Περιγραφή
Το φθινόπωρο της μεγάλης ελπίδας του 1944, ο Βρασίδας με τον αδελφό του τον Λεωνίδα είχαν ένα καμίνι όπου “έψηναν” κεραμίδια, τούβλα κι ό,τι χρειαζόταν για την ανοικοδόμηση μετά τα χρόνια της Κατοχής. Και τα κεραμίδια του Βρασίδα έφεραν όλο περηφάνια τη στάμπα που είχε χαραχθεί στο καλούπι τους: ΚΚΕ.
Το φθινόπωρο της μεγάλης ελπίδας κύλησε και ήρθε ο Δεκέμβρης που μάτωσε τις γειτονιές της Αθήνας. Κι ύστερα η Βάρκιζα. Κι ύστερα η ώρα που τα τέρατα βγήκαν από τα λαγούμια που είχαν λουφάξει, περιμένοντας να τους καλέσουν οι καινούριοι αφεντάδες τους. Ένα βράδυ οι χίτικες συμμορίες από την Αγόριανη έσπασαν την πόρτα του σπιτιού του Βρασίδα. Η ελπίδα έπρεπε να πληρωθεί ακριβά.
“Ώστε έτσι Βρασίδα; ΚΚΕ στα κεραμίδια;”
Έχω ακούσει τόσες φορές τη διήγηση της απάντησης του Βρασίδα που είναι σαν να τον έχω μπροστά στα μάτια μου: “Ε, ναι. Καλά Κεραμίδια Έχουμε”.