Περιγραφή
Furiosi
Όταν φτάσαμε ολόκληρο το λιμάνι ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση κιγκλιδώματα αστυνομία καραμπινιέροι παντού κατεβαίνουμε μάς ρίχνουν μερικές πέτρες προσποιούμαστε ότι τους κάνουμε ντου εκείνοι το βάζουν στα πόδια ύστερα μας ανεβάζουν στο πλοίο πηγαίνουμε στη γέφυρα κι από κει βλέπαμε ολόκληρο το Κάλιαρι από ψηλά φωτισμένο και βλέπαμε όλα τα δρομάκια που οδηγούσαν στην παραλία μέχρι κάτω στο λιμάνι γεμάτα από αυτές τις ομάδες οπαδών της Κάλιαρι που κατηφόριζαν που ξεκινούσαν κατά ομάδες με τις πέτρες ενάντια στους καραμπινιέρους ουρλιάζοντας οι καραμπινιέροι τους επιτίθονταν και κάθε τόσο έπιαναν κάποιον και του έριχναν το ξύλο της αρκούδας εμείς χαλαροί εκεί πάνω στο καράβι ύστερα το καράβι σαλπάρει ρίχνουμε μια κόκκινη φωτοβολίδα εκεί ψηλά στον ουρανό πάνω από το Κάλιαρι και ύστερα ξαφνικά από τη γέφυρα της πρύμνης αφήσαμε να ξετυλιχτεί το πανό τους που έγραφε “FURIOSI” το ανοίξαμε γυρισμένο ανάποδα στην πλώρη του πλοίου και ενώ το πλοίο απομακρύνονταν σιγά σιγά από το λιμάνι υψώθηκε ένα μανιασμένο ουρλιαχτό αααα που υψώνονταν από ολόκληρο το Κάλιαρι και εμείς αρχίσαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί “Δεν υπάρχουν πια δεν υπάρχουν πια οι Furiosi δεν υπάρχουν πια”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Δεν συνηθίζεται ένας κοινωνιολόγος να παρουσιάζει το έργο ενός συγγραφέα. Ο πρώτος βρίσκεται στα νερά του όταν περιγράφει ή προσπαθεί να κατανοήσει τις καθημερινές κοινοτοπίες, ενώ ο δεύτερος, όπως έγραψε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ενδιαφέρεται να εξαγάγει από τον κόσμο ένα είδος επικής αφήγησης. Εντούτοις, δέχτηκα με χαρά να παρουσιάσω αυτή την επανέκδοση του μυθιστορήματος του Νάνι Μπαλεστρίνι για τους ούλτρας της Μίλαν, για κάποιους λόγους που μου φαίνονται καλοί.
Ο πρώτος είναι ότι είμαι οπαδός του ποδοσφαίρου και της Μίλαν. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα όταν προσηλώνεσαι σε μια ομάδα (αυτό είναι ο οπαδισμός, μια μορφή εμμονής που μας καταλαμβάνει από μικρούς), είναι σχεδόν αδύνατο να αλλαξοπιστήσεις. Μην εμπιστεύεστε ποτέ τους αποστάτες και τους μετανιωμένους, τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στη σοβαρή ζωή. Ίσως η εμμονή αυτή να υποχωρήσει ή να γίνει ασυνεχής, αλλά πώς μπορείς να αλλάξεις φανέλα όταν για πενήντα χρόνια σε συναρπάζουν οι άθλοι του Λίντχολμ και του Ριβέρα, του Αλταφίνι και του Πιερίνο Πράτι, για να φτάσουμε, περνώντας από πολλούς τίμιους εργαζόμενους της μπάλας ή ξεχασμένους ήρωες, στον Μαλντίνι και τον Σεβτσένκο; Όταν τα ίδια χρώματα δοξάστηκαν από τόσο διαφορετικές αντιλήψεις όπως το κατενάτσιο του Νέρεο Ρόκο ή ο φανατισμός για την ταχύτητα του Αρίγκο Σάκι; Όμως το πάθος για μια ομάδα, και μόνο για εκείνη, δεν περιορίζεται στο ποδόσφαιρο σαν παιχνίδι ή σαν σπορ. Ο οπαδισμός, που τρέφεται με παιξίματα, ματς, ντέρμπι, σχήματα, τακτικές, τελικούς πρωταθλήματος και κυπέλλων, για τους οπαδούς σχετίζεται περισσότερο με τη δημιουργία μιας δεύτερης βιογραφίας που επιζεί πεισματικά δίπλα στη σοβαρή. Είναι ένας τρόπος για να καλλιεργήσει ή να συντηρήσει κανείς αυτό που δεν είναι πια, να παραμείνει πεισματικά προσκολλημένος στην εφηβική του ηλικία, όταν η Κυριακή ήταν μια ευκαιρία για γιορτή, διασκέδαση, πάθος, πίστη και περιπέτεια. […] (ΑΛΕΣΑΝΤΡΟ ΝΤΑΛ ΛΑΓΚΟ, από τον πρόλογο της έκδοσης)