Περιγραφή
Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας
– “Κουκουβάγια, θέλω να σου κάνω μια ερώτηση.”
– “Τι ερώτηση θες να μου κάνεις;”
– “Θέλω να μάθω γιατί είμαι τόσο αργό.”
Η κουκουβάγια άνοιξε τα τεράστια μάτια της, περιεργάστηκε το σαλιγκάρι, και μετά τα ξανάκλεισε.
– “Είσαι ένα νεαρό σαλιγκάρι, κι όλα όσα έχεις δει, όλα όσα έχεις δοκιμάσει, το πικρό και το γλυκό, η βροχή κι ο ήλιος, η παγωνιά και η νύχτα, όλα αυτά πάνε μαζί σου, σε βαραίνουν, κι όπως είσαι τόσο δα, γίνεσαι αργό απ’ το βάρος.”
– “Και τι κερδίζω που είμαι τόσο αργό;” ψιθύρισε το σαλιγκάρι.
– “Α, σ’ αυτό δεν έχω απάντηση. Να την βρεις μόνο σου” είπε η κουκουβάγια και, με τη σιωπή της, του έδειξε ότι δε θα δεχόταν άλλες ερωτήσεις.”
Το σαλιγκάρι που ακούει στο πρωτότυπο όνομα “Αντάρτης” είναι ένας ανήσυχος και επίμονος χαρακτήρας που ενοχλεί την ομάδα του με τις ερωτήσεις του, και γι’ αυτό εκδιώκεται από το λιβάδι. Ο Αντάρτης αποδέχεται τη μοίρα του και φεύγει για την εξορία, η πορεία του όμως δεν είναι μοναχική: στον αργό του δρόμο αποκτά νέους φίλους και συνειδητοποιεί πως ένας μεγάλος κίνδυνος απειλεί το γένος των σαλιγκαριών. Αποφασίζει να επιστρέφει στο λιβάδι για να σημάνει συναγερμό, αλλά ποιος μπορεί να ξέρει αν οι πρώην σύντροφοί του θα δεχτούν να τον ακούσουν…
Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας
Ο Λουίς Σεπούλβεδα (4 Οκτωβρίου 1949 – 16 Απριλίου 2020) γεννήθηκε στο Ovalle, στο βορρά της Χιλής. Στα 15 του χρόνια έγινε μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας. Σπούδασε σκηνοθεσία θεάτρου στο Σαντιάγο. Το 1969 πήρε πενταετή υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Μόσχας, αλλά πέντε μήνες αργότερα εκδιώχθηκε από τη Σοβιετική Ένωση λόγω “κακής διαγωγής”: είχε πιάσει φιλίες με αντιφρονούντες. Ένθερμος υποστηρικτής του Σαλβατόρ Αλιέντε, μπήκε στην προσωπική του φρουρά το 1973. Μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ φυλακίστηκε, βασανίστηκε, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε ποινή είκοσι οκτώ ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού του αποφυλακίστηκε με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας και εξορίστηκε από τη Χιλή. Κατέφυγε στο Εκουαδόρ, όπου οργάνωσε θεατρικό θίασο. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα και δημιούργησε θεατρικές ομάδες στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία. Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους ινδιάνους Σουάρ, στο πλαίσιο αποστολής της Unesco, και αποκόμισε εμπειρίες που άλλαξαν την αντίληψή του για τον κόσμο και του πρόσφεραν, αργότερα, το υλικό για το πρώτο του μυθιστόρημα: “Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης” (1989). Το 1979 κατατάχθηκε στη Διεθνή Ταξιαρχία “Σιμόν Μπολιβάρ” και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας, στην οποία, μετά την επικράτηση της επανάστασης, εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Την επόμενη χρονιά (1980) εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και έγινε ακτιβιστής της Greenpeace. Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο και του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία. Τα πιο γνωστά βιβλία του είναι: “Ο κόσμος του τέλους του κόσμου” (1989), “Όνομα ταυρομάχου” (1994), “Patagonia express” (1995), “Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει” (1996), “Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer” (1996), “Hot Line, Γιακαρέ” (1997), “Η τρέλα του Πινοσέτ” (2002), “Τα χειρότερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ” (2004), “Η δύναμη των ονείρων” (2006).
Τον Φεβρουάριο του 2020 αρρώστησε, νοσηλεύτηκε και έχασε τη μάχη για τη ζωή στην πανδημία του Covid-19 στην Ισπανία, όπου και ζούσε.