Περιγραφή
Καπετάν Μιχάλης (graphic novel)
Ορκισμένος να μη γελάσει αν δεν ελευθερωθεί η Κρήτη, ο Καπετάν Μιχάλης ζει στο Μεγάλο Κάστρο στα τέλη του 19ου αιώνα, με τη φήμη του αγριμιού να τον συνοδεύει σε κάθε του στιγμή.
Ο ίδιος όμως δείχνει να χάνει τη συγκέντρωσή του και να απομακρύνεται από τις αξίες του όταν γνωρίζει την Εμινέ, σύζυγο του αδερφοχτού του Νουρήμπεη, σαν να τον κυριεύει ένας «δαίμονας» άγνωστος σε εκείνον μέχρι τότε.
Καθώς η τεταμένη κατάσταση ανάμεσα σε Οθωμανούς και Χριστιανούς στο νησί καταλήγει σε μια σειρά γεγονότων που θα οδηγήσει στην επανάσταση του 1889, ο Καπετάν Μιχάλης βρίσκεται να αναζητά την ελευθερία σε έναν ακόμη τομέα…
Καπετάν Μιχάλης (graphic novel)
Πρόκληση, όμως, ήταν ο «Καπετάν Μιχάλης» και για τον Παναγιώτη Πανταζή, τον γνωστό Pan Pan, που διασκεύασε σε ένα αριστουργηματικό graphic novel τον διαχρονικό ήρωα, ο οποίος προβάλλει δυναμικά, ως γνήσιος Κρητικός, στο εξώφυλλο. Για τις προκλήσεις του εγχειρήματος ο εξαιρετικός κομίστας και μουσικός τονίζει: «Πώς μεταφέρεις τις λεπτές αποχρώσεις των χαρακτήρων του Καζαντζάκη, τις μύχιες σκέψεις τους, τα όσα τους κατατρώνε και παράλληλα τους δίνουν ζωή ενώ ανοιχτά κινούνται σε συγκεκριμένα πλαίσια παγιωμένα; Στην οικονομία ενός κόμικ, ακόμη και μια γραμμή σε ένα πρόσωπο μπορεί να φτιάξει ή να καταστρέψει την ατμόσφαιρα. Πώς κάνω αυτή τη γραμμή σύμμαχό μου στην προσπάθεια να χωρέσω τον κόσμο του πρωτότυπου μυθιστορήματος σε λιγότερες από 200 σελίδες κόμικ;».
Οπως επισημαίνει ο ίδιος, διάβασε και ξαναδιάβασε το βιβλίο πολλές φορές και έκανε έρευνα. «Το διάβασα “επαγγελματικά” κρατώντας σημειώσεις και το διάβασα ως αναγνώστης αφήνοντας το μυαλό μου να ταξιδέψει στον κόσμο του. Διάβασα για τη ζωή του Καζαντζάκη και για τη ζωή των ανθρώπων την εποχή εκείνη. Τις συμβάσεις και τις αποδράσεις τους, τα όπλα που κρατούσαν, τα ρούχα που φορούσαν, τα φαγητά που έτρωγαν, το πώς έκαναν δικές τους τις διάφορες φιγούρες της θρησκείας τους. Και επισκέφθηκα το Ηράκλειο γιατί τίποτα δεν συγκρίνεται με το να περπατήσεις τον τόπο τον οποίο θα σχεδιάσεις και ας εκτυλίσσεται η ιστορία πριν από 140 χρόνια, το χώμα είναι ίδιο. Και αφού τα έκανα όλα αυτά, άνοιξα ένα φρέσκο μπουκάλι μελάνι, και βούτηξα το πινέλο μου».
(Π. Σπίνος)