Περιγραφή
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα είναι μια ποιητική σύνθεση που σημαδεύει στις καθημερινές διαδρομές των ανθρώπων την ώρα που ένας κόσμος αλλάζει. Τέμνεται σε τρεις ενότητες: Σε ασθενεί /η πόλις/ θα πέσει. Ενέχει μια διάγνωση, δηλαδή, και μια προφητεία που μοιάζει με βεβαιότητα για ένα τέλος που προαναγγέλλεται αλλά δεν έρχεται, – όχι ακόμα τουλάχιστον. Στην εποχή των άκρων, πώς ανατρέπεται η γραμμική ροή της ιστορίας; Τι κινεί τις τροχαλίες των καιρών και πόσο εύθραυστη είναι η ισορροπία τους; Πού βρισκόμαστε εμείς όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά μέσα σε αυτό που εκτυλίσσεται σήμερα;
Αν υποθέσατε ατυχώς από τον τίτλο πως μιλάμε ακόμη για τον καιρό, ξανασκεφτείτε το.
Διαβάζουμε στην ΕΦΣΥΝ για τον δημιουργό:
ΟΔημήτρης Γκιούλος, μετά τα «Αστικά δύστυχα», έρχεται με το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του, τα «Aκραία καιρικά φαινόμενα», να συνεχίσει τη χαρτογράφηση μιας γενιάς, της γενιάς της κρίσης, όπου ανήκει και ο ίδιος ηλικιακά.
Μου κάνει εντύπωση ο τρόπος προσέγγισής του. Η φωνή του, αν και χαμηλόφωνη, θίγει ζητήματα που επηρέασαν τις ζωές αυτής της γενιάς σε τέτοιο βαθμό που δεν υπάρχει πια δρόμος επιστροφής σε συνθήκες ιδανικές, όπου η ελπίδα είχε ακόμα τη δύναμη να κάνει τη διαφορά.
Στα ποιήματα του Γκιούλου δεν θα βρεις εκείνο το κλαδί στην άκρη του γκρεμού για να πιαστείς την τελευταία στιγμή πριν τσακιστείς. Ο κόσμος δεν προσφέρει κάποιο αλεξίπτωτο. Και γι’ αυτό τα μεγάλα λόγια δεν έχουν πια καμία αξία. Περισσότερο εδώ είναι η σιωπή που παίρνει πάνω της όλο το βάρος των συνθηκών. Γι’ αυτό και ξεκινά το βιβλίο του με έναν στίχο απευθυνόμενος στον ποιητή Μάρκο Μέσκο: «Ισχύουν και όσα δεν είπαμε, Μάρκο, κυρίως αυτά».
Ε λοιπόν, να μια ποίηση που δεν θέλει να δείξει με το δάχτυλο, δεν έχει σκοπό να διδάξει κάτι, ούτε να καυχιέται για τις γλωσσικές της υπερβολές. Στέκεται σιωπηλή και αφουγκράζεται. Και μιλά μόνο όταν έχει κατανοήσει τι είναι αυτό που πραγματικά την οδήγησε σε εκείνη τη σιωπή. Εδώ δεν υπάρχει περιθώριο για αυταπάτες. Ο ρόλος της ποίησης δεν είναι στην προκειμένη περίπτωση ένας ύμνος, αλλά ένας θρήνος. Θρήνος όμως όχι όπως τον γνωρίζαμε ώς τώρα. Ο ποιητής δεν θρηνεί αυτό που χάθηκε, δεν γίνεται νοσταλγός, αλλά στρέφει τον μεγεθυντικό του φακό στον ίδιο του τον εαυτό για να κατανοήσει το μέγεθος της ευθύνης του σε αυτό που τον οδήγησε στη θλίψη. Δεν είναι εύκολη διαδικασία. Απαιτείται αρκετή δόση ειλικρίνειας για να επιτευχθεί αυτό το ξεσκαρτάρισμα.
Ναι, αυτή η γενιά είδε το μέλλον της να εξανεμίζεται. Ναι, εκείνοι οι δεκαπεντάχρονοι και εικοσάρηδες της κρίσης βρέθηκαν εξαπίνης προ τετελεσμένων γεγονότων, αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα έπρεπε να σηκώσουν τα χέρια ψηλά και να επιρρίψουν τις ευθύνες σε όσους τους έφεραν σε αυτή τη δυσμενή θέση. Ο Γκιούλος προχωρά πέρα από την επίρριψη ευθυνών. Αναζητά το δικό του μερίδιο ευθύνης μέσα σε έναν κόσμο στον οποίο δυσκολεύεται ο ίδιος και η γενιά του να ενταχθεί.
Η σύνθεσή του χωρίζεται σε τρία μέρη: σε ασθενεί/ η πόλις/ θα πέσει. Μέσα σε αυτό το τρίπτυχο πλαίσιο κινείται για να οριοθετήσει τις αιτίες αυτής της αποξένωσης του ανθρώπου από τον ίδιο του κόσμο. Στο πρώτο μέρος τα ποιήματα διανύουν τη ζωή του ποιητή μέσα από τις ζωές των άλλων. Ο Γκιούλος καταγράφει τη θλίψη γύρω του. Της δίνει λόγο. Την επισημοποιεί. Γράφει: Ποτέ/τόσα μικρά/δεν αφορούσαν/τόσους πολλούς/ποτέ/τα πανανθρώπινα /δεν αφορούσαν τόσους λίγους.
Αυτή η συνθήκη δημιουργεί ένα τεράστιο χάσμα. Πώς μπορεί η ποίηση λοιπόν να το γεφυρώσει; Ο Γκιούλος επιλέγει να ξεσκεπάσει τα μεγάλα ψέματα που τόσα χρόνια μάς συντρόφευαν ώστε να αντικρίσουμε επιτέλους το οικοδόμημα όπως έχει. Που σημαίνει πως μια αρρωστημένη κοινωνία αντικατοπτρίζει και τις δικές μας μικρές ή μεγάλες ευθύνες για το ότι είναι αρρωστημένη. Για παράδειγμα, είτε μιλώντας για τη δολοφονία του Ζακ ή για το ζευγάρι εκείνο που «υπολογίζει/με ακρίβεια/τα έξοδα από τη σύλληψη/ώς την ενηλικίωση ενός παιδιού», ο Γκιούλος έρχεται αντιμέτωπος με τη βία, την πατριαρχία, την αγωνία των νέων ζευγαριών να δημιουργήσουν οικογένεια, σε μια πόλη αφιλόξενη, όπου η μοναξιά είναι μόνιμη και η αγάπη ένας μακρινός απόηχος: «Αν τη μικρή ιδιοκτησία υποστηρίζεις/σημαίνει πως πάντα κάτι θα έχεις/να χάσεις/Από την άλλη πώς να σε κατηγορήσω/Δύο μέτρα τα χρειάζεσαι/Να φυλάξεις τα παιδικά παιχνίδια/Να σκάψεις το λάκκο σου».
Στο δεύτερο μέρος που τιτλοφορείται «η πόλις», συνθέτει ένα πεζολογικό ποίημα με τίτλο «νέοι (σίγουρα όχι) της Σιδώνος 2023 μ.Χ.». Αν και είναι προφανής η συνομιλία του με τον Καβάφη και τον Αναγνωστάκη, ο Γκιούλος παραδίδει τη δική του εκδοχή. Παίρνει τη σκυτάλη από τους πρεσβυτέρους ποιητές για να μιλήσει για το σήμερα. Αυτό το πεζό ποίημα δένει το πρώτο μέρος με το τελευταίο ως αντίστιξη. Είναι ένα μανιφέστο, ποιητικής μορφής, καίριο, άμεσο: «μας έστησαν στο ραντεβού και δεν είναι πως πονάω για όλα αυτά, μήτε παραπονιέμαι. Είναι που τελευταία, όνειρα δεν μπορώ να δω. Ετσι χωρίς εναλλακτική πορεύομαι, με μόνο άγχος, άραγε ο ιστορικός του μέλλοντος, όλα τούτα, μεταμοντέρνα θα τα πει;».
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την ενότητα «θα πέσει». Εδώ ο ποιητής έρχεται αντιμέτωπος με το αύριο. Ενα αύριο αβέβαιο. Πώς μπορεί κάποιος να προχωρήσει σε κάτι τόσο αόριστο; Τα ιδεολογικά δεκανίκια δεν βοηθούν. Απλώς κοιτάζεις το σήμερα και μάχεσαι να το διορθώσεις. Πετώντας κάθε τι που βαραίνει και χτίζοντας σαν το μυρμήγκι, αργά αλλά σταθερά, μια νέα πραγματικότητα όπου ο άνθρωπος να έχει λόγο ύπαρξης. «Ενηλικιωθήκαμε σημαίνει/αγκαλιάσαμε τον τρόμο/», γράφει ο ποιητής στο τελευταίο ποίημα. Αρα μιλάμε για ένα βιβλίο ενηλικίωσης. Μέσα από ένα ισχυρό πολιτικό πλαίσιο όπου ο ποιητής, αν και βρίσκεται στην άκρη του γκρεμού, χωρίς κλαδάκι για να πιαστεί, αποφασίζει με θάρρος να αντιμετωπίσει το κενό. Το πνευματικό κενό της εποχής του. Να μιλήσει γι’ αυτό και να το παγιώσει στη συνείδησή μας. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό το επίτευγμα του Γκιούλου. Δεν ανοίγει νέους δρόμους, δεν πρωτοτυπεί, αλλά μας εξοικειώνει με τον τρόμο. Μας προσκαλεί να σιωπήσουμε και να αναλογιστούμε τι συντελείται γύρω μας.