Περιγραφή
Το λυχνάρι του Αλαντίν
“Τότε ο σκύλος ξυπνούσε, τεντωνόταν, κύρτωνε τη ράχη, κουλούριαζε τη λεπτή και μακριά ουρά του, κι έμπαινε στην καλύβα με κραυγές και γρυλίσματα ασυνήθιστης αγριότητας. Έναν έναν ξυπνούσε τους γιους και τους γαμπρούς που κοιμόνταν αφού είχαν πιει άθλιο κρασί, τους ταρακουνούσε από τα πόδια, έσκιζε παντελόνια, κάπου κάπου διέκοπτε καμιά πράξη που θα κατέληγε να δώσει στον γέρο κι άλλα εγγόνια, κι έτσι, μέσα σε βρισιές, έβγαιναν έξω για να φέρουν τα τσιμπλιασμένα μάτια τους μπροστά στη γκρίζα φωτεινότητα της στέπας.
“Κωλόσκυλο!” τολμούσε να πει μέσα απ’ τα δόντια του κάποιος συγγενής.”
Η Αλεξάνδρεια του Καβάφη, το καρναβάλι του Ρίο, το κρύο και βροχερό Αμβούργο, η Παταγονία, το Σαντιάγο της Χιλής τη δεκαετία του ’60, συνθέτουν τη γεωγραφία τού Λυχναριού. Μέσα σ’ αυτά τα δώδεκα διηγήματα -που το καθένα μοιάζει ένα μικρό μυθιστόρημα- ο Σεπούλβεδα δίνει πνοή σε αξέχαστους ήρωες της πρώτης νιότης, ήρωες μοναδικούς ή καθημερινούς που ζουν ή πέθαναν, θυμούνται ή αφηγούνται…
Ιστορίες ερωτικές που χάνονται μέσα στο χρόνο, πολλά υποσχόμενα ραντεβού που μένουν απραγματοποίητα, παμπάλαια ξενοδοχεία χαμένα στις εσχατιές του πλανήτη που προσελκύουν τους πιο παράξενους ταξιδιώτες, άνδρες που κουβαλούν στην πλάτη συναρπαστικές ζωές, παλιούς και ανομολόγητους έρωτες, ή κρύβουν μυστικές σχέσεις με ήμερα και άγρια ζώα… καθώς και μία συνάντηση με τους ήρωες του διάσημου μυθιστορήματος “Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης”.
Το λυχνάρι του Αλαντίν
Ο Λουίς Σεπούλβεδα (4 Οκτωβρίου 1949 – 16 Απριλίου 2020) γεννήθηκε στο Ovalle, στο βορρά της Χιλής. Στα 15 του χρόνια έγινε μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας. Σπούδασε σκηνοθεσία θεάτρου στο Σαντιάγο. Το 1969 πήρε πενταετή υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Μόσχας, αλλά πέντε μήνες αργότερα εκδιώχθηκε από τη Σοβιετική Ένωση λόγω “κακής διαγωγής”: είχε πιάσει φιλίες με αντιφρονούντες. Ένθερμος υποστηρικτής του Σαλβατόρ Αλιέντε, μπήκε στην προσωπική του φρουρά το 1973. Μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ φυλακίστηκε, βασανίστηκε, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε ποινή είκοσι οκτώ ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού του αποφυλακίστηκε με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας και εξορίστηκε από τη Χιλή. Κατέφυγε στο Εκουαδόρ, όπου οργάνωσε θεατρικό θίασο. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα και δημιούργησε θεατρικές ομάδες στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία. Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους ινδιάνους Σουάρ, στο πλαίσιο αποστολής της Unesco, και αποκόμισε εμπειρίες που άλλαξαν την αντίληψή του για τον κόσμο και του πρόσφεραν, αργότερα, το υλικό για το πρώτο του μυθιστόρημα: “Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης” (1989). Το 1979 κατατάχθηκε στη Διεθνή Ταξιαρχία “Σιμόν Μπολιβάρ” και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας, στην οποία, μετά την επικράτηση της επανάστασης, εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Την επόμενη χρονιά (1980) εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και έγινε ακτιβιστής της Greenpeace. Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο και του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία. Τα πιο γνωστά βιβλία του είναι: “Ο κόσμος του τέλους του κόσμου” (1989), “Όνομα ταυρομάχου” (1994), “Patagonia express” (1995), “Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει” (1996), “Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer” (1996), “Hot Line, Γιακαρέ” (1997), “Η τρέλα του Πινοσέτ” (2002), “Τα χειρότερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ” (2004), “Η δύναμη των ονείρων” (2006).
Τον Φεβρουάριο του 2020 αρρώστησε, νοσηλεύτηκε και έχασε τη μάχη για τη ζωή στην πανδημία του Covid-19 στην Ισπανία, όπου και ζούσε.