Περιγραφή
«Ήταν νεαροί Μαύροι που κάποτε άραζαν άσκοπα, κενοί, στις γωνιές της λήθης, με τη λευκή μάγισσα του θανάτου, την ηρωίνη, να τους διακατέχει. Ήταν νεαροί Μαύροι που είχαν απαχθεί, δικαστεί και καταδικαστεί επειδή ήταν Μαύροι. Μαύροι που τους είχαν δέσει και ζέψει σ’ ένα κάρο, που τους είχαν βάλει στο κλουβί ενός ζωολογικού κήπου των λευκών. Ήταν Μαύροι που είχαν ορκιστεί να μη γυρίσουν ποτέ ξανά εκεί. Είδαν την αλήθεια και την αναγνώρισαν. Είδαν ένα δρόμο προς την ελευθερία και δεν φοβήθηκαν να τον πάρουν.
Ήταν αράπηδες, δούλοι στα χωράφια, που προσπάθησαν να κάψουν το σπίτι του αφέντη. Ήταν αράπηδες, δούλοι στα χωράφια, που αρνήθηκαν να συμβιβαστούν. Ήταν αράπηδες, δούλοι στα χωράφια, που αρνήθηκαν να προσαρμοστούν. Δεν δωροδοκήθηκαν με μια προαγωγή της δεκάρας. Δεν δωροδοκήθηκαν με Cadillac ή κοκαΐνη. Δεν δωροδοκήθηκαν με φθηνές υποσχέσεις. Ήταν αράπηδες, δούλοι στα χωράφια, που αγαπούσαν τους άλλους αράπηδες, που ήξεραν πως το όλο είναι πιο σημαντικό από το μερικό και πως δεν υπάρχει υποκατάστατο για την ελευθερία. Ήταν κουρασμένοι από το παρελθόν και ανυπόμονοι για το μέλλον.»