίας συνηθισμένης πολυκατοικίας της δεκαετίας του εξήντα. Είναι ένα καφέ-βιτρίνα για αυτό που κρύβεται στο πίσω μέρος:

Μία παράνομη χαρτοπαιχτική λέσχη για λίγους σε δύο επίπεδα μάλιστα, ισόγειο και υπόγειο. Στο υπόγειο υπάρχει επίσης ένα από τα δύο γραφεία του στην Αθήνα. Το σουρεαλιστικό της υπόθεσης είναι ότι δεν είναι δική του η χαρτοπαιχτική λέσχη ή το καφενείο, ούτε καν είναι το κουμάντο εκεί, απλά νοικιάζει το γραφείο στο υπόγειο από έναν Βούλγαρο που είναι ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης και του πουλάει προστασία. Στο γραφείο αυτό Άκης Πατζαρόπουλος δέχεται τους εκτελεστές για την καταβολή των αμοιβών τους από τα εκτελεσμένα συμβόλαια θανάτου. Και επειδή είναι και τοκογλύφος, στο ίδιο γραφείο δέχεται και αυτούς που έρχονται για του ακουμπήσουν τα χρωστούμενα και τους τόκους από τα δάνεια που τους δίνει. Έχει πάει 22:20. Μπαίνουμε στο ζεστό σχετικά καφενείο όπου μια ντουζίνα παππούδια που ζεσταίνονται από με καλοριφέρ λαδιού και πίνουν τσίπουρο παρακολουθούν μια τηλεόραση που κρέμεται από μία βάση στο τοίχο. Τρεις από αυτούς μας περιεργάζονται αδιάκριτα και ένας τέταρτος παππούς μου ζητάει τσιγάρο, μου φερμάρει δύο Σαντέ, ένα στόμα και ένα στο αυτί και μου χαμογελάει.

Ανοίγουμε τη πόρτα  που οδηγεί στη λέσχη όπου έχει μέσα κάθε αρχιδιάς αρχίδι. Πάνω από τη πόρτα υπάρχει μία κάμερα σε μορφή σποτ. Μέσα ένα μάτσο βρωμόσκυλα κουμαρτζίδες που καπνίζουν αρειμανίως τσιγάρα και πούρα ενώ παράλληλα τζογάρουν σκληρά σε τραπέζια καλυμμένα από φθαρμένη πράσινη τσόχα περιτριγυρισμένα από γκρίζους τοίχους. Παρατηρώ διακριτικά ένα τύπο φαινομενικά αριστοκράτη ο οποίος μοιάζει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση στο Δούκα από το «The Κόπανοι». Μία γιαγιά που καπνίζει στριφτά τσιγάρα σε πιπάκι και έχει μαζέψει αρκετό μαρούλι μπροστά της. Στο χώρο υπάρχουν δύο σβάρτσοι* με σλάβικες μούρες. Ο πρώτος είναι Ουκρανός γνωστό μούτρο, πρώην συνάδελφος από το εργοστάσιο επεξεργασίας κρεάτων, γερός μπέκρας, βρωμοκοπάει φτηνή βότκα. Στην Ουκρανία ήτανε μηχανοδηγός στα τραίνα. Τον άλλον δεν τον ξέρω. Διακρίνω το 38άρι περίστροφο Colt Cobra του πρώτου. Μου κλείνει το μάτι και αφήνει ένα αμυδρό χαμόγελο που κάνει την τερατώδη ουλή στη μάπα του να συσπάται ελαφρώς. Πλησιάζουμε στο βάθος και δεξιά τη μικρή μπάρα από βαμμένο OSB, έχει τέσσερα άδεια ξύλινα σκαμπό. Πίσω από τη μπάρα στέκεται μία μελαχρινή μαυρομάλλα κάπου είκοσι χρονών που περιμένει πως και πως να σχολάσει. Καθόμαστε στα σκαμπό του μπαρ, της λέμε ποιοι ήμαστε και να ειδοποιήσει τον Άκη για την άφιξη μας.

«Τι θα πιείτε;», ρωτά ανέκφραστα και ταυτόχρονα γράφει ένα μήνυμα στο σμάρτφοουν της.

«Ένα τζακ με κόλα», αποκρίνεται ο Ρένος.

«Εσύ ο σοβαρός;»

«Εγώ είμαι εντάξει, οδηγώ», της απαντώ και το στομάχι μου είναι ήδη σκατά αφού έχω πιει ήδη αρκετά για απόψε χωρίς να έχω φάει κανονικό φαΐ εδώ και ώρες.

Μας φέρνει δύο ποτήρια νερό, το ποτό και ένα μπολάκι με δρακουλίνια. Τσιμπάω ένα δρακουλίνι και πάω για κατούρημα. Στη τουαλέτα τσεκάρω τη κάνη και το κλείστρο του Baby-Browning και αναπληρώνω τη σφαίρα που έριξα στο μάτι του ράπερ με μία από τις δύο τρεις που είχα σκόρπιες στις μπροστινές τσέπες του πέτσινου. Γυρνώντας στο σκαμπό μου η νεαρή γυναίκα στο μπαρ μας λέει να κατεβούμε στην υπόγα και να χτυπήσουμε την άσπρη πόρτα στο βάθος. Κατεβαίνουμε από τη στριφογυριστή σιδερένια σκάλα και αντικρίζουμε ένα χώρο γεμάτο και ολόιδιο σχεδόν με αυτόν του ισογείου αλλά κάπως πιο κρύο και πιο σκοτεινό. Υπάρχει ένας μπράβος, ελληνόφατσα με ξυρισμένο κεφάλι και κοντά γένια, φοράει ένα άσπρο κοστούμι, τον ξέρω, πρώην μποξέρ και τρελό κοκάκι, πριν χαζέψει τελείως από τα χτυπήματα στο κεφάλι ήτανε και ζιγκολό στα Β.Π. Ο Άκης τον έχει εδώ γιατί όπως λέει τον λυπάται και ο τελειωμένος μποξέρ του είναι ευγνώμων.

«Καλώς τα αρχίδια μου τα δυό! Πως έγινες έτσι ρε μαλάκα Ρένο; Σου δάγκωσε το αυτί κανένας σκύλος; Χαχαχα! Όλα κομπλέ με τη παστουρμαδόπιτα, όλα ωραία», λέει ο Άκης με τα φρεσκοβαμμένα κορακί μαλλιά του και τα μικροσκοπικά του μάτια να γυαλίζουν στο φως της λάμπας.

Ανοίγει μία Μοέτ για να το γιορτάσει. Μας κάνει νεύμα να καθίσουμε. Δίπλα του στέκεται ο Αστρίτ, ο πρώην λίτης της πάλαι ποτέ αλβανικής Sigurimi που περιμένει ευλαβικά τη σειρά του για να μας χαιρετίσει και να μας συγχαρεί. Έχει τα μάτια και τα αυτιά του ορθάνοιχτα, φοράει μια μαύρη καπαρντίνα και στον ώμο του έχει κρεμασμένο ένα Škorpion με 20άρι γεμιστήρα. Τους εξιστορώ τι συνέβη από την ώρα που μπήκαμε στο μπαρ του Σούλη μέχρι τη στιγμή που φύγαμε από το βεντζινάδικο στη Πειραιώς χωρίς όμως πολλές λεπτομέρειες.  Ο Άκης φουμάρει ένα κουβανέζικο φυσέκι αλά Σούλης και με παρακολουθεί σιωπηλός χωρίς ποτέ όμως να κοιτάει στα μάτια, όπως κάνει δηλαδή πάντοτε με τους συνομιλητές του. Έχει παραμερίσει τη σαμπάνια και πίνει ένα διάφανο ποτό σε στενό ποτήρι. Φοράει ένα μπορντό πουκάμισο κάτω από ένα μαύρο πουλόβερ. Πάνω στο γραφείο του έχει μια Beretta σε θήκη. Βγάζει απότομα από το συρτάρι του γραφείου του δύο καφέ φακέλους που περιέχουν τις αμοιβές μας για την εκτέλεση του Σούλη, τους αφήνει μπροστά μας και μας λέει ότι το φοβότανε αυτό από τους Σαντικτζίδες με τους οποίους είναι παλιοί γνώριμοι. Αν και το αντικείμενο ενασχόλησης των δύο Μικρασιατών αδελφών διαφέρει κάπως, θέλουν και αυτοί μερίδιο από τη πίτα γιατί έχουν επεκτείνει τις δραστηριότητες τους στο χώρο του Άκη.

Την ώρα εκείνη η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα φορώντας ένα μακρύ σκούρο παλτό μια κοκκινομάλλα Ρωσίδα κονσοματρίστ από το Ελεκτροούγκλι της Μόσχας.

*Σβάρτσος: Χαρακτηρισμός για την σωματοδομή κάποιου που προέρχεται από τον Άρνολντ Άλοις Σβαρτσενέγκερ διάσημο μπόντι-μπίλντερ, ηθοποιό και πρώην  κυβερνήτη της Καλιφόρνια των Η.Π.Α.

Ακολουθεί την επόμενη Τρίτη στο red n’ noir

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή