Ταξί-γαμηστρώνες

Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η «σατανική εφευρετικότητα του αθηναίου ερωτευμένου»; Την απάντηση έρχεται να δώσει στις 20 Αυγούστου 1933 ο Νικ. Καπ., συντάκτης στην εφημερίδα Ακρόπολις, αποκαλύπτοντας δημόσια αυτό που μέχρι εκείνη τη στιγμή αποτελούσε κοινό μυστικό μεταξύ των κατοίκων της μεσοπολεμικής πρωτεύουσας. Σε ένα μονάχα δίστηλο θα περιγράψει τα «αυτοκίνητα-σεπαρέ» ή αλλιώς «τροχοφόρους γκαρσονιέρες»:

Μάλιστα, κύριοι μου! Όσοι δεν μπορούν να έχουν ένα ήσυχο ερωτικό καταφύγιο και φοβούνται τα ύποπτα σπίτια και τα ξενοδοχεία ευρήκαν τρόπον διά του οποίου οποιαδήποτε ώρα του εικοσιτετραώρου έχουν στη διάθεσή τους την πιο πρωτότυπη γκαρσονιέρα από την οποίαν, αν λείπουν η ευρυχωρία, τα ηδύποτα και τα ορεκτικά, υπάρχουν εις αντιστάθμισμα άλλα πλεονεκτήματα, όπως τα λικνιστικά σουσπασιόν!

Σύμφωνα με τον συντάκτη, σε κεντρικό σημείο κοντά στο Πανεπιστήμιο υπάρχει μια πιάτσα ταξί όπου αράζουν κάποια από τα πρώτα ταξί της Αθήνας, εκ των οποίων δεν σώζονται παρά ελάχιστα. Πρόκειται για αυτοκίνητα που μοιάζουν με μεγάλες κασόνες, με εντελώς ιδιαίτερη θέση για τον οδηγό και χωριστή, κλειστή καμπίνα για τους επιβάτες. Η πιάτσα βρίσκεται σε κεντρικό σημείο ώστε να εντοπίζεται εύκολα από τους «εφευρετικούς γλεντζέδες του έρωτος», αν κανένα σούρουπο ζητούν απελπισμένοι κάποια ερωτική φωλίτσα, κάποιο κρησφύγετο ερωτικό, για να κρύψουν από τα ενοχλητικά βλέμματα την αγαπημένη ή την εφήμερη ερωμένη τους.

Ο οδηγός δεν έχει καμία σχέση με το εσωτερικό του αυτοκινήτου, το οποίο με το κατέβασμα των παραπετασμάτων μεταβάλλεται σε σκοτεινό φωτογραφικό θάλαμο. Στο πίσω μέρος υπάρχει ένα παραθυράκι τόσο μικρό που σκεπάζεται με ανοιχτή παλάμη. Αυτό το κλείνει άλλωστε και μια μικρή κουρτίνα. Τα πάνω από τις πόρτες παράθυρα σκεπάζονται με κουρτινάκια σκούρα, ομοίως και το γυάλινο χώρισμα με τον οδηγό.

Τα ζευγαράκια μπαίνουν με όλες τις προφυλάξεις μέσα σε αυτά τα ταξί. Αμέσως μόλις εισέλθουν βλέπει κανείς «χερούκλες από τη μια μεριά, λεπτοκαμωμένα αβρά χεράκια από την άλλη βιαστικά-βιαστικά να κατεβάζουν τα κουρτινάκια». Ο ερωτικός περίπατος αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον όταν το ταξί διασχίζει τους κεντρικούς δρόμους της πόλης με μόνο προορισμό την ερωτική απόλαυση των δύο επιβατών.

«Αν είχαν στόμα να μιλήσουν τα καθίσματα των αυτοκινήτων αυτών, τι θα έλεγαν, τι ερωτικά όργια θα μπορούσαν να περιγράψουν, τι τρέλες ερωτευμένων που μόνον σ’ αυτά βρήκαν την πολυπόθητη μοναξιά», διερωτάται ο αρθρογράφος. Έστω και χωρίς στόμα όμως, τα ταξί-σεπαρέ κάτι αποκαλύπτουν σχετικά με όσα ακατονόμαστα συμβαίνουν εντός τους, αρκεί να εστιάσει κανείς στα βουλιαγμένα τους καθίσματα ή στα συνήθη απολεσθέντα όπως «καμιά φουρκετίτσα, καμιά καλτσοδετίτσα, κανένα μυρωμένο μαντήλι δανδή που χάνονται, όταν οι ερωτευμένοι χάνονται κι αυτοί σ’ ερωτικά χάδια».

Τα ταξί-σεπαρέ κάνουν χρυσές δουλειές χάρη σε όλα αυτά τα ευεργετήματα που προσφέρουν, ανάμεσα στα οποία κι ένα έξτρα πικάντικο που σημειώνει ο Νικ. Καπ.: «Φανταστείτε ποια μεγάλη ευχαρίστηση θα αισθάνεται ο άπιστος ή η άπιστη, όταν με το αδιαπέραστο αυτό ερωτικό κλουβί περνά έξω από το σπίτι του αγαπημένου ή της αγαπημένης».

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλούμε εισάγετε το όνομά σας εδώ