Περιγραφή
The Smiths: Meat is murder
«Αφήνοντας τις τυπικότητες, πέταξε κάτι προς το μέρος μου, μου έκλεισε το μάτι και είπε: “Δική σου, εγώ πάω ν’ αυτοκτονήσω”. Σανίδωσε το γκάζι, αφήνοντας στην άσφαλτο ένα εντυπωσιακά παχύ στρώμα ελαστικού για τόσο ελεεινό αυτοκίνητο. Δίπλα στο σκονισμένο, βρόμικο πεζοδρόμιο, είδα γραμμένο με κόκκινο μαρκαδόρο πάνω σε χαρτοταινία κολλημένη σε μια διάφανη κασέτα: “Smiths: Meat”».
Σ’ ένα καθολικό λύκειο λίγο πιο έξω από τη Βοστόνη, το 1985 είναι μια χρονιά αυτοκτονιών, άγουρου φλερτ, αρχάριου καπνίσματος, κρίσεων άσθματος – και γνωριμίας με έναν από τους καθοριστικούς ροκ δίσκους της δεκαετίας.
Σ’ αυτό το «διαφορετικό» βιβλίο της σειράς 33 1/3, ο Joe Pernice, μετέπειτα γνωστός μουσικός και ο ίδιος, ερμηνεύει αυστηρά βιωματικά και αφηγείται με προσωπικούς όρους την ταραγμένη όσο και διασκεδαστική ιστορία του Meat is Murder των Smiths.
The Smiths: Meat is murder
Ο Joe Pernice είναι μουσικός και συγγραφέας, frontman των συγκροτημάτων Scud Mountain Boys, Chappaquiddick Skyline, The New Medicants και των Pernice Brothers.
Οι Smiths ήτανε το πρώτο συγκρότημα που τάραξε τα νερά στην αγγλική κοινωνία (δηλαδή και έξω από τη μουσική) μετά τους Sex Pistols, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι μετά τους Beatles και τους Stones, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι γενικώς. Και επειδή ό,τι συμβαίνει σ’ εκείνη την κοινωνία μας αφορά και μας επηρεάζει (δεν ξέρω αν είναι κατάλοιπο του αυτοκρατορικού παρελθόντος ή ικανότητα των Αγγλοσαξόνων να κάνουν οτιδήποτε συμβαίνει στην κοινωνία τους να αφορά όλο τον κόσμο, όλοι υποστηρίζουν και μια αγγλική ομάδα) έκαναν αίσθηση και στο κομμάτι της ελληνικής νεολαίας (τι απαίσια λέξη…) που ήταν σε επαφή με ό,τι συνέβαινε στον κόσμο στα μέσα των ’80s.
Το ’84 ήμουν στο peak της εφηβείας, πύρκαυλος, είχα περάσει τις αναπόφευκτες παιδικές ασθένειες του κολλημένου με τη μουσική (metal, chart tops, ροκάς ή καρεκλάς κ.λπ.) και ήμουν έτοιμος να δω το φως. Και το είδα. Οι Smiths ήταν μια αποκάλυψη για ’μένα, σε πολλά επίπεδα.
Μουσικά ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή στη ζωή του ο περίεργος και λίγο έξω από το ρεύμα δεκαπεντάρης στην επαρχία, την παλαιολιθική επαρχία των ελληνικών ’80s, προ internet και MTV, χωρίς ξένα περιοδικά και ραδιόφωνο της προκοπής (νά ‘ναι καλά ο Μαλαθρώνας που μας άνοιξε τα μάτια): Καταληπτή αλλά και έξυπνη pop, με αναφορές στο ροκ που έτσι κι αλλιώς είχε γραφτεί στο DNA μου και δεν μπορώ να κάνω τίποτε γι’ αυτό, φρέσκος ήχος, καλόγουστη και πρωτότυπη. Και εναλλακτική, έστω και αν δεν χρησιμοποιούσαμε τότε τη λέξη (προτιμούσαμε το «ανεξάρτητη»).
(Δ. Κάζης)