Περιγραφή
Η Μονίκ δραπετεύει
Στο καινούργιο του βιβλίο ο Εντουάρ Λουί συνεχίζει την αφήγηση της ζωής της μητέρας του, το ταξίδι της δραπέτευσής της από τη βία, μέχρι την οριστική απελευθέρωση.
Αυτό το βιβλίο που διαβάζετε είναι, κατά κάποιον τρόπο, το αποτέλεσμα μιας παραγγελίας από τη μητέρα μου. Δεν το αποφάσισα, δεν το προγραμμάτισα. Δεν ήταν δική μου ιδέα εξαρχής.
Τίποτα στη λογοτεχνία δεν μου είχε δώσει ποτέ τόση χαρά.
Η Μονίκ δραπετεύει
Ο Εντουάρ Λουί γεννήθηκε στην Αλλενκούρ της Γαλλίας το 1992 με το όνομα Εντύ Μπελγκέλ. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στην École Νormale. Το πρώτο του βιβλίο, Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης, 2018), προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση, γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία, μεταφράστηκε σε πάνω από είκοσι γλώσσες και διασκευάστηκε για το θέατρο, όπως και όλα τα επόμενα έργα του. Από τους αντίποδες κυκλοφορούν σε μετάφραση Στέλας Ζουμπουλάκη η Ιστορία της βίας (2019), το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου (2020), οι Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας (2021) η συζήτηση ανάμεσα στον Εντουάρ Λουί και τον Κεν Λόουτς, Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική (2021), η Αλλαγή: μέθοδος (2022) και το Η Μονίκ δραπετεύει (2024).
(Πηγή: “Εκδόσεις Αντίποδες”, 2024)
Ξεκίνησα να γράφω για να αναμετρηθώ με τα προσωπικά μου βιώματα, όχι για να γίνω κάποιος. Αν επέζησα σωματικά και ψυχολογικά από την τρομακτική βία που γνώρισα ως γκέι αγόρι, το οφείλω στη συγγραφή. Πρότυπό μου σε αυτό υπήρξε ο Πρίμο Λέβι, ο πρώτος που έγραψε για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί, όχι μόνο επειδή ένιωθε, καθώς σημείωνε, ήδη αφότου οδηγήθηκε στο Άουσβιτς, την ηθική και ιστορική υποχρέωση να το πράξει αλλά και επειδή έτσι θα έβρισκε ένα γερό κίνητρο να επιβιώσει. Ήμουν 9 ή 10 χρονών όταν με περίμεναν οι συμμαθητές μου στη γωνία για να με ειρωνευτούν και να με φτύσουν και ήδη από μέσα μου έλεγα ότι έπρεπε να το αντέξω όλο αυτό γιατί όφειλα να γράψω μια μέρα τι μου συνέβη, τι συμβαίνει σε χιλιάδες νεαρά παιδιά σαν εμένα στον κόσμο.
Ακούω πολλούς μεγαλύτερους να διαμαρτύρονται ότι τα νέα ιδίως παιδιά δεν διαβάζουν. Και όλοι τους κατηγορούν γι’ αυτή την εξέλιξη τους «απρόθυμους» αναγνώστες, τη νεολαία, το «κόλλημα» με τα σόσιαλ μίντια κ.λπ., ποτέ όμως δεν θίγουν το πόσο ανεπαρκείς και αδιάφοροι είναι πια οι περισσότεροι συγγραφείς. Δηλαδή, αντί για μια κοινωνιολογία της δημιουργίας εστιάζουν σε μια κοινωνιολογία της υποδοχής. Επομένως καταλαβαίνω απόλυτα όσους νέους ανθρώπους γυρνάνε την πλάτη τους στο βιβλίο.