Περιγραφή
Ανεπίδοτη επιστολή. «Η μόνη σκέψη που έκανα ήταν να προφυλαχτώ πίσω από τα σταματημένα αυτοκίνητα. Γύριζα πάνω κάτω σαν δαιμονισμένος με όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση, για ν’ αποκρυσταλλώσω μια σωστή και αντικειμενική εικόνα για το τι επικρατούσε μέσα σ’ αυτό το τρελό παιχνίδι της φωτιάς και του αγωνιστικού πάθους που κυριαρχούσε στους γύρω μου. Δεν μπορώ, μα την αλήθεια, δεν μπορώ να περιγράψω αυτό ακριβώς που έζησα και δεν μπορώ να δώσω μια αντικειμενική εξήγηση των αισθημάτων που βίωσα εκείνο το βράδυ.» Διαβάζουμε για την Ανεπίδοτη επιστολή:
«Ο πατέρας μου γενικά έγραφε, κυρίως λογοτεχνία και ποίηση. Η συγκεκριμένη μαρτυρία όμως έχει ενδιαφέρον και σαν ιστορία. Είναι ένα κείμενο που το είχε γράψει κάποιες εβδομάδες μετά τα γεγονότα του Νοέμβρη του 1973 και προοριζότανε για να το στείλει σε ένα φιλικό και συντροφικό του ζευγάρι που ήταν τότε στο Παρίσι, στους οποίους τελικά και αφιερώνεται αυτή η έκδοση. Για διάφορους λόγους τότε δεν το έστειλε, προφανώς εξαιτίας της λογοκρισίας, γιατί θα γινόταν έλεγχος στο ταχυδρομείο, καθώς και ο ίδιος ήταν φακελωμένος και οι άνθρωποι που ήταν στο Παρίσι. Έτσι, έμεινε στο συρτάρι, δεν τους το έστειλε, το κράτησε, και γενικά μέσα στα χρόνια, τις μέρες αυτές της επετείου, και εγώ του έλεγα αλλά και εκείνος ήθελε να το εκδώσουμε, και τελικά έμελε να βγει μετά θάνατον και να μην προλάβει να το δει τυπωμένο. Έλεγε: δεν στάλθηκε εκεί που ήταν να σταλεί, να μείνει τουλάχιστον σαν μαρτυρία.»
Το γεγονός ότι αυτή η επιστολή δεν έφτασε στη ώρα της στους αρχικούς της παραλήπτες, ίσως κάνει την αξία της μεγαλύτερη, καθώς η επίδοσή της γίνεται τελικά με τρόπο που την μετατρέπει σε ανοιχτή επιστολή ή καλύτερα σε ένα ντοκουμέντο για εκείνο το τετραήμερο του 1973, που τόσο έχει ταλαιπωρηθεί και κατασυκοφαντηθεί.»
Σε αυτές τις λίγες φράσεις, ο Λεωνίδας Βαλασόπουλος, γιος του Γιάννη Βλάσση (Φλεβάρης 1938 —Αύγουστος 2019), συμπυκνώνει την αξία, τη σημασία και τη φόρτιση αυτής της έκδοσης που έγινε με δική του πρωτοβουλία.