Περιγραφή
Οι λεηλάτες του μεσημεριού
– Τι έκανες, μάνα; Γιατί έκοψες τη μηλιά του Σταύρου;
Κρατούσε ακόμα το τσεκούρι στα χέρια της και είπε αγριεμένη.
– Δεν πρέπει να φυτεύουν δέντρα αυτοί που πάνε στον πόλεμο, αυτοί που κρατάνε όπλα στα χέρια τους. Τα δέντρα θέλουν αγάπη, περιμένουν την επιστροφή αυτωνών που τα φύτεψαν και ο Σταύρος τα ξέχασε όλα. Όλα, και τη μάνα του και τη μηλιά του.
Θύμωσα. Θύμωσα μ’ αυτή τη γυναίκα που όλα τα ήθελε με τη δική της τάξη. Θύμωσα γιατί εκείνη την ώρα πίστεψα πως κι αυτή μας είχε ξεχάσει εμένα και τον πατέρα.
– Δεν είσαι μόνο εσύ που πονάς για τον Σταύρο, είμαι κι εγώ, είναι και ο πατέρας, κι εσύ μας ξέχασες.
Κι έγειρα πάνω στο πεσμένο δέντρο κι έκλαψα ώρα πολλή…”
Ένα μυθιστόρημα-εξομολόγηση, που συγκλονίζει με την πλοκή και την αφηγηματική του δύναμη.
Η μετανάστευση, η Ελλάδα από τη δεκαετία του ’60 και μετά, οι σπασμένοι οικογενειακοί δεσμοί, τα προσωπικά μονοπάτια που ακολουθούν οι πρωταγωνιστές, ο θάνατος, οι ενοχές και η εξιλέωση είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο η Αθηνά Τσάκαλου, ξορκίζοντας τους προσωπικούς της δαίμονες, χτίζει ένα συναρπαστικό όσο και συγκινητικό μυθιστόρημα.
Διαβάζουμε στο Περιοδικό για το βιβλίο:
Η ελληνική οικογένεια και πώς αυτή καλείται να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Αυτονομία, ανεξαρτησία, κόψιμο του ομφάλιου λώρου, είναι οι βαθύτερες επιθυμίες των νέων. Οι γονείς κατανοούν, αποδέχονται, αλλά δεν θέλουν να αφήσουν την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα να χαθούν. Ένας κόσμος δημιουργεί έναν άλλο που όμως δεν πρέπει να είναι μαζί. Τα αστικά κέντρα περιμένουν τους νέους να παλέψουν για ένα καλύτερο αύριο, να συγκρουστούν εκεί που λαμβάνονται οι αποφάσεις για τη ζωή τους. Η Τσάκαλου συνδυάζει τη λαϊκή παράδοση, τις εικόνες της υπαίθρου και τα έντονα προσωπικά βιώματα -μοναξιά, εγκατάλειψη, θάνατος- με την προσπάθεια για γνώση και εξιλέωση. Ο λόγος της Τσάκαλου είναι γεμάτος από την αλήθεια των συναισθημάτων της και την αμεσότητα της ευαισθησίας της.