Περιγραφή
Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα
“Όλα εξαρτώνται από τη διάθεση της στιγμής, επειδή ποτέ δεν θα μου περνούσε απ’ το μυαλό να διαλέξω έναν συγκεκριμένο τύπο ιστορίας μόλις εγώ ή εμείς σβήσουμε το φως και μπω σ’ εκείνη τη δεύτερη και ωραία μαύρη κουκούλα που μου φοράνε τα βλέφαρα, η ιστορία είναι εκεί, μια σχεδόν πάντα συναρπαστική αρχή ιστορίας, μπορεί να ’ναι ένας άδειος δρόμος μ’ ένα αυτοκίνητο να ’ρχεται απ’ το βάθος, ή η έκφραση του Μαρσέλο Μασίας όταν πληροφορείται πως πήρε προαγωγή, κάτι αδιανόητο ώς εκείνη τη στιγμή δεδομένης της ανικανότητάς του, ή απλώς μια λέξη ή ένας ήχος τα οποία επαναλαμβάνονται πέντ’-έξι φορές και από τα οποία αρχίζει να σχηματίζεται η πρώτη εικόνα της ιστορίας”.
“Με αυτήν, την προτελευταία του συλλογή διηγημάτων, ο Χούλιο Κορτάσαρ, με την αυτεπίγνωση του καλλιτέχνη που βγήκε θριαμβευτής από την πάλη με το υλικό του, τα εργαλεία του και τα εκφραστικά του μέσα, δείχνει σαν ν’ άφησε κατά μέρος τα νοηματικά αραβουργήματα και τα λεκτικά παιχνίδια, και καταθέτει το πιο ώριμο, το πιο σαγηνευτικό, το πιο αινιγματικό, αλλά και πιο σκοτεινό βιβλίο του”. Α.Κ.
Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα
O Χούλιο Κορτάσαρ γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1914 και πέθανε στο Παρίσι το 1984. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, εγκατέλειψε μαζί με την οικογένειά του το Βέλγιο για την Αργεντινή, όπου τελείωσε το σχολείο, σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε ως καθηγητής για πέντε χρόνια, ενώ παράλληλα συνεργαζόταν με λογοτεχνικά περιοδικά. Το 1951, σε ηλικία 37 ετών, επέστρεψε στην Ευρώπη, στο Παρίσι, όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του και έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του (“Έφυγα από την Αργεντινή, όχι τόσο επειδή υπήρχαν πράγματα που εκεί μ’ ενοχλούσαν, που οπωσδήποτε υπήρχαν, αλλά γιατί η Γαλλία αντιπροσώπευε για μένα, τότε, έναν τεράστιο πόλο έλξης”, θα πει σε μια συνέντευξή του στην “El Pais”, το 1982). Το 1961 επισκέπτεται την Κούβα, γοητευμένος από την επανάσταση, αναζητώντας απαντήσεις στις πολιτικές του ανησυχίες. Το ταξίδι αυτό θα γίνει η αφορμή να αποκτήσει σαφή ιδεολογική συνείδηση, θα υπερασπιστεί την Κούβα του Τσε και του Κάστρο και αργότερα τη Νικαράγουα των σαντινίστας. Το 1970 επισκέπτεται τη Χιλή και παρευρίσκεται στην πανηγυρική τελετή ανάληψης της εξουσίας από τον Αλιέντε. Μαθητής του Μπόρχες, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους λατινοαμερικανούς συγγραφείς και στους σπουδαιότερους μοντερνιστές του 20ού αιώνα. Το έργο του αφομοιώνει μ’ έναν τελείως φυσικό τρόπο τις ανανεωτικές τεχνικές του σύγχρονου μυθιστορήματος και συνδυάζει τη δημιουργική φαντασία με το ρεαλισμό, διαφέρει όμως, από το έργο άλλων λατινοαμερικανών συγγραφέων, γιατί απ’ αυτό απουσιάζει σχεδόν παντελώς το στοιχείο του μπαρόκ και του μαγικού ρεαλισμού. Μεταξύ των πολλών και σπουδαίων έργων του ξεχωρίζουν τα: “Μυστικά όπλα” (“Las armas secretas”), 1958, “Τα βραβεία” (“Los Premios” -το πρώτο του μυθιστόρημα), 1960, “Ιστορίες των κρονόπιο και των φάμα” (“Historias de cronopios y de famas”, 1962, “Το κουτσό” (“Rayuela” -που θεωρείται το αριστούργημά του), 1963, “Όλες οι φωτιές η φωτιά” (“Todos los fuegos el fuego”), 1966, “Το βιβλίο του Μανουέλ” (“Libro de Manuel” -μυθιστόρημα), 1973, “Οκτάεδρο” (“Octaedro”), 1974 (όλα τους μεταφρασμένα στα ελληνικά) και τα “Los Reyes”, 1949, “Bestiario”, 1951, “Final de Juego”, 1956, “Ο γύρος της μέρας σε ογδόντα κόσμους” (“La vuelta al dia en ochenta mundos”), 1967, “62: Μοντέλο συναρμολόγησης” (“62: Modelo para armar” -που συνεχίζει την ιδέα του διάσπαρτου μυθιστορήματος, όπως και στο “Κουτσό”), 1968, “Prosa del Observatorio”, 1972, “Alguien que anda por ahi”, 1977, “Un tal Lucas”, 1979, “Deshoras”, 1982, κ.ά.
Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα