Περιγραφή
Ότι αρχίζει ωραίο τελειώνει με φόνο
Τα λαϊκά νουάρ διηγήματα του Κώστα Θ. Καλφόπουλου μοιάζουν να βγαίνουν από τις κιτρινισμένες και ιλουστρασιόν σελίδες των οικογενειακών περιοδικών μιας άλλης εποχής ή από ταινίες του παλιού, ασπρόμαυρου ελληνικού κινηματογράφου. Ανάμεσα στις γραμμές τους, σαν ολογράμματα, προβάλλουν ο αστυνόμος Μπέκας και ο επιθεωρητής Μαιγκρέ την «αποφράδα μέρα» της 21ης Απριλίου 1967, ο Γιάννης Διακογιάννης φευγαλέα, τα ΒΙΠΕΡ, που κατέκλυζαν τα περίπτερα τη δεκαετία του ’70, μια κίτρινη εσάρπα τον φοβερό μήνα Αύγουστο του 1968, το Αμβούργο, γκρίζο και βροχερό όπως στον Αμερικανό φίλο του Βέντερς, τα λαϊκά κορίτσια των 70s, ένα φονικό παράξενο καλοκαίρι στην Κρήτη, μαζί και μια διαφορετική ληστεία στην Αθήνα τη μέρα του μεγάλου τελικού Άγιαξ-Παναθηναϊκού το 1971. Γραμμένα σε μια περίοδο έξαρσης του αναγεννημένου «είδους», τα διηγήματα του βιβλίου συνομιλούν με την παράδοση του αμερικανικού, κυρίως, νουάρ, εκεί όπου συνυφαίνονται οι μοίρες των ηρώων με τον έρωτα, την πόλη και τον θάνατο. Παράλληλα, συνδέουν το λαϊκό μοτίβο με το ποπ στοιχείο, όπως αυτά αναδεικνύονται σταδιακά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στη νεοελληνική εκδοχή της καταναλωτικής κοινωνίας.
Ένα ταξίδι σε μια Ελλάδα φωτεινή και σκοτεινή συνάμα, λαϊκή αλλά και νουάρ.
Ότι αρχίζει ωραίο τελειώνει με φόνο
O Κώστας Θ. Καλφόπουλος (1956 – 2023) γεννήθηκε στην Αθήνα. Ήταν απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής Αθηνών – Dörpfeld Gymnasium. Σπούδασε Κοινωνιολογία (ΜΑ), Πολιτική και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου (Universität Hamburg). Από το 1996 απασχολήθηκε ως δημοσιογράφος στον ημερήσιο, εβδομαδιαίο και μηνιαίο Τύπο και ως επιμελητής (editor) στον χώρο των εκδόσεων. Διετέλεσε τακτικός συνεργάτης της Καθημερινής (ημερήσια και κυριακάτικη έκδοση) και από το 2018 αρθρογραφούσε στο The Books’ Journal. Είχε την ευθύνη της αρχισυνταξίας του περιοδικού Πολάρ. Ως ξένος ανταποκριτής συνεργάστηκε με γερμανόφωνα ΜΜΕ (Neue Zürcher Zeitung, Frankfurter Allgemeine Zeitung, Neues Deutschland κ.ά.). Ήταν μέλος της Ένωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου (ΕΑΞΤ / FPA).
Στον Καλφόπουλο, ο αστυνόμος Μπέκας δεν εμφανίζεται, ο δολοφόνος της Σούλας δεν τιμωρείται, ο φόνος που ο νεαρός ήρωας πιστεύει βαθιά ότι είδε στο απέναντι σπίτι δεν μαθαίνουμε ποτέ αν υπήρξε, αυτός που ονειρεύτηκε να σκοτώσει την Έλκε αλλά τελικά δεν την σκότωσε τιμωρείται, τη μοίρα αυτού που δολοφονεί κατά λάθος τον εκβιαστή του δεν την γνωρίζουμε, ούτε τον λόγο της δολοφονίας της Μπριγκίτε. Διότι ο φόνος είναι το πρόσχημα για ένα παιχνίδι φλίπερ. Ο Καλφόπουλος λατρεύει τον ήχο του τιλτ, που πυροδοτεί την επιστροφή σε περασμένες εποχές, σε φτηνά βιβλία κρεμασμένα στα περίπτερα, σε αγώνες, αθλητικές εφημερίδες και αναμεταδόσεις, τραγούδια ελληνικά και ξένα, σε αναμνήσεις και φαντασιοκοπίες, σε έρωτες, πάντα σε έρωτες, που γεννιούνται στις γωνιές των δρόμων, στα μπιλιάρδα, τα καφενεία και τα ξενοδοχεία, μπλέκονται συχνά με τους άλλους, της οθόνης, σκορπίζουν χωρίς διέξοδο, τελειώνουν με φόνο, σίγουρα με πόνο, με λύπη. Και συνεχίζονται ες αεί, μέσα από το παιχνίδι της μνήμης και του λόγου, που υφαίνει τον ιστό μιας άλλης λύπης, ευρύτερης, υπαρξιακής, για όσα ήταν και δεν είναι, για όσα θα μπορούσαν να είναι και δεν έγιναν ποτέ, για όσα θα έρθουν, αλλά η αντίληψή τους θα είναι ήδη καθορισμένη από αυτά που κάποτε υπήρξαν, πραγματικά ή στη φαντασία.
Ο Καλφόπουλος έγραφε κάποτε στην Εποχή, σε μια άλλη εποχή που σήμερα μας φαίνεται τόσο μακρινή. Εγώ τον συνάντησα στην Καθημερινή. Διένυσε μια μεγάλη πορεία, άλλαξε, αλλά παρέμεινε πάντα πιστός στον εαυτό και στη ματιά του. Και στον Παναθηναϊκό επίσης. Εκτός όλων των άλλων, κάποια διηγήματά του εντάσσονται στο corpus των διηγημάτων και ποιημάτων που τόσοι συγγραφείς και ποιητές μας έχουν αφιερώσει στο άθλημα. Εκτός όλων των άλλων. Διότι μπορεί το έργο του Κώστα να ολοκληρώθηκε απότομα, αλλά οι αναγνώσεις του παραμένουν ανοιχτές. Όπως ανοιχτά είναι πάντοτε τα κείμενά του.