Περιγραφή
Ω γλυκύ μου Έαρ: Με έναν αδόκιμο όρο, το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “road trip-επιτάφιος”.
Ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει μόλις τελειώσει και δύο άντρες, ο Αλέξανδρος και ο κυρ-Φραγμός, αποκομμένοι από την ομάδα των συναγωνιστών τους, επιχειρούν μια, όσο το δυνατόν, διακριτική κάθοδο προς την Αθήνα, σε αναζήτηση μιας επιστροφής στην κανονικότητα, μετά την έξαψη του μετώπου. Με το χάσμα των γενεών να τους χωρίζει, συνοδοιπορούν στους όμορφους τόπους της Θράκης και της Μακεδονίας, ανάμεσα σε ξεχασμένα χωριά που συναντούν τυχαία στον δρόμο τους. Σύντομα θα διαπιστώσουν ότι η ώσμωση μεταξύ των ανθρώπων μπορεί να αποδειχθεί ένα εξαιρετικά πολύπλοκο κι επίπονο εγχείρημα, μακριά από κάθε διαλεκτικό σχήμα. Ένας μακρύς διάλογος αναπτύσσεται μεταξύ τους, για την πολιτική, τη φιλία, τις σχέσεις γονιού και παιδιού, αλλά και για την αμφισημία της αρρώστιας που κουβαλά ο καθένας μέσα του. Ένα βιβλίο για τη ζωή και τον θάνατο.
Η ιστορία εξελίσσεται κατά την επιστροφή με αμάξι δυο συμπολεμιστών από τον Έβρο στην Αθήνα. Έχει προηγηθεί πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία και, εκτός του τακτικού στρατού, υπάρχει και συμμετοχή αντάρτικων ομάδων, στις οποίες φαίνεται να συμμετέχουν και κομμάτια του ανταγωνιστικού κινήματος. Άλλοι με τη λογική της εξοικείωσης με τα όπλα και την πολεμική σύγκρουση και άλλοι με τη λογική της αντιπαράθεσης με το καθεστώς Ερντογάν στην Τουρκία. Μετά τη λήξη της σύγκρουσης και καθώς επιστρέφουν, οι αντάρτες πρέπει να φυλαχθούν πια από το ελληνικό κράτος, που τους καταδιώκει. Έτσι, μέσα σε αυτή την κατάσταση, ο κυρ-Φραγμός, που είναι μεσήλικας, και ο Αλέξανδρος, που είναι νεαρός, συνταξιδεύουν, συζητώντας μια τεράστια γκάμα θεμάτων, προσπαθώντας συγχρόνως να φτάσουν στην Αθήνα ασφαλείς. Με αφορμή τη συγκεκριμένη νουβέλα και με μια μικρή καθυστέρηση, κάναμε με τον Κώστα μια αρκετά μεγάλη κουβέντα.
Στο Ω γλυκύ μου έαρ βάζεις και ένα δίλημμα σε σχέση με την ανάλυση της έννοιας του έθνους. Για το αν πρόκειται για ψευδή συνείδηση, για μια κατασκευή, που τον 19ο αιώνα αποτέλεσε την ατμομηχανή της εξουσιαστικής κουλτούρας για τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης, ή τελικά για ένα μόρφωμα, που μετά από δύο αιώνες κατάφερε να θέσει του όρους του και να επιβληθεί ως απτή πραγματικότητα.
Δεν υπάρχει δίλημμα εδώ. Και τα δύο ισχύουν ταυτόχρονα. Ο σχηματισμός της εθνικής ταυτότητας είναι μια κοινωνική κατασκευή, που βοήθησε τη δημιουργία κρατών, με μια ομοιογένεια ανάμεσα στους υπηκόους, μετά την κατάρρευση των μεγάλων αυτοκρατοριών. Η εθνική συνείδηση είναι αναμφισβήτητα το ισχυρότερο εργαλείο των αστικών εξουσιών για την καθυπόταξη των λαών τους και για την εξυπηρέτηση των κάθε λογής συμφερόντων τους. Στον ελληνικό χώρο, η διαμόρφωση του νέου κράτους, που προέκυψε μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, στηρίχτηκε πάνω στη «μεγάλη ιδέα» για σχεδόν έναν αιώνα. Η συνθήκη αυτή όντως έχει ορίσει μια πραγματικότητα, κάτω από την όποια η ελληνική ταυτότητα είναι πολύ έντονη στον κοινωνικό βίο της χώρας.
Ωστόσο, η πραγματικότητα αυτής της κατασκευής δεν εδράζεται σε μεταφυσικές δομές. Ο τόπος που μεγαλώνει κανείς, οι αλάνες που παίξαμε μπάλα, τα προαύλια των σχολείων που πρωτοερωτευτήκαμε, οι πόλεις στις οποίες κάναμε τα όνειρά μας, η γη που καλλιεργήσαμε, οι κουλτούρες, οι μουσικές μάς συνέχουν. Δεν καταλαβαίνω πώς κάποιος, είτε αρνείται την έννοια του έθνους και της πατρίδας είτε όχι, δεν θα υπερασπιζόταν, αν δεχόνταν επίθεση, όλα αυτά τα δικά του πράγματα. (από συνέντευξη του Κώστα Γουρνά στο rednnoir.gr)