Περιγραφή
Ραντεβού με τη Λαίδη
“Ήρθα στο Σαποτάλ για να πεθάνω. επιτέλους. Με το που πάτησα το πόδι μου στο χωριό, ξεφορτώθηκα όλα όσα είχα στις τσέπες μου: τα κλειδιά του σπιτιού που εγκατέλειψα στην πόλη, το πλαστικό χρήμα και ό,τι έφερε το όνομά μου ή τη φωτογραφία του προσώπου μου. Όλα κι όλα έχω τρεις χιλιάδες πέσος, διακόσια γραμμάρια όπιο κι ένα τέταρτο της ουγγιάς ηρωίνη, κι αυτά πρέπει να μου είναι αρκετά για να πεθάνω”.
Ο πρωταγωνιστής ετούτης της ιστορίας αναζητά το αμετάκλητο ραντεβού με τη Λαίδη που έχει τη μορφή άσπρης σκόνης, και κάπως έτσι ξεκινά ένα ταξίδι στην άκρη της νύχτας, στη διάρκεια του οποίου θα συναντηθεί με ανησυχαστικά πρόσωπα, με φαντάσματα νεκρών φίλων, με αναμνήσεις της μεγάλης πόλης που άφησε πίσω του αλλά και με το ίδιο το παρελθόν του. Ο νεαρός Ματέο Γκαρσία Ελισόντο, με ύφος μαυλιστικό που συνεπαίρνει τον αναγνώστη, αφηγείται ένα ταξίδι στην καρδιά του σκότους, την απόκοσμη κατάβαση στην κόλαση ενός εθισμένου που διεισδύει σε ένα μονοπάτι έχοντας έναν και μοναδικό σκοπό, τον οποίο πλησιάζει όλο και περισσότερο. Το λογοτεχνικό ντεμπούτο ενός φέρελπι συγγραφέα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Με λόγο που ρέει αβίαστα, διατηρώντας τον παλμό και τη ζωντάνια του από την αρχή ως το τέλος της ανάγνωσης, με ποιητική διάθεση και με ελαφρά ειρωνικό τόνο, ο συγγραφέας περιγράφει με γλαφυρότητα το πώς νιώθει και πώς συμπεριφέρεται ένας χρήστης, τόσο που θα έλεγε κανείς ότι ίσως να βρέθηκε κάποια στιγμή και ο ίδιος σε αυτή την κατάσταση» (Χριστίνα Μουκούλη, bookpress.gr, 15/10/2022)