Περιγραφή
Το μεροκάματο του Σαββάτου κινδύνευσε να μη δημοσιευτεί ποτέ. Το 1950 ο εικοσιοχτάχρονος Μπέπε Φενόλιο παραδίδει το χειρόγραφο στον εκδοτικό οίκο Einaudi που το θέτει υπόψη του επιμελητή Ίταλο Καλβίνο. Ο Καλβίνο στέλνει μια επιστολή στον Φενόλιο όπου αξιολογεί το μυθιστόρημα ενίοτε ως «λεξιλογικά αφρόντιστο» αλλά ταυτόχρονα και ως ικανό «να επικεντρώνεται σε ιδιαίτερες ψυχολογικές καταστάσεις με μια σπάνια σιγουριά». Παρότι στην επιστολή ο Καλβίνο απαριθμεί τα πολλά πλεονεκτήματα του έργου έναντι ορισμένων μειονεκτημάτων, ο σεμνός Φενόλιο εκλαμβάνει την αξιολόγηση ως απόρριψη και ξαναβάζει το μυθιστόρημά του στο συρτάρι.
Χρειάστηκε να περάσουν δεκαεννιά χρόνια προτού δημοσιευτεί επιτέλους το έργο, και δυστυχώς ο Φενόλιο δεν έζησε αρκετά ώστε να δει το βιβλίο του τυπωμένο. Ένα νεορεαλιστικό έργο που σε εκατό περίπου σελίδες συμπυκνώνει όλες τις θεματικές που εντοπίζουμε στα πιο ώριμα κείμενα του δημιουργού: το ανικανοποίητο, τον έρωτα, την ελευθερία, την απομάγευση, στη βάση προφανώς της μακρο-θεματικής που δεν είναι άλλη από τον αντάρτικο πόλεμο.
Ο πρωταγωνιστής Έτορε είναι ο τυπικός “απροσάρμοστος” που βγαίνει από τη συνθήκη του πολέμου εριστικός, αμφισβητίας, αντιφατικός -βαθιά τρυφερός και συνάμα ανεξέλεγκτα βίαιος-¨αδυνατώντας να συμμορφωθεί στην τυποποιημένη και ανιαρή κανονικότητα. Θα εμπλακεί σε σκοτεινές και παράνομες δραστηριότητες και θα επιχειρήσει να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια με απρόσμενη κατάληξη.
Διαβάζουμε στο debop:
Το 2022 οι εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες σύστησαν έναν παραγνωρισμένο στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό Ιταλό συγγραφέα, τον Μπέπε Φενόλιο. Ο Φενόλιο γεννήθηκε το 1922 και πέθανε το 1963, από καρκίνο του πνεύμονα. Υπήρξε μέλος των παρτιζάνων και η εμπειρία αυτή λειτούργησε ως αφορμή για τη συγγραφή μυθιστορημάτων.
Στο «Μεροκάματο του Σαββάτου» ο ήρωας είναι ένας νεαρός Ιταλός, ο Έτορε, λίγο μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Έργο του νεορεαλισμού, αποτυπώνει με ενάργεια τη μεταβατική περίοδο όπου η Ιταλία προσπαθεί να χτίσει πάνω στα ερείπια της. Η φτώχεια κι η ανέχεια αποτελούν μόνιμες συντρόφους των περισσότερων πολιτών. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους γονείς του Έτορε, η μάνα μάλιστα περιμένει ο γιος να βρει δουλειά για να τους αλαφρώσει κάπως από τα οικονομικά βάρη, τα οποία τους πνίγουν σα μέγγενη. Όμως ξεχνά κάτι σημαντικό: ο γιος της δε μπορεί να δεχτεί αφεντικά, θέλει ο ίδιος να είναι το αφεντικό του εαυτού του. Όταν βρίσκεται μια θέση εργασίας στο εργοστάσιο σοκολάτας, ο Έτορε θα πάει για να μην χαλάσει το χατίρι των γονιών του όμως την ίδια μέρα θα φύγει. Αντ’ αυτού θα ζητήσει δουλειά από το Μπιάνκο, ενός ήρωα του αντάρτικου, νυν αλκοολικό τυχοδιώκτη, ελπίζοντας πως σύντομα θα τα καταφέρει και δεν θα είναι στη δούλεψη κανενός. Επιλέγει την παρανομία όπου θα δράσει για λίγο καιρό μέχρι να αποφασίσει ποιο είναι το σχέδιό του.
Ο Έτορε δεν είναι ένας ήρωας, με τον οποίο εύκολα μπορεί να ταυτιστεί ο αναγνώστης. Κι αυτή είναι η μαεστρία του Φενόλιο – σκιαγραφεί έναν αληθινό ήρωα, που αν κι όχι συμπαθής για τη δράση και τη στάση του προκαλεί τον αναγνώστη να διαβάσει την ιστορία του. Ο Μπιάνκο, οι γονείς του, ο Πάλμο, η Βάντα, η οικογένεια της Βάντα είναι μόνο μερικά από τα πρόσωπα που παρελαύνουν από τη ζωή του. Ο καθένας πάντα του προσφέρει μια συμβουλή χωρίς ποτέ να ακούσει τον Έτορε – όλοι γνωρίζουν το καλό του. Κι έτσι ο Έτορε γίνεται το αγρίμι που δε φυλακίζεται, ακόμη κι όταν οι συνθήκες τον εγκλωβίζουν. Ακόμη κι όταν η Βάντα του ανακοινώνει την εγκυμοσύνη της, εκείνος θα ξεγλιστρήσει λέγοντάς της να το πει στους δικούς της, ελπίζοντας σε μια λύση του από μηχανής θεού. Θα την αφήσει να αναλάβει εκείνη το βάρος υποσχόμενος ωστόσο τον πολυπόθητο γάμο – την τελευταία στιγμή όμως, τότε που νιώθει ότι όλα βαίνουν εναντίον του, θα έρθει η λύση.
Γραμμένο σε μια εποχή που δεν ξεχώριζαν οι καλοί από τους κακούς, όπως ακριβώς κι η δικιά μας, το βιβλίο είναι μια υπενθύμιση ότι η σαπίλα κι η κακία διαποτίζουν την ύπαρξή μας και μάλλον είναι αναπόφευκτες. Τα τέρατα είναι άνθρωποι, είμαστε εμείς.