Περιγραφή
Άρση απαγορευτικού
Το «Άρση απαγορευτικού» είναι το δεύτερο βιβλίο του Μάρκου Κρητικού.
Ο Μάρκος πείθει τη Μάρη να φύγουν απ’ την Αθήνα και να μετακομίσουν μόνιμα στην Τήνο πραγματοποιώντας το όνειρό του για μια ήρεμη ζωή μακριά απ’ την πόλη. «Εκεί που προλαβαίνεις χωρίς να βιάζεσαι». Την πρώτη του κιόλας μέρα στο νησί γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ληστείας στην τράπεζα. Ένας φίλος απ’ τα παλιά, μια μυστηριώδης γυναίκα και μια περίεργη συγκυρία τον φέρνουν στη Μύκονο, αντιμέτωπο με τους ληστές. Θα αντισταθεί άραγε στους πειρασμούς που τόσο αναπάντεχα του έφερε η καινούρια του ζωή; Όταν αρχίζουν οι φόνοι, τότε πια η υπόθεση περιπλέκεται επικίνδυνα και η εξέλιξη γίνεται απρόβλεπτη.
Μια περιπέτεια στα γραφικά κυκλαδίτικα σοκάκια. Με οδηγό τα ανθρώπινα πάθη κι εναλλακτικούς κώδικες ηθικής που δεν ξεχωρίζουν το θύτη απ’ το θύμα…
Αποσπάσματα από την «Άρση απαγορευτικού» του Μάρκου Κρητικού.
«Αν ήθελε ο Θεός να διακριθώ για τις καλές μου πράξεις, σίγουρα δεν θα μ’ έμπλεκε σ’ αυτή την περίεργη ιστορία. Ότι είχε σκοπό να με δοκιμάσει, ούτε αυτό ισχύει, αφού σαν παντογνώστης θα ξέρει κιόλας ότι η πιο αξιοσημείωτη ικανότητά μου είναι να γίνομαι ανά πάσα στιγμή χειρότερος απ’ ό,τι είμαι.
Έτσι, διά της εις άτοπον απαγωγής κατέληξα ότι η χθεσινή ανέλπιστη ερωτική απόδραση στη Μύκονο ήταν κι αυτή θέλημα Θεού. Τα σκεφτόμουν σέρνοντας τα πόδια μου απ’ το λιμάνι στο σπίτι, αποκαμωμένος απ’ το περιπετειώδες διήμερο. Ένα διήμερο γεμάτο απρόοπτα, όπου, πέρα απ’ την ηδονή, η ατμόσφαιρα ανάδινε και την έντονη μυρωδιά του χρήματος. Κι όταν το χρήμα είναι τραπεζικό, δηλαδή αδέσποτο και βρόμικο, το συμπονάς τόσο που σου περνάει απ’ το μυαλό να το περιμαζέψεις δανείζοντας στις ενοχές τη φορεσιά της θείας δίκης. Έτσι δε θα χρειαστεί ποτέ να προσθέσεις στα ήδη πολλά σου ελαττώματα κι αυτό της μεταμέλειας».
«Χρήμα ορφανό με πατριούς μεγαλοαπατεώνες που φτιάχνει μόνο το φως της μέρας, είχε κλαπεί από εγκληματίες της νύχτας. Μια συγκυρία περίεργη το έφερνε στο κατώφλι μου. Δεν θα υπέκυπτα στον πειρασμό να μου φύγει – θα του άνοιγα την πόρτα μου διάπλατα. Το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία είχε πει κάποτε ένας εξυπνάκιας, πλούσιος πιθανότατα. Το γνωρίζω, αγαπητέ μου! Δεν την ψάχνω καν. Απλώς, είμαι λάτρης της άνετης δυστυχίας που σου δίνει τη χαρά να στέλνεις στο διάολο κάθε μεγαλόσχημο καριόλη που σου κάθεται στο σβέρκο. Αυτά σκεφτόμουν περιμένοντας στο λιμάνι το πλοίο που θα έφερνε κοντά μου για πάντα την αγαπημένη μου οικογένεια και θα έδιωχνε την ελευθερία μου μετανάστρια στη χώρα της φαντασίας».