Περιγραφή
Κι ας είμαστε γυναίκες «Αυτό το βιβλίο γεννήθηκε για να προσδώσει ένα πρόσωπο και μια αιτία σε ένα σημείο συνάντησης. Στο κομάντο συμμετείχε και μια γυναίκα. Αυτός ήταν ένας συνηθισμένος τίτλος εφημερίδων που χρονολογούνται αρκετές δεκαετίες πίσω. Και. Ένας ολόκληρος κόσμος περιλαμβάνεται μέσα σε μια λέξη για να υπογραμμίσει την εξαίρεση και να μηδενίσει την αξιοπρέπεια μιας επιλογής. Είναι κάτι εντελώς αρνητικό. Για έναν κοινό νου μια γυναίκα παίρνει τα όπλα λόγω της αγάπης της για έναν άντρα ή επειδή έκανε κακές παρέες. Ποτέ αυτοβούλως. Το βιβλίο Κι ας είμαστε γυναίκες αφηγείται τις ιστορίες δέκα αγωνιστριών που, από τη δεκαετία του 1970 μέχρι τις αρχές της νέας χιλιετίας και κατά κύριο λόγο στην Ιταλία, έκαναν την επιλογή των όπλων, πραγματοποίησαν παράνομες ενέργειες –συμμετέχοντας σε διάφορες οργανώσεις και χώρους της επαναστατικής αριστεράς– και θυσίασαν τη ζωή τους καθώς έκαναν πράξη τις επιλογές τους».
Ο Λεωνίδας Βαλασόπουλος κάνει μια διαδικτυακή κουβέντα με την Πάολα Στατσόλι:
Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου σου «Κι ας είμαστε γυναίκες», η πρώτη ερώτηση που προκύπτει αυθόρμητα αφορά το κοινό σημείο που κρατάει δεμένες αυτές τις δέκα βιογραφίες επαναστατριών. Ποιο είναι το νήμα που ενώνει αυτές τις ιστορίες, αυτές τις ζωές που σταμάτησαν ή κόπηκαν έξω από την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, τους δρόμους της Ρώμης και όχι μόνο, ή σε συνθήκες φυλάκισης και εγκλεισμού;
«Από τη στιγμή που αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο με τις ιστορίες των πολιτικών αγωνιστριών, που στην Ιταλία των αρχών της δεκαετίας του 1970 και μέχρι πιο πρόσφατους καιρούς αποφάσισαν να πάρουν τα όπλα ή και να αγωνιστούν με παράνομα μέσα στο πλαίσιο οργανώσεων ή χώρων της επαναστατικής αριστεράς, έπρεπε να κάνω και μια επιλογή. Αρχικά, αποφάσισα να ασχοληθώ μονάχα με συντρόφισσες που δεν είναι πια στη ζωή. Και αυτό, για να ξεγλιστρήσω από το αστυνομικό ρεπορτάζ και να μιλήσω για την ιστορία, η οποία μπορεί να είναι πολύ πρόσφατη αλλά παράλληλα είναι πολύ πυκνή σε νοήματα και ζητήματα, των οποίων η επεξεργασία είναι χρήσιμη και σήμερα. Ήταν όμως αναγκαία και μια δεύτερη επιλογή. Μέσα στα χρόνια, μερικές συντρόφισσες της ένοπλης πάλης των δεκαετιών του 1970-80 πέθαναν από ασθένειες ή ατυχήματα. Δεν θα έφτανε ένα βιβλίο για τη διήγηση όλων αυτών των ιστοριών. Επομένως, αποφάσισα να μιλήσω μονάχα για εκείνες τις επαναστάτριες, των οποίων ο θάνατος ήταν άμεσα συνδεδεμένος με την πολιτική στράτευσή τους. Συντρόφισσες που δολοφονήθηκαν από την αστυνομία, που έπεσαν κατά τη διάρκεια δράσεων ή αυτοκτόνησαν κατά τη διάρκεια της φυλάκισής τους. Αρχής γενομένης με την Έλενα Αντζελόνι, την πρώτη σε χρονολογική σειρά, η οποία το 1970 θυσίασε τη ζωή της για την απελευθέρωση του ελληνικού λαού από το καθεστώς των συνταγματαρχών, μέχρι την τελευταία, την Ντιάνα Μπλέφαρι, στρατευμένη στις Ερυθρές Ταξιαρχίες για την οικοδόμηση του Μαχόμενου Κομμουνιστικού Κόμματος (Β.R-P.C.C), η οποία αυτοκτόνησε σε μια φυλακή της Ρώμης, έχοντας υποστεί μια συνθήκη κράτησης τόσο σκληρής, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βασανιστική. Ενδιάμεσα υπάρχουν η Μαργκερίτα Καγκόλ και η Ανναμαρία Λούντμαν, στρατευμένες στις Ερυθρές Ταξιαρχίες (B.R), η Ανναμαρία Μαντίνι των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (Ν.Α.Ρ), η Μάρμπαρα Ατσαρόνι της Πρώτης Γραμμής (P.L), η Βίλμα Μόνακο της Ένωσης Μαχόμενων Κομμουνιστών (U.C.C). Έπειτα, δυο συντρόφισσες που πήρανε μέρος σε παράνομες δράσεις στο πλαίσιο ομάδων και οργανώσεων της Εργατικής Αυτονομίας, η Μαρία Αντονιέττα Μπέρνα και η Λάουρα Μπαρτολίνι. Σε πιο πρόσφατους καιρούς, η Μαρία Σολεδάδ Ρόσας, η Σόλε, αναρχική, Αργεντίνα καταληψίας, η οποία συνελήφθη τον Μάρτιο του 1998 στο Τορίνο μαζί με δυο συντρόφους της και κατηγορήθηκαν για κάποιες δράσεις σαμποτάζ στην κοιλάδα της Σούσα, ενάντια σε εργοτάξια για τα τραίνα υψηλής ταχύτητας (TAV). Η έκδοση περιέχει συμπληρωματικά ιστορικά παραρτήματα για τις πολιτικές οργανώσεις και τους χώρους από τους οποίους προέρχονται αυτές οι συντρόφισσες.
Το βιβλίο προσπαθεί να δέσει το νήμα της μνήμης, αλλά θέλει και να συνδράμει στην επεξεργασία του σήμερα, στα ζητήματα που ανοίγονται για τη ριζική, την επαναστατική μεταβολή της κοινωνίας. Αν και σε σύγκριση με τις δεκαετίες του ʼ70 και του ʼ80 του εικοστού αιώνα πολλά πράγματα είναι αυτά που έχουν αλλάξει, σίγουρα δεν έχει ελαττωθεί η αναγκαιότητα του αγώνα για μια κοινωνία βασισμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη.»