Περιγραφή
Αυτές
Είκοσι τέσσερις τρόποι για να υπάρχεις μέσα στον χρόνο, μέσα στη διαδοχική αλληλουχία των ηλικιών.
Από την Α. μέχρι την Ω. και όλες τις άλλες ενδιάμεσες συνθήκες, είκοσι τέσσερις ιστορίες ανωνυμίας για τη γυναικεία κατάσταση.
Είκοσι τέσσερις τρόποι σαν νεύματα κατάφασης, άρνησης, υποταγής ή εξέγερσης.
Τα διηγήματα της συλλογής απαρτίζουν τα στάδια της ζωής μιας γυναίκας.
Αυτές. Που γίνονται αυτό που είναι. Αυτό που πάντα ήταν. Αυτό με το οποίο πάντα παλεύουν. Μόνες, λησμονημένες, σιωπηλές, ανένδοτες, εξεγερμένες.
Περιεχόμενα
Αναπάντητα δάκρυα
Δίχρωμος Αχιλλέας
Φως στην πληγή
Φωνή από πέτρες
Το όμικρον
Χέρια μάτια
Χείμαρρος
Δημιούργημα αλμύρας
Η γόπα
Δεν είναι η συμπόνια
Ακτήμων
Η δύναμή του
‘Εφηβη βεβαιότητα
Η φταίχτρα
Ναυαγός και επιζών
Όλα τα δεύτερα
Έκπληξη
Το λεωφορείο της υπακοής
Στάχτες
Η φυγή
Αόρατη
Η ραγισματιά
Ένας ήσυχος
Της εξορίας
Ανυποχώρητες
Οι γυναίκες του βιβλίου βρίσκονται στην ακμή του θυμού τους. Τις διεγείρει η προσμονή της βίας. Στην κατακλείδα των διηγημάτων σαρώνουν με μια τελεσίδικη χειρονομία κάθε συγκατάβαση που τις ταπείνωνε. Επείγονται να τσακίσουν την ησυχία της ζωής τους με μια διαπεραστική, πελώρια κραυγή. Αυτές που ήταν πάντοτε υποταγμένες, αμίλητες και προσηνείς, βρίσκουν το θάρρος στις τελευταίες φράσεις να κάνουν εκκωφαντικό θόρυβο. Μία νοσοκόμα φεύγει από τη βραδινή βάρδια, διασχίζοντας έναν διάδρομο με κλειστές πόρτες, πίσω από τις οποίες σοβούν αδυσώπητες εκκλήσεις. Πατώντας τέρμα το γκάζι, φεύγει διά παντός από τον χρόνο, σμπαραλιάζοντας την ακινησία του. Μια φοιτήτρια, προχωρώντας σε έναν επιθετικό διάδρομο της Σχολής της, νιώθει να την περιγελούν οι φοιτητικές αφίσες, που της απευθύνουν λέξεις ακατάληπτες. Αυτή την περιγελαστική ακαταληψία περιλούζει με τον καφέ της. Μια μητέρα, απηυδισμένη με την «έφηβη βεβαιότητα» της κόρης της, την ταΐζει τα απομεινάρια του ομφάλιου λώρου, μπουκώνοντάς την μητρικό θυμό.
Οι ηρωίδες της Ευγενίας Μπογιάνου είναι αχνές, αδιόρατες, σβησμένες από την πλήξη. Είναι πλάσματα της συνήθειας και της ανίας. Τα σπίτια τους τα χνουδιάζει ένα πέπλο πάχνης, σωρευμένης από παλιοκαιρίσιες αναμονές για κάτι σπουδαιότερο από το τίποτα. Στις γωνίες κουρνιάζει μια νυσταλέα ησυχία. Είναι ασυντρόφευτες. Το μόνο που η Λ. βλέπει από τον εραστή της είναι ένα «ο» πάνω στα χείλη του. Η γλίσχρα ηδονή τη βύθιζε στο μηδέν. Στις μοναχικές γυναίκες κάνουν παρέα ενοχλητικά συναισθήματα, προσωποποιημένα σε δυναστικές οντότητες. Στριμωγμένη στο «λεωφορείο της υπακοής», η Θ. αισθάνεται να την περισφίγγει «η πρωινή δυσαρέσκεια» που περιφέρεται σκυθρωπή ανάμεσα στους επιβάτες. Επιστρέφοντας στο σπίτι, μια γυναίκα με πονεμένα γόνατα κάθεται δίπλα στην οχληρή συγκάτοικό της, την επανάληψη, απλωμένη στον καναπέ σαν στρώμα σκόνης, ένα πάλλευκο αν και βρώμικο πλάσμα, που ήθελε να το αφανίσει. Γερμένη στον πάγκο ενός μπαρ, η Δ. βουτάει μέσα στο άπατο ποτήρι της, κάνοντας θρύψαλα τη φλύαρη αυτοσυντήρηση, που επέμενε να τη σώσει. Μια φίλη είχε η Π., τη βραδύτητα, και «την έκανε χαλκομανία στο χώμα με το παπούτσι». Ο χρόνος βιαζόταν.
Η βία ενεδρεύει και στην ανηλικότητα. Eνα κορίτσι, που ονειρεύεται λουλούδια, γεμίζει τις τσέπες του με τις πέτρες στη φωνή της μητέρας του. Oταν το βάρος τη λυγίζει, ξεχνάει τα ολάνθιστα λιβάδια για να παραδοθεί σε ένα άγριο πετροβόλημα. Eνα άλλο κορίτσι ξύνει με λύσσα την πληγή στο γρατζουνισμένο της γόνατο και βλέπει το αίμα να αντανακλά ένα φως «αδιανόητο, ιδιοφυές». Μια άλλη γδέρνεται περιπαθώς με αγκάθια, θέλοντας να αποσπάσει με τη ματωμένη της όψη δάκρυα αφιερωμένα μόνο σε εκείνη.
(Καθημερινή)