Περιγραφή
Πικρή ζωή
Όχι, εγώ θέλω παλιομοδίτικη κηδεία, το έχω γράψει και στη διαθήκη μου, πολιτική κηδεία, αλλά κατανυκτική. Δεν θέλω παπάδες, θέλω πρώην παπάδες, θέλω αυτούς που πέταξαν διά παντός τα ράσα τους κι έγιναν κομμουνιστές, μολονότι παρέμειναν παπάδες στην ψυχή. Θέλω τέσσερις τέτοιους αποσχηματισμένους και τολιατικούς παπάδες και θέλω και δύο μαύρα άλογα με λοφίο στο κεφάλι, δύο λογοτεχνικούς κριτικούς στη θέση του αμαξά και στους τέσσερις τροχούς της άμαξας θέλω, με τη σειρά αυτή, έναν ιστορικό, έναν τεχνοκριτικό, ένα στέλεχος εκδοτικού οίκου κι έναν συντάκτη της τρίτης σελίδας.
Η πικρή ζωή δεν είναι ένα απλό μυθιστόρημα, είναι η αφήγηση ενός ανθρώπου που ξετυλίγει τις περιπέτειες μιας ολόκληρης ζωής έτσι όπως ο ίδιος την αφηγείται και μας την παρουσιάζει. Τα όσα καταγράφονται εδώ συνδέονται άμεσα με ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα αλλά και με την ίδια την λογοτεχνία. Καθώς είναι η ζωή του Μπιαντσάρντι που ξεδιπλώνεται ενώπιόν μας και εμείς παρακολουθούμε τον χειμαρρώδη λόγο του, την πορεία της ζωής του παρέα με την σύντροφό του. Πρόκειται για μια δύσκολη ζωή, πικρή, όπως άλλωστε την περιγράφει ο ίδιος. Μαχόμενος για τα προς το ζην και αφηγούμενος την καθημερινή πάλη σε μια περίοδο πολιτική ομολογουμένως δύσκολη, ο Μπιαντσάρντι μετέφρασε πολλά και αξιόλογα βιβλία, τα οποία και μνημονεύονται με άρτιο τρόπο στις σημειώσεις από την μεταφράστρια και επιμελήτρια του επιμέτρου Δήμητρα Δότση.
Η ζωή, η επιβίωση και οι έρωτες ενός διανοούμενου περνούν δια πυρός και σιδήρου
Ο Μπιαντσάρντι βρίσκει λυτρωτική την σχέση του με την Άννα, την σύντροφό του και μαζί μετράνε τα χρήματα με τα οποία θα περάσουν ενώ παράλληλα κάνουν όνειρα για το μέλλον τους, το κοινό τους μέλλον. Στα διαλείμματα από τη μετάφραση μυθιστορημάτων που τους αποφέρουν τα προς το ζην κάνουν έρωτα και απολαμβάνουν ο ένας τον άλλον σε τρυφερές στιγμές, τις οποίες ο συγγραφέας δεν κρύβει. Απώτερος σκοπός του εξάλλου δεν είναι άλλος από το να μοιραστεί αυτές τις στιγμές με τον αναγνώστη, να τον κάνει κοινωνό των όσων βιώνει. Η οικονομική επιβίωση δεν είναι εύκολη αποστολή και αυτό γίνεται κατανοητό καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης. Βρισκόμαστε σε μια μεταπολεμική περίοδο όπου όλα δείχνουν να βρίσκονται μετέωρα και να γίνεται αναζήτηση νέων δρόμων, δύσκολων όμως σε μια κοινωνία που ψάχνει τα πατήματά της.
Η Δήμητρα Δότση γράφει χαρακτηριστικά στο επίμετρο σχετικά με την προηγούμενη συνθήκη: ”Ο αγώνας για επιβίωση είναι ασθματικός, μοναδική του ανακούφιση ο απελευθερωτικός ερωτισμός της παράνομης σχέσης του με την Άννα, αλλά και το αίσθημα ασφάλειας που του προσφέρει η πραγματικότητα της ζωής του, μια πραγματικότητα αμείλικτη και εξοντωτική, μα σταθερή και προσοδοφόρα”. Ο κόσμος του Μπιαντσάρντι είναι μια συνεχής αλητεία, καλώς εννοούμενη, είναι ένας κόσμος χαράς με τα λίγα και τα μετρημένα, με λίγα τσιγάρα και με χρήματα που δύσκολα βγαίνουν καθώς έχει να καλύψει και τα έξοδα της πρώην γυναίκας του αλλά και του παιδιού του. Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και ο αγώνας αυτός να καθιερωθεί ως μεταφραστής και να αποκτήσει λίγα παραπάνω χρήματα για να πραγματοποιήσει με την αγαπημένη του ένα ταξίδι.
Οι αναφορές του σε πρόσωπα, σε λογοτεχνικά κείμενα, σε ιστορικά γεγονότα, σε χρήσιμες πληροφορίες που εμπλουτίζουν τον νου του αναγνώστη του τον καθιστούν ως μία σπουδαία προσωπικότητα που δυστυχώς αναγνωρίστηκε περισσότερο μετά τον θάνατό του παρά όσο ζούσε. Το κείμενό του αναδεικνύει αν μη τι άλλο κάθε πτυχή του εαυτού του, κάθε έκφανση της ιδιαιτερότητας της προσωπικότητας του, της ιδιοσυγκρασίας του και των βιωμάτων του. Ο Μπιαντσάρντι θυμίζει πολύ τον συμπατριώτη του και επίσης καλλιτέχνη Αμεντέο Μοντιλιάνι, έναν ιδιόμορφο μα αυθεντικό ζωγράφο που ποτέ δεν έδωσε σημασία στα γήινα μα με το έργο του απογείωσε την τέχνη της προσωπογραφίας. Ο ίδιος ο Μοντιλιάνι είχε πει στη δική του σύντροφο Ζαν πως όταν γνωρίσω την ψυχή σου θα ζωγραφίσω τα μάτια σου. Και με την Άννα ο Μπιαντσάρντι μοιάζει να πράττει ακριβώς το ίδιο, να λαχταρά κάθε στιγμή μαζί της, να την επιθυμεί, να κάνει έρωτα μαζί της για να δουλέψει καλύτερα μετά.
Αυθόρμητος, αληθινός, συναισθηματικός, ζωντανός και ενεργός, ο Μπιαντσάρντι μας αυτοσυστήνεται και αποκαλύπτει τον εαυτό του χωρίς φειδώ. Οι γνώσεις του δε περί λογοτεχνίας και περί άλλων δαιμονίων είναι μόνο ένα ψήγμα των όσων μας κρύβει από την τόσο ενδιαφέρουσα ζωή του. Γενναίος και ατρόμητος στέκεται αγέρωχος απέναντι και στον θάνατο επισημαίνοντας τα εξής: ”Δεν φοβάμαι τον θάνατο, τ’ ορκίζομαι, το χαροπάλεμα φοβάμαι, αυτό ναι, ειδικά όταν κρατάει χρόνια και δεν μπορείς να δουλέψεις και νιώθεις χάλια, χρειάζεσαι ξεκούραση, θεραπείες, αλλά εξακολουθούν να σου κολλάνε οι βδέλλες: οι καταμετρητές του ρεύματος, η Μάρα με τη θεία κοινωνία και τα μπαλάκια του μικρού, οι φόροι, οι εκπρόσωποι των εταιρειών, οι εργοδότες, οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί, τα γραμμάτια, οι δοσατζήδες”.
Στις περιγραφές του διαπιστώνουμε μια αγωνιστική διάθεση, μια τάση για θέση μάχης σε κάθε επίπεδο με τη μετάφραση να είναι εκτός από πηγή εσόδων και μια πηγή ικανοποίησης, ένας τρόπος να αποδείξει τα όσα αξίζει και οι άλλοι να κατανοήσουν την αξία του. Εξάλλου, ο ρόλος του δημοσιογράφου τον οποίο επίσης κατείχε τον είχε κατατάξει ανάμεσα σε αυτούς που δεν το έβαζαν κάτω. Είχε την τύχη να εργαστεί για τον σπουδαίο ιταλικό εκδοτικό οίκο Φελτρινέλι, που στα μέσα της δεκαετίας του ’50 ξεκινούσε το σπουδαίο ταξίδι του και η παρουσία του εκεί υπήρξε σημείο αναφοράς. Πάντοτε ασυμβίβαστος και πάντοτε διαβαστερός έβαλε και εκείνος το δικό του λιθαράκι στο οικοδόμημα των γραμμάτων.